παρακομιδή: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(CSV import)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parakomidi
|Transliteration C=parakomidi
|Beta Code=parakomidh/
|Beta Code=parakomidh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">transportation, conveyance</b>, τῶν ἐπιτηδείων ἐκ τῆς Εὐβοίας <span class="bibl">Th.7.28</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PRev.Laws</span> 48.11</span> (iii B.C.), etc.; ποιεῖσθαι τὴν π. τῶν ἀναγκαίων <span class="bibl">Plb. 10.10.13</span>; <b class="b2">bringing up</b>, τοῦ χάρακος <span class="bibl">Id.18.18.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (from Pass.) <b class="b2">going</b> or <b class="b2">sailing across, passage, transit</b>, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν <span class="bibl">Th.5.5</span>, cf. <span class="bibl">Plb.3.43.3</span>, etc.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[transportation]], [[conveyance]], τῶν ἐπιτηδείων ἐκ τῆς Εὐβοίας Th.7.28, cf. ''PRev.Laws'' 48.11 (iii B.C.), etc.; ποιεῖσθαι τὴν π. τῶν ἀναγκαίων Plb. 10.10.13; [[bringing up]], τοῦ χάρακος Id.18.18.4.<br><span class="bld">II</span> (from Pass.) [[going across]] or [[sailing across]], [[passage]], [[transit]], ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Th.5.5, cf. Plb.3.43.3, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0484.png Seite 484]] ἡ, das Daneben-, Herbeitragen, die Zufuhr, ἐπιτηδείων u. ä., Pol. 10, 10, 13; – das Hinfahren, Ueberfahren, ἡ ἐς τὴν Σικελίαν, Thuc. 5, 5; παρακομιδὴν ποιεῖσθαι, überfahren, Pol. 5, 5, 3 u. öfter; διὰ τοῦ πόρου, 3, 43, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0484.png Seite 484]] ἡ, das Daneben-, Herbeitragen, die Zufuhr, ἐπιτηδείων u. ä., Pol. 10, 10, 13; – das Hinfahren, Überfahren, ἡ ἐς τὴν Σικελίαν, Thuc. 5, 5; παρακομιδὴν ποιεῖσθαι, überfahren, Pol. 5, 5, 3 u. öfter; διὰ τοῦ πόρου, 3, 43, 3.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''παρακομῐδή''': ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, μεταβίβασις, [[μεταφορά]], Θουκ. 7. 28· π. ποιεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων Πολύβ. 10. 10, 13· ― [[συμπλήρωσις]], τοῦ χάρακος ὁ αὐτ. 18. 1, 4, ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταβαίνειν ἢ περαιοῦσθαι εἰς τὸ [[ἀντιπέραν]] [[μέρος]], διάβασις, ἡ π. ἐς τὴν Σικελίαν Θουκ. 5. 5, πρβλ. Πολύβ. 3. 43, 3, κτλ.
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de transporter]], [[transport]];<br /><b>2</b> [[traversée]], [[trajet]].<br />'''Étymologie:''' [[παρακομίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρακομιδή -ῆς, ἡ [παρακομίζω] transport:. ἡ τῶν ἐπιτηδείων π. het transport van de levensmiddelen Thuc. 7.28.1. vaart, overtocht:. ἐν δὲ τῇ παρακομιδῇ τῇ ἐς τὴν Σικελίαν op de overtocht naar Sicilië Thuc. 5.5.1.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ῆς () :<br /><b>1</b> action de transporter, transport;<br /><b>2</b> traversée, trajet.<br />'''Étymologie:''' [[παρακομίζω]].
|elrutext='''παρακομῐδή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[привоз]], [[доставка]] (ἐπιτηδείων Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[переезд]] (ἐς τὴν Σικελίαν Thuc.; διὰ τοῦ πόρου Polyb.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[παρακομίζω]]<br /><b>1.</b> [[μεταβίβαση]], [[μεταφορά]]<br /><b>2.</b> [[συμπλήρωση]]<br /><b>3.</b> [[μετάβαση]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]], [[διάβαση]], [[πέρασμα]] («ἀσφαλεστέρα γίγνοιτο τοῑς μονοξύλοις ή παρακομιδὴ διὰ τοῡ πόρου», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=ἡ, Α [[παρακομίζω]]<br /><b>1.</b> [[μεταβίβαση]], [[μεταφορά]]<br /><b>2.</b> [[συμπλήρωση]]<br /><b>3.</b> [[μετάβαση]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]], [[διάβαση]], [[πέρασμα]] («ἀσφαλεστέρα γίγνοιτο τοῖς μονοξύλοις ή παρακομιδὴ διὰ τοῦ πόρου», <b>Πολ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακομῐδή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφορά]], [[μεταβίβαση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (από την Παθ.), [[πέρασμα]] ή [[μετάβαση]] στο [[απέναντι]] [[σημείο]], [[διάβαση]], [[πέρασμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''παρακομῐδή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφορά]], [[μεταβίβαση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (από την Παθ.), [[πέρασμα]] ή [[μετάβαση]] στο [[απέναντι]] [[σημείο]], [[διάβαση]], [[πέρασμα]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρακομῐδή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> привоз, доставка (ἐπιτηδείων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> переезд (ἐς τὴν Σικελίαν Thuc.; διὰ τοῦ πόρου Polyb.).
|lstext='''παρακομῐδή''': ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, μεταβίβασις, [[μεταφορά]], Θουκ. 7. 28· π. ποιεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων Πολύβ. 10. 10, 13· ― [[συμπλήρωσις]], τοῦ χάρακος ὁ αὐτ. 18. 1, 4, ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταβαίνειν ἢ περαιοῦσθαι εἰς τὸ [[ἀντιπέραν]] [[μέρος]], διάβασις, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Θουκ. 5. 5, πρβλ. Πολύβ. 3. 43, 3, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρακομῐδή, ,<br /><b class="num">I.</b> a [[carrying]] [[across]], transporting, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> (from Pass.) a [[going]] or [[sailing]] [[across]], [[passage]], [[transit]], Thuc. [from [[παρακομίζω]]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[bringing in]]
}}
}}
{{elnl
{{lxth
|elnltext=παρακομιδή -ῆς, [παρακομίζω] transport:. ἡ τῶν ἐπιτηδείων π. het transport van de levensmiddelen Thuc. 7.28.1. vaart, overtocht:. ἐν δὲ τῇ παρακομιδῇ τῇ ἐς τὴν Σικελίαν op de overtocht naar Sicilië Thuc. 5.5.1.
|lthtxt=''[[transportatio]]'', [[conveyance]], [[transport]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.28.1/ 7.28.1],<br>''[[praetervectio]]'', [[sailing past]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.5.1/ 5.5.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακομῐδή Medium diacritics: παρακομιδή Low diacritics: παρακομιδή Capitals: ΠΑΡΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: parakomidḗ Transliteration B: parakomidē Transliteration C: parakomidi Beta Code: parakomidh/

