θήρειος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "[[ " to " [[")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thireios
|Transliteration C=thireios
|Beta Code=qh/reios
|Beta Code=qh/reios
|Definition=ον, also α, ον v.l. in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>248d</span>, <span class="title">AP</span>5.265 (Paul. Sil.): (θήρ):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of wild beasts]], δέρμα θ. λέοντος <span class="bibl">Panyas.1</span>, cf. <span class="bibl">Hanno <span class="title">Peripl.</span>9</span>; μέλεα <span class="bibl">Emp.101</span>; <b class="b3">θήρειον γραφήν</b> the figures [[of animals]] worked upon the cloak, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>232</span>; <b class="b3">θ. δάκος</b>,= [[θήρ]], <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>325</span>; <b class="b3">θ. βία</b>, periphr. for <b class="b3">ὁ θήρ</b>, [[the centaur]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1059</span>; <b class="b3">θ. κρέα</b> [[game]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 1.3.6</span>; so <b class="b3">θήρεια, τά</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>52</span>; θ. φύσις Pl. l.c.; <b class="b3">θ. αὐλός</b> (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) <span class="bibl">Poll.4.75</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">θ. στόματα</b> the entrance <b class="b2"> of the Circus</b>, IG4.365 (Corinth).</span>
|Definition=θήρειον, also α, ον [[varia lectio|v.l.]] in [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''248d, ''AP''5.265 (Paul. Sil.): ([[θήρ]]):—<br><span class="bld">A</span> [[of wild beasts]], δέρμα θ. λέοντος Panyas.1, cf. Hanno ''Peripl.''9; μέλεα Emp.101; <b class="b3">θήρειον γραφήν</b> the figures [[of animals]] worked upon the cloak, A.''Ch.''232; <b class="b3">θ. δάκος</b>, = [[θήρ]], E.''Cyc.''325; <b class="b3">θ. βία</b>, [[periphrasis]] for <b class="b3">ὁ θήρ</b>, [[the centaur]], S.''Tr.''1059; <b class="b3">θ. κρέα</b> [[game]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 1.3.6; so [[θήρεια]], τά, Hp.''Aff.''52; θ. φύσις Pl. [[l.c.]]; <b class="b3">θ. αὐλός</b> (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Poll.4.75.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">θ. στόματα</b> the entrance [[of the Circus]], IG4.365 (Corinth).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] ον, fem. auch [[θηρεία]], Plat. Phaedr. 248 d, als v. l., wie Paul. Sil. 26 (V, 266); [[thierisch]], [[φύσις]] Tim. 42 c u. a. a. O.; von wilden Thieren, κρέα θήρεια, Wildpret, im Ggstz von ἥμερα, Xen. Cyr. 1, 3, 6; βία Soph. Tr. 1048, von den Kentauren; [[δάκος]] Eur. Cycl. 304; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] ον, fem. auch [[θηρεία]], Plat. Phaedr. 248 d, als [[varia lectio|v.l.]], wie Paul. Sil. 26 (V, 266); [[thierisch]], [[φύσις]] Tim. 42 c u. a. a. O.; von wilden Tieren, κρέα θήρεια, Wildpret, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἥμερα, Xen. Cyr. 1, 3, 6; βία Soph. Tr. 1048, von den Kentauren; [[δάκος]] Eur. Cycl. 304; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />[[de bête sauvage]].<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''θήρειος:''' и 3 звериный ([[φύσις]] Plat.; [[βία]] Soph.; [[εἰκών]] Anth.): [[κρέα]] θήρεια Xen. дичина; θήρειον [[δάκος]] Eur. дикое животное.