φυγαδεύω: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fygadeyo
|Transliteration C=fygadeyo
|Beta Code=fugadeu/w
|Beta Code=fugadeu/w
|Definition=Elean φυγᾰδείω <span class="title">Schwyzer</span> 424.1 (iv B. C.):—<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[banish]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.42</span>, <span class="bibl">5.4.19</span>; ἐκ τῆς πόλεως <span class="bibl">D.40.32</span>; <b class="b3">δεῦρ' αὐτὸν</b> (sc. [[Ἔρωτα]]) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς κάτω <span class="bibl">Aristopho 11.7</span>: opp. [[ὀστρακίζω]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1288a25</span>; metaph., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>38</span>:—Pass., <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.4.14</span>, <span class="bibl">D.S.14.32</span>, etc.; πεφυγαδευμένοι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr., [[live in banishment]], <span class="title">SIG</span>175.20 (Delph., iv B. C.), <span class="title">Schwyzer</span> 424.6 (Elis, iv B.C.), <span class="bibl">LXX<span class="title">Ps.</span>54(55).8</span>: fut. φυγαδεύσομαι <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1477.15</span> (iii/iv A. D.), <span class="bibl">Plb.10.22.1</span>.</span>
|Definition=Elean [[φυγαδείω]] ''Schwyzer'' 424.1 (iv B. C.):—<br><span class="bld">A</span> [[banish]], X.''HG''2.3.42, 5.4.19; ἐκ τῆς πόλεως D.40.32; <b class="b3">δεῦρ' αὐτὸν</b> (''[[sc.]]'' [[Ἔρωτα]]) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς κάτω Aristopho 11.7: opp. [[ὀστρακίζω]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1288a25; metaph., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Luc.''Am.''38:—Pass., X.''HG''2.4.14, [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.32, etc.; πεφυγαδευμένοι Plu.''Ant.''15.<br><span class="bld">II</span> intr., [[live in banishment]], ''SIG''175.20 (Delph., iv B. C.), ''Schwyzer'' 424.6 (Elis, iv B.C.), [[LXX]] ''Ps.''54(55).8: fut. φυγαδεύσομαι ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1477.15 (iii/iv A. D.), Plb.10.22.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] 1) aus dem Lande verjagen, verweisen, ἐκ τῆς πόλεως Dem. 40, 32; Pol. 4, 35, 5 u. öfter, u. Sp. – 2) intrans., ein Verbannter sein, in der Verbannung leben, Pol. 10, 35, 1; s. Lob. Phryn. p. 385.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] 1) aus dem Lande verjagen, verweisen, ἐκ τῆς πόλεως Dem. 40, 32; Pol. 4, 35, 5 u. öfter, u. Sp. – 2) intrans., ein Verbannter sein, in der Verbannung leben, Pol. 10, 35, 1; s. Lob. Phryn. p. 385.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐφυγάδευσα, <i>pf. Pass.</i> πεφυγάδευμαι;<br />chasser, bannir, exiler ; οἱ πεφυγαδευμένοι PLUT les bannis.<br />'''Étymologie:''' [[φυγάς]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῠγᾰδεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[осуждать на изгнание]], [[изгонять]] (τινά Xen.; ἐκ τῆς πόλεως Dem.): φ. τι τοῦ βίου Luc. изгнать что-л. из жизни, т. е. полностью воздерживаться от чего-л.; οἱ πεφυγαδευμένοι Plut. изгнанники;<br /><b class="num">2</b> [[быть изгнанником]], [[находиться в изгнании]] ([[Κλέανδρος]] φυγαδεύων Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠγᾰδεύω''': [[κάμνω]] τινὰ φυγάδα, [[ἀποδιώκω]] ἔκ τινος χώρας, [[ἐξορίζω]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 42., 5. 4, 19· ἐκ τῆς πόλεως Δημ. 1018. 10· δεῦρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς [[κάτω]] Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· διάφορον τοῦ [[ὀστρακίζω]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 7· μεταφορ., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Λουκ. Ἔρωτ. 38. ― Παθητ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14, Διόδ. κλπ.· οἱ πεφυγαδευμένοι Πλουτ. Ἀντών. 15. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[φυγάς]], ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Ἱππ. 1201 ἐν τέλ., Πολύβ. 10. 25, 1· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 385.
|lstext='''φῠγᾰδεύω''': [[κάμνω]] τινὰ φυγάδα, [[ἀποδιώκω]] ἔκ τινος χώρας, [[ἐξορίζω]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 42., 5. 4, 19· ἐκ τῆς πόλεως Δημ. 1018. 10· δεῦρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς [[κάτω]] Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· διάφορον τοῦ [[ὀστρακίζω]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 7· μεταφορ., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Λουκ. Ἔρωτ. 38. ― Παθητ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14, Διόδ. κλπ.· οἱ πεφυγαδευμένοι Πλουτ. Ἀντών. 15. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[φυγάς]], ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Ἱππ. 1201 ἐν τέλ., Πολύβ. 10. 25, 1· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 385.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐφυγάδευσα, <i>pf. Pass.</i> πεφυγάδευμαι;<br />chasser, bannir, exiler ; [[οἱ]] πεφυγαδευμένοι PLUT les bannis.<br />'''Étymologie:''' [[φυγάς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και φυγαδείω Α [[φυγάς]], -[[άδος]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βοηθώ]] κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκδιώκω]], [[εξορίζω]] («[[οὔτε]]... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ' ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῡτον [[πρέπον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]] («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς», παπ.)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[εξόριστος]], ζω στην [[εξορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απομακρύνω]], [[παραμερίζω]], [[ιδίως]] λόγω περιφρόνησης («καὶ τὸ θῆλυ τοῡ βίου φυγαδεύεις», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ, και φυγαδείω Α [[φυγάς]], -[[άδος]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βοηθώ]] κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκδιώκω]], [[εξορίζω]] («[[οὔτε]]... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ' ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῦτον [[πρέπον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]] («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς», παπ.)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[εξόριστος]], ζω στην [[εξορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απομακρύνω]], [[παραμερίζω]], [[ιδίως]] λόγω περιφρόνησης («καὶ τὸ θῆλυ τοῦ βίου φυγαδεύεις», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῠγᾰδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[φυγάς]]), [[απομακρύνω]] από κάποια [[χώρα]], [[εξορίζω]], σε Ξεν., Δημ.
|lsmtext='''φῠγᾰδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[φυγάς]]), [[απομακρύνω]] από κάποια [[χώρα]], [[εξορίζω]], σε Ξεν., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠγᾰδεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> осуждать на изгнание, изгонять (τινά Xen.; ἐκ τῆς πόλεως Dem.): φ. τι τοῦ βίου Luc. изгнать что-л. из жизни, т. е. полностью воздерживаться от чего-л.; οἱ πεφυγαδευμένοι Plut. изгнанники;<br /><b class="num">2)</b> быть изгнанником, находиться в изгнании ([[Κλέανδρος]] φυγαδεύων Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῠγᾰδεύω, fut. -σω [[φυγάς]]<br />to [[drive]] from a [[country]], [[banish]], Xen., Dem.
|mdlsjtxt=φῠγᾰδεύω, fut. -σω [[φυγάς]]<br />to [[drive]] from a [[country]], [[banish]], Xen., Dem.
}}
}}

