μεμπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=memptos
|Transliteration C=memptos
|Beta Code=mempto/s
|Beta Code=mempto/s
|Definition=μεμπτή, μεμπτόν,<br><span class="bld">A</span> [[blameworthy]], E.''Hel.''462, Phld.''Oec.''p.70 J.: Comp. μεμπτότερος Th.2.61: mostly with a neg., Pi.''Fr.''220, S.''OC''1036, Th.3.57, etc.; [[οὐ μεμπτός]] not [[contemptible]], Id.6.13, [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''187c; in a question, [[Herodotus|Hdt.]]7.48. Adv., οὐδὲ τῶν ξένων μεμπτῶς μαχεσαμένων Plu.''Cleom.''28.<br><span class="bld">II</span> Act., [[throwing blame upon]], τινι S.''Tr.''446, where [[μεμπτός]] is fem.
|Definition=μεμπτή, μεμπτόν,<br><span class="bld">A</span> [[blameworthy]], E.''Hel.''462, Phld.''Oec.''p.70 J.: Comp. μεμπτότερος Th.2.61: mostly with a neg., Pi.''Fr.''220, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1036, Th.3.57, etc.; [[οὐ μεμπτός]] not [[contemptible]], Id.6.13, [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''187c; in a question, [[Herodotus|Hdt.]]7.48. Adv., οὐδὲ τῶν ξένων μεμπτῶς μαχεσαμένων Plu.''Cleom.''28.<br><span class="bld">II</span> Act., [[throwing blame upon]], τινι S.''Tr.''446, where [[μεμπτός]] is fem.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεμπτός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> to be blamed, [[blameworthy]], Hdt., Eur.; comp. μεμπτότερος Thuc.; οὐ μ. not [[contemptible]], Thuc.:—adv. [[μεμπτῶς]] Plut.<br /><b class="num">II.</b> act. throwing [[blame]] [[upon]], τινι Soph.; [[where]] [[μεμπτός]] is fem. for -τή.
|mdlsjtxt=[[μεμπτός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> to be blamed, [[blameworthy]], Hdt., Eur.; comp. μεμπτότερος Thuc.; οὐ μ. not [[contemptible]], Thuc.:—adv. [[μεμπτῶς]] Plut.<br /><b class="num">II.</b> act. throwing [[blame]] [[upon]], τινι Soph.; [[where]] [[μεμπτός]] is fem. for -τή.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[reprehensione dignus]]'', [[deserving censure]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.57.1/ 3.57.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.13.1/ 6.13.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.15.1/ 7.15.1],<br>COMP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.61.1/ 2.61.1].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 15:26, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμπτός Medium diacritics: μεμπτός Low diacritics: μεμπτός Capitals: ΜΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: memptós Transliteration B: memptos Transliteration C: memptos Beta Code: mempto/s

English (LSJ)

μεμπτή, μεμπτόν,
A blameworthy, E.Hel.462, Phld.Oec.p.70 J.: Comp. μεμπτότερος Th.2.61: mostly with a neg., Pi.Fr.220, S.OC1036, Th.3.57, etc.; οὐ μεμπτός not contemptible, Id.6.13, Pl.Tht.187c; in a question, Hdt.7.48. Adv., οὐδὲ τῶν ξένων μεμπτῶς μαχεσαμένων Plu.Cleom.28.
II Act., throwing blame upon, τινι S.Tr.446, where μεμπτός is fem.

German (Pape)

[Seite 129] adj. verb. zu μέμφομαι, getadelt, zu tadeln, tadelhaft; Her. 7, 48; Xen. Mem. 3, 5, 3; μισθός, zu verachten, Plat. Theaet. 187 c; aber auch trans., εἴ τι τὠμῷ τ' ἀνδρὶ τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτός εἰμι, Soph. Trach. 446, = μεμφοίμην. – Adv., Plut. Cleom. 28 οὐ μεμπτῶς ἀγωνίζεσθαι.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 qui mérite des reproches, blâmable;
2 qui fait des reproches;
Cp. μεμπτότερος.
Étymologie: adj. verb. de μέμφομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεμπτός: 3, редко Soph.
1 заслуживающий порицания, неудовлетворительный (τὴν ἰδέαν οὐ μ. Ion ap. Plut.): μ. κατὰ τὸ πλῆθος Her. численно недостаточный; οὐ μ. μισθός Plat. немаловажное приобретение; τί δὴ τὸ Νείλου μεμπτόν ἐστί σοι γάνος; Eur. чем же, по-твоему, плоха красота Нила?;
2 порицающий, упрекающий (τινι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μεμπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεφθῇ, ἄξιος μομφῆς, ἀξιόμεμπτος, Ἡρόδ. 7. 48, Εὐρ. Ἑλ. 462· συγκρ. μεμπτότερος, Θουκ. 2. 61· τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσ., Πινδ. Ἀποσπ. 241, Σοφ. Ο. Κ. 1036, Θουκ. 3. 57, κτλ.· οὐ μ., οὐχὶ ἄξιος μομφῆς, ὁ αὐτ. 6. 13, Πλάτ. Θεαίτ. 187C· Ἐπίρρ. μεμπτῶς, οὐ μεμπτῶς Πλουτ. Κλεομ. 28. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιρρίπτων μομφὴν ἐπί τινος, τινι Σοφ. Τρ. 446, ἔνθα τὸ μεμπτὸς εἶναι θηλ. ἀντὶ τοῦ -τή, πρβλ. Pors. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1125.

English (Slater)

μεμπτός contemptible οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις) fr. 220. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μεμπτός, -ή, -όν) μέμφομαι
άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος
αρχ.
1. ευκαταφρόνητοςκαίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῦτος», Πλάτ.)
2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ' εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι μεμπτὸς εἰμί, κάρτα μαίνομαι», Σοφ.).
επίρρ...
μεμπτώς και -ά (Α μεμπτῶς)
με αξιόμεμπτο τρόπο.

Greek Monotonic

μεμπτός: -ή, -όν,
I. αυτός που πρέπει να κατηγορηθεί, αξιοκατάκριτος, σε Ηρόδ., Ευρ.· συγκρ. μεμπτότερος, σε Θουκ.· οὐ μεμπτός, δεν αξίζει να κατακριθεί, στον ίδ.· επίρρ. μεμπτῶς, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., αυτός που επιρρίπτει κατηγορία σε κάποιον, τινι, σε Σοφ.· όπου το μεμπτός είναι θηλ. αντί -τή.

Middle Liddell

μεμπτός, ή, όν
I. to be blamed, blameworthy, Hdt., Eur.; comp. μεμπτότερος Thuc.; οὐ μ. not contemptible, Thuc.:—adv. μεμπτῶς Plut.
II. act. throwing blame upon, τινι Soph.; where μεμπτός is fem. for -τή.

Lexicon Thucydideum

reprehensione dignus, deserving censure, 3.57.1, 6.13.1, 7.15.1,
COMP. 2.61.1.

Translations