περίαπτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Pl. ''R.''" to "Pl.''R.''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periaptos
|Transliteration C=periaptos
|Beta Code=peri/aptos
|Beta Code=peri/aptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hung round]], [[appended]], <b class="b3">ἄκος π</b>., i. e. an amulet, <span class="bibl">Cratin.22</span> D.; <b class="b3">σέμνωμα π</b>. <span class="bibl">Eust.95.42</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst. <b class="b3">περίαπτον, τό,</b> = [[περίαμμα]], [[amulet]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">R.</span>426b</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.19.2</span>, etc.; [[adventitious charm]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1099a16</span>: pl., [[ornaments]], <span class="bibl">Ph.1.608</span>.</span>
|Definition=περίαπτον,<br><span class="bld">A</span> [[hung round]], [[appended]], [[ἄκος]] περίαπτος, i.e. an [[amulet]], Cratin.22 D.; [[σέμνωμα]] περίαπτον Eust.95.42.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]] [[περίαπτον]], τό, = [[περίαμμα]], [[amulet]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''426b, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.19.2, etc.; [[adventitious charm]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1099a16: pl., [[ornament]]s, Ph.1.608.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0569.png Seite 569]] umgehängt, äußerlich, im Ggstz von ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, Arist. Eth. 1, 8, 12; – τὸ π. = [[περίαμμα]], Amulet, Plat. Rep. IV, 426 b, neben ἐπῳδαί, u. oft bei Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0569.png Seite 569]] [[umgehängt]], [[äußerlich]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, Arist. Eth. 1, 8, 12; – τὸ [[περίαπτον]] = [[περίαμμα]], [[Amulet]], Plat. Rep. IV, 426 b, neben ἐπῳδαί, u. oft bei Plut. u. a. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περίαπτος''': -ον, ὁ κρεμάμενος ὁλόγυρα, προσηρτημένος, Εὐστ. 95. 42. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίαπτον, τό, = [[περίαμμα]], [[φυλακτήριον]], Πλάτ. Πολ. 426Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19, 2, κτλ.· [[παράρτημα]], [[προσάρτημα]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 12.
|btext=ος, ον :<br />[[attaché autour]].<br />'''Étymologie:''' [[περιάπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περίαπτος -ον [περιάπτω] [[omgehangen]]; subst. τὸ [[περίαπτον]] [[amulet]]; Plat. Resp. 426b; [[halssieraad]]. Aristot. EN 1099a16.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />attaché autour.<br />'''Étymologie:''' [[περιάπτω]].
|elrutext='''περίαπτος:''' [adj. verb. к [[περιάπτω]] досл. [[привешенный]], перен. [[приданный извне]], [[внешний]] (''[[sc.]]'' [[ἡδονή]] Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίαπτος]], -ον, ΝΜΑ [[περιάπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αναρτηθεί [[ολόγυρα]] («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το περίαπτο</i>(<i>ν</i>)<br />[[καθετί]] που κρεμιέται από το [[σώμα]] για [[αποτροπή]] του κακού, το [[περίαμμα]], το [[φυλαχτό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) επιπρόσθετο [[θέλγητρο]] («οὐδὲν δὴ προσδεῑται τῆς ἡδονῆς ὁ [[βίος]] αὐτῶν, [[ὥσπερ]] περιάπτου τινός, ἀλλ' ἔχει τὴν ἡδονὴν ἐν ἑαυτῷ», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) <b>στον πληθ.</b> κοσμήματα.
|mltxt=-η, -ο / [[περίαπτος]], -ον, ΝΜΑ [[περιάπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αναρτηθεί [[ολόγυρα]] («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το περίαπτο</i>(<i>ν</i>)<br />[[καθετί]] που κρεμιέται από το [[σώμα]] για [[αποτροπή]] του κακού, το [[περίαμμα]], το [[φυλαχτό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) επιπρόσθετο [[θέλγητρο]] («οὐδὲν δὴ προσδεῖται τῆς ἡδονῆς ὁ [[βίος]] αὐτῶν, [[ὥσπερ]] περιάπτου τινός, ἀλλ' ἔχει τὴν ἡδονὴν ἐν ἑαυτῷ», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) <b>στον πληθ.</b> κοσμήματα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίαπτος:''' -ον, κρεμασμένος [[ολόγυρα]]· ως ουσ., περίαπτον τό = [[περίαμμα]], σε Πλάτ.· [[προσάρτημα]], σε Αριστ.
|lsmtext='''περίαπτος:''' -ον, κρεμασμένος [[ολόγυρα]]· ως ουσ., περίαπτον τό = [[περίαμμα]], σε Πλάτ.· [[προσάρτημα]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίαπτος:''' [adj. verb. к [[περιάπτω]] досл. привешенный, перен. приданный извне, внешний (sc. [[ἡδονή]] Arst.).
|lstext='''περίαπτος''': -ον, ὁ κρεμάμενος ὁλόγυρα, προσηρτημένος, Εὐστ. 95. 42. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίαπτον, τό, = [[περίαμμα]], [[φυλακτήριον]], Πλάτ. Πολ. 426Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19, 2, κτλ.· [[παράρτημα]], [[προσάρτημα]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 12.
}}
{{elnl
|elnltext=περίαπτος -ον [περιάπτω] omgehangen; subst. τὸ περίαπτον amulet; Plat. Resp. 426b; halssieraad. Aristot. EN 1099a16.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-απτος, ον,<br />hung [[round]] one: as Subst., περίαπτον, τό, = [[περίαμμα]], Plat.: an [[appendage]], Arist.
|mdlsjtxt=[[περί]]-απτος, ον,<br />hung [[round]] one: as [[substantive]], περίαπτον, τό, = [[περίαμμα]], Plat.: an [[appendage]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 21 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίαπτος Medium diacritics: περίαπτος Low diacritics: περίαπτος Capitals: ΠΕΡΙΑΠΤΟΣ
Transliteration A: períaptos Transliteration B: periaptos Transliteration C: periaptos Beta Code: peri/aptos