Latest revision as of 17:34, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγᾰδεύω Medium diacritics: φυγαδεύω Low diacritics: φυγαδεύω Capitals: ΦΥΓΑΔΕΥΩ
Transliteration A: phygadeúō Transliteration B: phygadeuō Transliteration C: fygadeyo Beta Code: fugadeu/w

English (LSJ)

Elean φυγαδείω Schwyzer 424.1 (iv B. C.):—
A banish, X.HG2.3.42, 5.4.19; ἐκ τῆς πόλεως D.40.32; δεῦρ' αὐτὸν (sc. Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς κάτω Aristopho 11.7: opp. ὀστρακίζω, Arist.Pol.1288a25; metaph., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Luc.Am.38:—Pass., X.HG2.4.14, D.S.14.32, etc.; πεφυγαδευμένοι Plu.Ant.15.
II intr., live in banishment, SIG175.20 (Delph., iv B. C.), Schwyzer 424.6 (Elis, iv B.C.), LXX Ps.54(55).8: fut. φυγαδεύσομαι POxy.1477.15 (iii/iv A. D.), Plb.10.22.1.

German (Pape)

[Seite 1311] 1) aus dem Lande verjagen, verweisen, ἐκ τῆς πόλεως Dem. 40, 32; Pol. 4, 35, 5 u. öfter, u. Sp. – 2) intrans., ein Verbannter sein, in der Verbannung leben, Pol. 10, 35, 1; s. Lob. Phryn. p. 385.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐφυγάδευσα, pf. Pass. πεφυγάδευμαι;
chasser, bannir, exiler ; οἱ πεφυγαδευμένοι PLUT les bannis.
Étymologie: φυγάς.

Russian (Dvoretsky)

φῠγᾰδεύω:
1 осуждать на изгнание, изгонять (τινά Xen.; ἐκ τῆς πόλεως Dem.): φ. τι τοῦ βίου Luc. изгнать что-л. из жизни, т. е. полностью воздерживаться от чего-л.; οἱ πεφυγαδευμένοι Plut. изгнанники;
2 быть изгнанником, находиться в изгнании (Κλέανδρος φυγαδεύων Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδεύω: κάμνω τινὰ φυγάδα, ἀποδιώκω ἔκ τινος χώρας, ἐξορίζω, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 42., 5. 4, 19· ἐκ τῆς πόλεως Δημ. 1018. 10· δεῦρ’ αὐτὸν (δηλ. τὸν Ἔρωτα) ἐφυγάδευσαν ὡς ἡμᾶς κάτω Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2· διάφορον τοῦ ὀστρακίζω, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 17, 7· μεταφορ., τὸ θῆλυ τοῦ βίου φ. Λουκ. Ἔρωτ. 38. ― Παθητ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14, Διόδ. κλπ.· οἱ πεφυγαδευμένοι Πλουτ. Ἀντών. 15. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι φυγάς, ζῶ ἐν ἐξορίᾳ, Ἱππ. 1201 ἐν τέλ., Πολύβ. 10. 25, 1· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 385.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και φυγαδείω Α φυγάς, -άδος]
νεοελλ.
βοηθώ κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει
μσν.-αρχ.
1. εκδιώκω, εξορίζωοὔτε... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ' ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῦτον πρέπον», Αριστοτ.)
2. τρέπω σε φυγή («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς», παπ.)
3. (αμτβ.) είμαι εξόριστος, ζω στην εξορία
αρχ.
μτφ. απομακρύνω, παραμερίζω, ιδίως λόγω περιφρόνησης («καὶ τὸ θῆλυ τοῦ βίου φυγαδεύεις», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

φῠγᾰδεύω: μέλ. -σω (φυγάς), απομακρύνω από κάποια χώρα, εξορίζω, σε Ξεν., Δημ.

Middle Liddell

φῠγᾰδεύω, fut. -σω φυγάς
to drive from a country, banish, Xen., Dem.