English (LSJ)

ἡ,
A transportation, conveyance, τῶν ἐπιτηδείων ἐκ τῆς Εὐβοίας Th.7.28, cf. PRev.Laws 48.11 (iii B.C.), etc.; ποιεῖσθαι τὴν π. τῶν ἀναγκαίων Plb. 10.10.13; bringing up, τοῦ χάρακος Id.18.18.4.
II (from Pass.) going across or sailing across, passage, transit, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Th.5.5, cf. Plb.3.43.3, etc.

German (Pape)

[Seite 484] ἡ, das Daneben-, Herbeitragen, die Zufuhr, ἐπιτηδείων u. ä., Pol. 10, 10, 13; – das Hinfahren, Überfahren, ἡ ἐς τὴν Σικελίαν, Thuc. 5, 5; παρακομιδὴν ποιεῖσθαι, überfahren, Pol. 5, 5, 3 u. öfter; διὰ τοῦ πόρου, 3, 43, 3.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de transporter, transport;
2 traversée, trajet.
Étymologie: παρακομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακομιδή -ῆς, ἡ [παρακομίζω] transport:. ἡ τῶν ἐπιτηδείων π. het transport van de levensmiddelen Thuc. 7.28.1. vaart, overtocht:. ἐν δὲ τῇ παρακομιδῇ τῇ ἐς τὴν Σικελίαν op de overtocht naar Sicilië Thuc. 5.5.1.

Russian (Dvoretsky)

παρακομῐδή:
1 привоз, доставка (ἐπιτηδείων Polyb.);
2 переезд (ἐς τὴν Σικελίαν Thuc.; διὰ τοῦ πόρου Polyb.).

Greek Monolingual

ἡ, Α παρακομίζω
1. μεταβίβαση, μεταφορά
2. συμπλήρωση
3. μετάβαση στο απέναντι μέρος, διάβαση, πέρασμα («ἀσφαλεστέρα γίγνοιτο τοῖς μονοξύλοις ή παρακομιδὴ διὰ τοῦ πόρου», Πολ.).

Greek Monotonic

παρακομῐδή: ἡ,
I. μεταφορά, μεταβίβαση, σε Θουκ.
II. (από την Παθ.), πέρασμα ή μετάβαση στο απέναντι σημείο, διάβαση, πέρασμα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακομῐδή: ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, μεταβίβασις, μεταφορά, Θουκ. 7. 28· π. ποιεῖσθαι τῶν ἀναγκαίων Πολύβ. 10. 10, 13· ― συμπλήρωσις, τοῦ χάρακος ὁ αὐτ. 18. 1, 4, ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταβαίνειν ἢ περαιοῦσθαι εἰς τὸ ἀντιπέραν μέρος, διάβασις, ἡ π. ἡ ἐς τὴν Σικελίαν Θουκ. 5. 5, πρβλ. Πολύβ. 3. 43, 3, κτλ.

Middle Liddell

παρακομῐδή, ἡ,
I. a carrying across, transporting, Thuc.
II. (from Pass.) a going or sailing across, passage, transit, Thuc. [from παρακομίζω

English (Woodhouse)

bringing in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

transportatio, conveyance, transport, 7.28.1,
praetervectio, sailing past, 5.5.1.