πρωί: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
m (1 revision imported) |
(CSV import) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[πρό]<br /><b class="num">1.</b> [[early]] in the day, [[early]], at [[morn]], Il.; c. gen., [[πρωὶ]] ἔτι τῆς ἡμέρης Hdt.; ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρῷ Xen.; πρῷ τῇ ὑστεραίᾳ [[early]] [[next]] [[morning]], Xen.; ἅμα πρωί, ἀπὸ πρωί NTest.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], [[betimes]], [[early]], in [[good]] [[time]], Lat. [[mature]], [[tempestive]], Hes., Ar., etc.; c. gen., πρῲ τῆς ὥρας Thuc.<br /><b class="num">3.</b> = πρὸ καιροῦ, too [[soon]], too [[early]], πρῷ γε στενάζεις Aesch.; πρῲ ἐσβαλόντες, καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Thuc. —πρωί takes its degrees of [[comparison]] from its deriv. adj. [[πρώιος]], comp. πρωιαίτερον, Sup. πρωιαίτατα, Attic [[πρῳαίτερον]], πρῳαίτατα, Thuc., etc. | |mdlsjtxt=[πρό]<br /><b class="num">1.</b> [[early]] in the day, [[early]], at [[morn]], Il.; c. gen., [[πρωὶ]] ἔτι τῆς ἡμέρης Hdt.; ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρῷ Xen.; πρῷ τῇ ὑστεραίᾳ [[early]] [[next]] [[morning]], Xen.; ἅμα πρωί, ἀπὸ πρωί NTest.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], [[betimes]], [[early]], in [[good]] [[time]], Lat. [[mature]], [[tempestive]], Hes., Ar., etc.; c. gen., πρῲ τῆς ὥρας Thuc.<br /><b class="num">3.</b> = πρὸ καιροῦ, too [[soon]], too [[early]], πρῷ γε στενάζεις Aesch.; πρῲ ἐσβαλόντες, καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Thuc. —πρωί takes its degrees of [[comparison]] from its deriv. adj. [[πρώιος]], comp. πρωιαίτερον, Sup. πρωιαίτατα, Attic [[πρῳαίτερον]], πρῳαίτατα, Thuc., etc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=<i>vel</i> <i>or</i> πρωΐ, ''[[mane]]'', [[in the morning]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.78.4/ 7.78.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.79.1/ 7.79.1],<br>''[[mature]]'', [[early]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.6.1/ 4.6.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> πρωῒ]<br>COMP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.39.1/ 7.39.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> πρωϊαίτερον]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.101.3/ 8.101.3],<br>SUP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.19.1/ 7.19.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> πρωϊαίτατα] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:43, 16 November 2024
Greek Monolingual
πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α
επίρρ. χρον.
1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή του ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν
2. κατά το διάστημα της ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι
3. (με άρθρο ως ουσ.) το πρωί ή τo πρωΐ
ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ηλίου, η πρωία (α. «έφυγε το πρωί» β. «ὤρθρισε δὲ... τῷ πρωί εἰς τὸν τόπον», ΠΔ)
νεοελλ.
1. φρ. α) «πρωί πρωί» — κατά τα χαράματα, πολύ πρωί, πολύ νωρίς
β) «από το πρωί ώς το βράδυ» — σε όλη τη διάρκεια της ημέρας
γ) «από το βράδυ ώς το πρωί» — σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, όλη τη νύχτα
2. παροιμ. α) «ο που δεν είδε το πρωί, ούτ' όλη την ημέρα» — δηλώνει ότι αυτός που δεν ευτύχησε κατά τη νεότητά του δεν πρόκειται να ευτυχήσει ποτέ
β) «η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί» — η καλή αρχή προοιωνίζεται και καλό τέλος
αρχ.
1. νωρίς, έγκαιρα ή γρήγορα («πρωί μάλα σπεύδων», Ησίοδ.)
2. πάρα πολύ νωρίς («πρῴ γε στενάζεις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρωί έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο επίρρ. πρώ, που ανάγεται στην πρόθεση πρό με την κατάλ. της τοπικής πτώσης αναλογικά προς τα ἦρι, πέρυσι (βλ. και λ. πρώην)].
Middle Liddell
[πρό]
1. early in the day, early, at morn, Il.; c. gen., πρωὶ ἔτι τῆς ἡμέρης Hdt.; ἑκάστης ἡμέρας τὸ πρῷ Xen.; πρῷ τῇ ὑστεραίᾳ early next morning, Xen.; ἅμα πρωί, ἀπὸ πρωί NTest.
2. generally, betimes, early, in good time, Lat. mature, tempestive, Hes., Ar., etc.; c. gen., πρῲ τῆς ὥρας Thuc.
3. = πρὸ καιροῦ, too soon, too early, πρῷ γε στενάζεις Aesch.; πρῲ ἐσβαλόντες, καὶ τοῦ σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Thuc. —πρωί takes its degrees of comparison from its deriv. adj. πρώιος, comp. πρωιαίτερον, Sup. πρωιαίτατα, Attic πρῳαίτερον, πρῳαίτατα, Thuc., etc.
Lexicon Thucydideum
vel or πρωΐ, mane, in the morning, 7.78.4, 7.79.1,
mature, early, 4.6.1, [vulgo commonly πρωῒ]
COMP. 7.39.1, [vulgo commonly πρωϊαίτερον]. 8.101.3,
SUP. 7.19.1, [vulgo commonly πρωϊαίτατα]