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θήρειος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Ἀνθ. Π. 5. 266· (θήρ): - ἀνήκων εἰς ἄγρια ζῷα, Λατ. ferinus, δέρμα θήρειον λέοντος Πανύασ. 8· θήρειον γραφήν, εἰκόνας ζῴων ἐξεργασμένων ἐπὶ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Χο. 232· θ. [[κάδος]] = θήρ, Εὐρ. Κύκλ. 325· θ. βία, περιφρ. ἀντὶ ὁ θήρ, ὁ κένταυρος, Σοφ. Τρ. 1059· θ. κρέα, [[κυνήγιον]], Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6· θ. [[φύσις]] Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θ. αὐλὸς (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Πολυδ. Δ΄, 75. ΙΙ. ἴδε [[θήρα]] ΙΙΙ.
|lstext='''θήρειος''': -ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Ἀνθ. Π. 5. 266· (θήρ): - ἀνήκων εἰς ἄγρια ζῷα, Λατ. ferinus, δέρμα θήρειον λέοντος Πανύασ. 8· θήρειον γραφήν, εἰκόνας ζῴων ἐξεργασμένων ἐπὶ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Χο. 232· θ. [[κάδος]] = θήρ, Εὐρ. Κύκλ. 325· θ. βία, περιφρ. ἀντὶ ὁ θήρ, ὁ κένταυρος, Σοφ. Τρ. 1059· θ. κρέα, [[κυνήγιον]], Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6· θ. [[φύσις]] Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θ. αὐλὸς (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Πολυδ. Δ΄, 75. ΙΙ. ἴδε [[θήρα]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />de bête sauvage.<br />'''Étymologie:''' [[θήρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θήρειος:''' -ον, και -α, -ον ([[θήρ]]), λέγεται για τα άγρια ζώα, Λατ. ferῑnus· <i>θήρειον γραφήν</i>, εικόνες ζώων που είναι επεξεργασμένες πάνω σε ύφασμα, σε Αισχύλ.· [[θήρειος]] [[δάκος]] = [[θήρ]], σε Ευρ.· [[θηρεία]] [[βία]], περιφρ. αντί ὁ [[θήρ]], ο [[κένταυρος]], σε Σοφ.· θήρεια [[κρέα]], [[κυνήγι]], [[λεία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''θήρειος:''' -ον, και -α, -ον ([[θήρ]]), λέγεται για τα άγρια ζώα, Λατ. ferῑnus· <i>θήρειον γραφήν</i>, εικόνες ζώων που είναι επεξεργασμένες πάνω σε ύφασμα, σε Αισχύλ.· [[θήρειος]] [[δάκος]] = [[θήρ]], σε Ευρ.· [[θηρεία]] [[βία]], περιφρ. αντί ὁ [[θήρ]], ο [[κένταυρος]], σε Σοφ.· θήρεια [[κρέα]], [[κυνήγι]], [[λεία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''θήρειος:''' и 3 звериный ([[φύσις]] Plat.; [[βία]] Soph.; [[εἰκών]] Anth.): [[κρέα]] θήρεια Xen. дичина; θήρειον [[δάκος]] Eur. дикое животное.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θήρειος]], ον [θήρ]<br />of [[wild]] beasts, Lat. feri_nus, θήρειον γραφήν the figures of animals worked [[upon]] the [[cloak]], Aesch.; θ. [[δάκος]] = θήρ, Eur.; θ. βία, periphr. for ὁ θήρ, the centaur, Soph.; θ. [[κρέα]] [[game]], Xen.
|mdlsjtxt=[[θήρειος]], ον [θήρ]<br />of [[wild]] beasts, Lat. feri_nus, θήρειον γραφήν the figures of animals worked [[upon]] the [[cloak]], Aesch.; θ. [[δάκος]] = θήρ, Eur.; θ. βία, [[periphrasis]] for ὁ θήρ, the centaur, Soph.; θ. [[κρέα]] [[game]], Xen.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of a brute]], [[of wild beasts]]
|woodrun=[[of a brute]], [[of wild beasts]]
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 19 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήρειος Medium diacritics: θήρειος Low diacritics: θήρειος Capitals: ΘΗΡΕΙΟΣ
Transliteration A: thḗreios Transliteration B: thēreios Transliteration C: thireios Beta Code: qh/reios

