ἀντιπράσσω: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(3) |
|||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antiprasso | |Transliteration C=antiprasso | ||
|Beta Code=a)ntipra/ssw | |Beta Code=a)ntipra/ssw | ||
|Definition=Att. ἀντιπράττω, Ion. ἀντιπρήσσω, < | |Definition=Att. [[ἀντιπράττω]], Ion. [[ἀντιπρήσσω]],<br><span class="bld">A</span> [[act against]], [[seek to counteract]], τινί X.''Ath.''2.17, Alex.264 (Med.); πρός τι [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1320a6, etc.<br><span class="bld">2</span> abs., [[act in opposition]], D.32.14; ὁ [[ἀντιπρήσσων]] = [[ἀντιστασιώτης]], [[Herodotus|Hdt.]]1.92; <b class="b3">ἀντιπράσσω τι</b> [[oppose]] in any way, X.''HG''2.3.14; ἐάν τε ἀντιπράττῃ τις ἐάν τε μὴ συμπράττῃ Arist.''Rh.''1379a13; [[conflict with]], [[tell against]] a [[theory]], Demetr.Lac.''Herc.''1055.20:—Med., X. ''Hier.''2.17. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. [[ἀντιπράττω]] X.<i>Ath</i>.2.17, Plb.18.39.7; jón. [[ἀντιπρήσσω]] Hdt.1.92<br />[[oponerse a]] c. dat. αὐτῷ X.l.c., τῇ διαλύσει Plb.l.c., τῇ τῆς ἀρετῆς ἀναλήψει S.E.<i>P</i>.1.73, τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν M.Ant.2.1, cf. Plu.2.407a, Philostr.<i>Im</i>.2.8, <i>PThead</i>.15.14 (III d.C.), <i>PSI</i> 686.5 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. πρὸς ταῦτα Arist.<i>Pol</i>.1320<sup>a</sup>6, πρὸς τὰς τῶν ὑπάτων ἐπιβολάς Plb.6.17.9<br /><b class="num">•</b>abs. [[oponerse]] τὸν ἀντιπρήσσοντα ... διέφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.<i>R</i>.440b, X.<i>Hier</i>.2.17, D.6.9, 32.14, Arist.<i>Rh</i>.1379<sup>a</sup>13, Demetr.Lac.79<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. [[ἀντιπράττειν]] τι [[poner obstáculo]], [[realizar una acción contraria]] X.<i>HG</i> 2.3.14, τι ταύταις ἀντιπράττεσθ' realizar una acción contraria contra ellos (lo que los pelos de la barba significan)</i>, Alex.264.8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀντιπράξω;<br /><b>1</b> agir à | |btext=<i>f.</i> ἀντιπράξω;<br /><b>1</b> agir à l'encontre de, τινι;<br /><b>2</b> [[s'opposer à]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀντιπράσσομαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πράσσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιπράσσω:''' атт. [[ἀντιπράττω]], ион. [[ἀντιπρήσσω]] (реже med.) [[противодействовать]], [[оказывать сопротивление]], [[противиться]] (Dem., Plut.; τινι Xen. и πρός τι Arst., Polyb.): ὁ [[ἀντιπρήσσων]] Her. и [[ἀντιπραττόμενος]] Xen. [[противник]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἀντιπράσσω''': Ἀττ. -ττω, Ἰων. -πρήσω: μέλλ. -ξω: ἐνεργῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω, ὀλίγοι ἄνθρωποι αὐτῷ ἀντιπράττοντες Ξεν. Ἀθην. 2.17, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 10.8· [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6.5, 3, κτλ.· μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 886. 2. 2) ἀπολ., [[πράττω]] κατά τινος, ἐνεργῶ [[ἐναντίον]] τινός, ὁ ἀντιπρήσσων = [[ἀντιστασιώτης]], Ἡροδ. 1.92· ἐναντιοῦμαι κατά τινα τρόπον, ἀντιπράττειν δέ τι ἐπιχειροῦντας Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 14· ἐὰν ἀντιπράττῃ ἢ μὴ συμπράττῃ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 9: - [[οὕτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 2.17, Διον. Ἁλ. 7.51. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]]· μέλ. <i>-ξω</i>· [[ενεργώ]] ενάντια, [[αντενεργώ]], αντιπράττω, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ενεργώ]] κατά [[αντίθεση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀντιπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]]· μέλ. <i>-ξω</i>· [[ενεργώ]] ενάντια, [[αντενεργώ]], αντιπράττω, <i>τινί</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ενεργώ]] κατά [[αντίθεση]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to act [[against]], [[seek]] to [[counteract]], τινί Xen.:— absol. to act in [[opposition]], Hdt., etc.; so in Mid., Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:32, 21 November 2024
English (LSJ)
Att. ἀντιπράττω, Ion. ἀντιπρήσσω,
A act against, seek to counteract, τινί X.Ath.2.17, Alex.264 (Med.); πρός τι Arist.Pol.1320a6, etc.
