προσδόκιμος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosdokimos
|Transliteration C=prosdokimos
|Beta Code=prosdo/kimos
|Beta Code=prosdo/kimos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[expected]], [[looked for]], or to [[be expected]], π. ὁ θάνατος <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>9</span>, cf. <span class="bibl">24</span>; τοῖσι παρεοῦσί τε καὶ π. κακοῖσι <span class="bibl">Hdt.8.20</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> freq. of persons, [[expected]], στρατὸν π. εἶναι Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην <span class="bibl">Id.1.78</span>; <b class="b3">π. ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ Μίλητον π</b>., [[expected to come]] to Cyprus, against Miletus, <span class="bibl">Id.5.108</span>, <span class="bibl">6.6</span>; κατὰ πόδας ἐμεῦ ἐλαύνων π. ἐστι <span class="bibl">Id.9.89</span>; τοῦ βαρβάρου π. ὄντος <span class="bibl">Th.1.14</span>; ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ π. αὐτοῖς <span class="bibl">Id.7.15</span>, cf. <span class="bibl">D. 6.15</span>; π. ἥξειν <span class="bibl">D.S.18.64</span>. Adv. <b class="b3">-μως</b> <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=προσδόκιμον,<br><span class="bld">A</span> [[expected]], [[looked for]], or [[to be expected]], π. ὁ θάνατος Hp.''Prog.''9, cf. 24; τοῖσι παρεοῦσί τε καὶ π. κακοῖσι [[Herodotus|Hdt.]]8.20.<br><span class="bld">2</span> freq. of persons, [[expected]], στρατὸν π. εἶναι Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην Id.1.78; <b class="b3">π. ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ Μίλητον π.</b>, [[expected to come]] to Cyprus, against Miletus, Id.5.108, 6.6; κατὰ πόδας ἐμεῦ ἐλαύνων π. ἐστι Id.9.89; τοῦ βαρβάρου π. ὄντος Th.1.14; ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ π. αὐτοῖς Id.7.15, cf. D. 6.15; π. ἥξειν [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.64. Adv. [[προσδοκίμως]] ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />attendu : τινι par qqn ; avec un part. : προσδόκιμός ἐστιν ἔχων DÉM on l'attend ayant, <i>càd</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[προσδοκάω]].
|btext=ος, ον :<br />attendu : τινι par qqn ; avec un part. : προσδόκιμός ἐστιν ἔχων DÉM on l'attend ayant, <i>càd</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[προσδοκάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσδόκιμος''': -ον, ὅν προσδοκᾷ τις, πρ. ὁ [[θάνατος]] Ἱππ. Προγν. 39, πρβλ. 46· τοῖς παρεοῦσί τε καὶ προσδ. κακοῖσι Ἡρόδ. 8. 20. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ προσώπων, πρ. ἐστί, ἦν, περιμένεται, ἀνεμένετο, στρατὸν πρ. [[εἶναι]] Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην ὁ αὐτ. 1. 78· προσδόκιμον ἐς τὴν Κύπρον, [[ὅστις]] περιεμένετο νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Κύπρον, ὁ αὐτ. 5. 108· πεζὸς στρατὸς [[προσδόκιμος]] ἦν ὁ αὐτ. 6. 6· κατὰ πόδας [[ἐμεῦ]] ἐλαύνων πρ. ἐστι ὁ αὐτ. 9. 89· τοῦ βαρβάρου πρ. ὄντος Θουκ. 1. 14· ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ πρ. αὐτοῖς ὁ αὐτ. 7. 15, πρβλ. Δημ. 69. 23.
|elnltext=προσδόκιμος -ον [προσδοκάω] (die) verwacht (wordt):; δύναμιν μεγάλην ἔχων αὐτός ἐστι προσδόκιμος zelf wordt hij verwacht met een groot leger Dem. 6.15; met prep. bep..; π. εἰς τὴν Κύπρον verwacht op Cyprus Hdt. 5.108.1; met ἐκ + gen.. ἐκ Πελοννήσου ἄλλη στρατία προσδόκιμος uit de Peloponnesus wordt een ander leger verwacht Thuc. 7.15.1.
}}
{{elru