English (LSJ)

θήρειον, also α, ον v.l. in Pl.Phdr.248d, AP5.265 (Paul. Sil.): (θήρ):—
A of wild beasts, δέρμα θ. λέοντος Panyas.1, cf. Hanno Peripl.9; μέλεα Emp.101; θήρειον γραφήν the figures of animals worked upon the cloak, A.Ch.232; θ. δάκος, = θήρ, E.Cyc.325; θ. βία, periphrasis for ὁ θήρ, the centaur, S.Tr.1059; θ. κρέα game, X.Cyr. 1.3.6; so θήρεια, τά, Hp.Aff.52; θ. φύσις Pl. l.c.; θ. αὐλός (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Poll.4.75.
II θ. στόματα the entrance of the Circus, IG4.365 (Corinth).

German (Pape)

[Seite 1209] ον, fem. auch θηρεία, Plat. Phaedr. 248 d, als v.l., wie Paul. Sil. 26 (V, 266); thierisch, φύσις Tim. 42 c u. a. a. O.; von wilden Tieren, κρέα θήρεια, Wildpret, im Gegensatz von ἥμερα, Xen. Cyr. 1, 3, 6; βία Soph. Tr. 1048, von den Kentauren; δάκος Eur. Cycl. 304; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
de bête sauvage.
Étymologie: θήρ.

Russian (Dvoretsky)

θήρειος: и 3 звериный (φύσις Plat.; βία Soph.; εἰκών Anth.): κρέα θήρεια Xen. дичина; θήρειον δάκος Eur. дикое животное.

Greek (Liddell-Scott)

θήρειος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 248D, Ἀνθ. Π. 5. 266· (θήρ): - ἀνήκων εἰς ἄγρια ζῷα, Λατ. ferinus, δέρμα θήρειον λέοντος Πανύασ. 8· θήρειον γραφήν, εἰκόνας ζῴων ἐξεργασμένων ἐπὶ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Χο. 232· θ. κάδος = θήρ, Εὐρ. Κύκλ. 325· θ. βία, περιφρ. ἀντὶ ὁ θήρ, ὁ κένταυρος, Σοφ. Τρ. 1059· θ. κρέα, κυνήγιον, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6· θ. φύσις Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θ. αὐλὸς (ἐκ νεβροῦ κώλων εἰργασμένος) Πολυδ. Δ΄, 75. ΙΙ. ἴδε θήρα ΙΙΙ.

Greek Monolingual

θήρειος, -εία, -ον και -ος, -ον (Α) θηρ
1. αυτός που ανήκει σε άγρια ζώα («θήρεια μέλεα», Εμπ.)
2. φρ. α) «θήρειος γραφή» — εικόνες ζώων ζωγραφισμένες σε ύφασμα
β) «θήρειον δάκος» — άγριο θηρίο, Ευρ.
γ) «θήρειος βία» — ο Κένταυρος, Σοφ.
δ) «θήρεια κρέα» — κυνήγι, Ξεν.
ε) «θήρειος αυλός» — αυλός κατασκευασμένος από πόδι νεαρού ελαφιού, Πολυδ.
στ) «θήρεια στόματα» — η είσοδος του ιπποδρομίου.

Greek Monotonic

θήρειος: -ον, και -α, -ον (θήρ), λέγεται για τα άγρια ζώα, Λατ. ferῑnus· θήρειον γραφήν, εικόνες ζώων που είναι επεξεργασμένες πάνω σε ύφασμα, σε Αισχύλ.· θήρειος δάκος = θήρ, σε Ευρ.· θηρεία βία, περιφρ. αντί ὁ θήρ, ο κένταυρος, σε Σοφ.· θήρεια κρέα, κυνήγι, λεία, σε Ξεν.

Middle Liddell

θήρειος, ον [θήρ]
of wild beasts, Lat. feri_nus, θήρειον γραφήν the figures of animals worked upon the cloak, Aesch.; θ. δάκος = θήρ, Eur.; θ. βία, periphrasis for ὁ θήρ, the centaur, Soph.; θ. κρέα game, Xen.

English (Woodhouse)

of a brute, of wild beasts

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)