2 abs., act in opposition, D.32.14; ὁ ἀντιπρήσσων = ἀντιστασιώτης, Hdt.1.92; ἀντιπράσσω τι oppose in any way, X.HG2.3.14; ἐάν τε ἀντιπράττῃ τις ἐάν τε μὴ συμπράττῃ Arist.Rh.1379a13; conflict with, tell against a theory, Demetr.Lac.Herc.1055.20:—Med., X. Hier.2.17.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. ἀντιπράττω X.Ath.2.17, Plb.18.39.7; jón. ἀντιπρήσσω Hdt.1.92
oponerse a c. dat. αὐτῷ X.l.c., τῇ διαλύσει Plb.l.c., τῇ τῆς ἀρετῆς ἀναλήψει S.E.P.1.73, τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν M.Ant.2.1, cf. Plu.2.407a, Philostr.Im.2.8, PThead.15.14 (III d.C.), PSI 686.5 (VI d.C.)
•c. πρός y ac. πρὸς ταῦτα Arist.Pol.1320a6, πρὸς τὰς τῶν ὑπάτων ἐπιβολάς Plb.6.17.9
•abs. oponerse τὸν ἀντιπρήσσοντα ... διέφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.R.440b, X.Hier.2.17, D.6.9, 32.14, Arist.Rh.1379a13, Demetr.Lac.79
•c. ac. int. ἀντιπράττειν τι poner obstáculo, realizar una acción contraria X.HG 2.3.14, τι ταύταις ἀντιπράττεσθ' realizar una acción contraria contra ellos (lo que los pelos de la barba significan), Alex.264.8.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντιπράξω;
1 agir à l'encontre de, τινι;
2 s'opposer à;
Moy. ἀντιπράσσομαι m. sign.
Étymologie: ἀντί, πράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπράσσω: атт. ἀντιπράττω, ион. ἀντιπρήσσω (реже med.) противодействовать, оказывать сопротивление, противиться (Dem., Plut.; τινι Xen. и πρός τι Arst., Polyb.): ὁ ἀντιπρήσσων Her. и ἀντιπραττόμενος Xen. противник.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπράσσω: Ἀττ. -ττω, Ἰων. -πρήσω: μέλλ. -ξω: ἐνεργῶ ἐναντίον τινός, ἀντενεργῶ, ἀντιπράττω, ὀλίγοι ἄνθρωποι αὐτῷ ἀντιπράττοντες Ξεν. Ἀθην. 2.17, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 10.8· πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 6.5, 3, κτλ.· μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 886. 2. 2) ἀπολ., πράττω κατά τινος, ἐνεργῶ ἐναντίον τινός, ὁ ἀντιπρήσσων = ἀντιστασιώτης, Ἡροδ. 1.92· ἐναντιοῦμαι κατά τινα τρόπον, ἀντιπράττειν δέ τι ἐπιχειροῦντας Ξεν. Ἑλλ. 2.3, 14· ἐὰν ἀντιπράττῃ ἢ μὴ συμπράττῃ Ἀριστ. Ρητ. 2.2, 9: - οὕτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 2.17, Διον. Ἁλ. 7.51.
Greek Monolingual
ἀντιπράσσω κ. (αττ. τ.) -ττω κ. ιων. τ. -πρήσσω (Α)
1. ενεργώ εναντίον κάποιου
2. ενεργώ διαφορετικά
3. εναντιώνομαι σε κάτι, αντικρούω κάτι
4. (η μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀντιπρήσσων
ο αντίπαλος.
Greek Monotonic
ἀντιπράσσω: Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω· μέλ. -ξω· ενεργώ ενάντια, αντενεργώ, αντιπράττω, τινί, σε Ξεν.· απόλ., ενεργώ κατά αντίθεση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
Middle Liddell
to act against, seek to counteract, τινί Xen.:— absol. to act in opposition, Hdt., etc.; so in Mid., Xen.