|elrutext='''προσδόκῐμος:''' [[ожидаемый]] (τὰ παρεόντα καὶ τὰ προσδόκιμα Her.): ἐπὶ Μίλητον πολλὸς ἦν στρατὸς π. Her. ждали, что на Милет идет большая армия; π. ἐστιν ἥξειν Diod. ожидают его прихода.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός τον οποίο περιμένει [[κάποιος]], ο αναμενόμενος (α. «[[προσδόκιμος]] ὁ [[θάνατος]]», Ιπποκρ.<br />β. «τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προσδοκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ευδόκ</i>-<i>ιμος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός τον οποίο περιμένει [[κάποιος]], ο αναμενόμενος (α. «[[προσδόκιμος]] ὁ [[θάνατος]]», Ιπποκρ.<br />β. «τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προσδοκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[ευδόκιμος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσδόκιμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> προσδοκώμενος, αναμενόμενος ή αυτός που αναμένεται, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] για πρόσωπα, [[προσδόκιμος]] ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον [[προσδόκιμος]], αναμένεται να έρθει στην Κύπρο, ενάντια στη Μίλητο, σε Ηρόδ.· <i>τοῦ βαρβάρου</i>, <i>προσδοκίμου ὄντος</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''προσδόκιμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> προσδοκώμενος, αναμενόμενος ή αυτός που αναμένεται, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] για πρόσωπα, [[προσδόκιμος]] ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον [[προσδόκιμος]], αναμένεται να έρθει στην Κύπρο, ενάντια στη Μίλητο, σε Ηρόδ.· <i>τοῦ βαρβάρου</i>, <i>προσδοκίμου ὄντος</i>, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσδόκῐμος:''' [[ожидаемый]] (τὰ παρεόντα καὶ τὰ προσδόκιμα Her.): ἐπὶ Μίλητον πολλὸς ἦν στρατὸς π. Her. ждали, что на Милет идет большая армия; π. ἐστιν ἥξειν Diod. ожидают его прихода.
|lstext='''προσδόκιμος''': -ον, ὅν προσδοκᾷ τις, πρ. ὁ [[θάνατος]] Ἱππ. Προγν. 39, πρβλ. 46· τοῖς παρεοῦσί τε καὶ προσδ. κακοῖσι Ἡρόδ. 8. 20. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ προσώπων, πρ. ἐστί, ἦν, περιμένεται, ἀνεμένετο, στρατὸν πρ. [[εἶναι]] Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην ὁ αὐτ. 1. 78· προσδόκιμον ἐς τὴν Κύπρον, [[ὅστις]] περιεμένετο νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Κύπρον, ὁ αὐτ. 5. 108· πεζὸς στρατὸς [[προσδόκιμος]] ἦν ὁ αὐτ. 6. 6· κατὰ πόδας [[ἐμεῦ]] ἐλαύνων πρ. ἐστι ὁ αὐτ. 9. 89· τοῦ βαρβάρου πρ. ὄντος Θουκ. 1. 14· ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ πρ. αὐτοῖς ὁ αὐτ. 7. 15, πρβλ. Δημ. 69. 23.
}}
{{elnl
|elnltext=προσδόκιμος -ον [προσδοκάω] (die) verwacht (wordt):; δύναμιν μεγάλην ἔχων αὐτός ἐστι προσδόκιμος zelf wordt hij verwacht met een groot leger Dem. 6.15; met prep. bep..; π. εἰς τὴν Κύπρον verwacht op Cyprus Hdt. 5.108.1; met ἐκ + gen.. ἐκ Πελοννήσου ἄλλη στρατία προσδόκιμος uit de Peloponnesus wordt een ander leger verwacht Thuc. 7.15.1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-[[δόκιμος]], ον,<br /><b class="num">1.</b> [[expected]], looked for, or to be [[expected]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> often of persons, [[προσδόκιμος]] ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον πρ. [[expected]] to [[come]] to [[Cyprus]], [[against]] [[Miletus]], Hdt.; τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος Thuc.
|mdlsjtxt=προσ-[[δόκιμος]], ον,<br /><b class="num">1.</b> [[expected]], looked for, or to be [[expected]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> often of persons, [[προσδόκιμος]] ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον πρ. [[expected]] to [[come]] to [[Cyprus]], [[against]] [[Miletus]], Hdt.; τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[exspectatus]]'', [[awaited]], [[expected]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.14.3/ 1.14.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.15.1/ 7.15.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.25.9/ 7.25.9].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδόκῐμος Medium diacritics: προσδόκιμος Low diacritics: προσδόκιμος Capitals: ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟΣ
Transliteration A: prosdókimos Transliteration B: prosdokimos Transliteration C: prosdokimos Beta Code: prosdo/kimos

English (LSJ)

προσδόκιμον,
A expected, looked for, or to be expected, π. ὁ θάνατος Hp.Prog.9, cf. 24; τοῖσι παρεοῦσί τε καὶ π. κακοῖσι Hdt.8.20.
2 freq. of persons, expected, στρατὸν π. εἶναι Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην Id.1.78; π. ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ Μίλητον π., expected to come to Cyprus, against Miletus, Id.5.108, 6.6; κατὰ πόδας ἐμεῦ ἐλαύνων π. ἐστι Id.9.89; τοῦ βαρβάρου π. ὄντος Th.1.14; ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ π. αὐτοῖς Id.7.15, cf. D. 6.15; π. ἥξειν D.S.18.64. Adv. προσδοκίμως Glossaria.

German (Pape)

[Seite 756] erwartet, vermuthet; τινί, Her. 1, 78. 123. 6, 6; ἐς Κύπρον, ἐπὶ Μίλητον, von dem man erwartet, er werde nach Kypros kommen, gegen Milet ausziehen, 5, 108; πᾶσαν ἡμέραν, 7, 203; c. partic., 9, 89, wie Dem. δύναμιν μεγάλην ἔχων αὐτός ἐστι προσδόκιμος, man erwartet ihn selbst mit einer großen Macht, 6, 15; vgl. Thuc. 7, 15; Sp., wie προσδόκιμος ἦν ὁ κίνδυνος Pol. 29, 8, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attendu : τινι par qqn ; avec un part. : προσδόκιμός ἐστιν ἔχων DÉM on l'attend ayant, càd avec.
Étymologie: προσδοκάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδόκιμος -ον [προσδοκάω] (die) verwacht (wordt):; δύναμιν μεγάλην ἔχων αὐτός ἐστι προσδόκιμος zelf wordt hij verwacht met een groot leger Dem. 6.15; met prep. bep..; π. εἰς τὴν Κύπρον verwacht op Cyprus Hdt. 5.108.1; met ἐκ + gen.. ἐκ Πελοννήσου ἄλλη στρατία προσδόκιμος uit de Peloponnesus wordt een ander leger verwacht Thuc. 7.15.1.

Russian (Dvoretsky)

προσδόκῐμος: ожидаемый (τὰ παρεόντα καὶ τὰ προσδόκιμα Her.): ἐπὶ Μίλητον πολλὸς ἦν στρατὸς π. Her. ждали, что на Милет идет большая армия; π. ἐστιν ἥξειν Diod. ожидают его прихода.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος (α. «προσδόκιμοςθάνατος», Ιπποκρ.
β. «τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσδοκία + κατάλ. -ιμος (πρβλ. ευδόκιμος].

Greek Monotonic

προσδόκιμος: -ον, 1. προσδοκώμενος, αναμενόμενος ή αυτός που αναμένεται, σε Ηρόδ.
2. συχνά για πρόσωπα, προσδόκιμος ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον προσδόκιμος, αναμένεται να έρθει στην Κύπρο, ενάντια στη Μίλητο, σε Ηρόδ.· τοῦ βαρβάρου, προσδοκίμου ὄντος, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προσδόκιμος: -ον, ὅν προσδοκᾷ τις, πρ. ὁ θάνατος Ἱππ. Προγν. 39, πρβλ. 46· τοῖς παρεοῦσί τε καὶ προσδ. κακοῖσι Ἡρόδ. 8. 20. 2) συχνάκις ἐπὶ προσώπων, πρ. ἐστί, ἦν, περιμένεται, ἀνεμένετο, στρατὸν πρ. εἶναι Κροίσῳ ἐπὶ τὴν χώρην ὁ αὐτ. 1. 78· προσδόκιμον ἐς τὴν Κύπρον, ὅστις περιεμένετο νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Κύπρον, ὁ αὐτ. 5. 108· πεζὸς στρατὸς προσδόκιμος ἦν ὁ αὐτ. 6. 6· κατὰ πόδας ἐμεῦ ἐλαύνων πρ. ἐστι ὁ αὐτ. 9. 89· τοῦ βαρβάρου πρ. ὄντος Θουκ. 1. 14· ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη στρατιὰ πρ. αὐτοῖς ὁ αὐτ. 7. 15, πρβλ. Δημ. 69. 23.

Middle Liddell

προσ-δόκιμος, ον,
1. expected, looked for, or to be expected, Hdt.
2. often of persons, προσδόκιμος ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον πρ. expected to come to Cyprus, against Miletus, Hdt.; τοῦ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος Thuc.

Lexicon Thucydideum

exspectatus, awaited, expected, 1.14.3, 7.15.1, 7.25.9.