English (LSJ)

περίαπτον,
A hung round, appended, ἄκος περίαπτος, i.e. an amulet, Cratin.22 D.; σέμνωμα περίαπτον Eust.95.42.
II as substantive περίαπτον, τό, = περίαμμα, amulet, Pl.R.426b, Thphr. HP 9.19.2, etc.; adventitious charm, Arist.EN1099a16: pl., ornaments, Ph.1.608.

German (Pape)

[Seite 569] umgehängt, äußerlich, im Gegensatz von ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, Arist. Eth. 1, 8, 12; – τὸ περίαπτον = περίαμμα, Amulet, Plat. Rep. IV, 426 b, neben ἐπῳδαί, u. oft bei Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché autour.
Étymologie: περιάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίαπτος -ον [περιάπτω] omgehangen; subst. τὸ περίαπτον amulet; Plat. Resp. 426b; halssieraad. Aristot. EN 1099a16.

Russian (Dvoretsky)

περίαπτος: [adj. verb. к περιάπτω досл. привешенный, перен. приданный извне, внешний (sc. ἡδονή Arst.).

Greek Monolingual

-η, -ο / περίαπτος, -ον, ΝΜΑ περιάπτω
1. αυτός που έχει αναρτηθεί ολόγυρα («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», Ευστ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το περίαπτο(ν)
καθετί που κρεμιέται από το σώμα για αποτροπή του κακού, το περίαμμα, το φυλαχτό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) επιπρόσθετο θέλγητρο («οὐδὲν δὴ προσδεῖται τῆς ἡδονῆς ὁ βίος αὐτῶν, ὥσπερ περιάπτου τινός, ἀλλ' ἔχει τὴν ἡδονὴν ἐν ἑαυτῷ», Αριστοτ.)
β) στον πληθ. κοσμήματα.

Greek Monotonic

περίαπτος: -ον, κρεμασμένος ολόγυρα· ως ουσ., περίαπτον τό = περίαμμα, σε Πλάτ.· προσάρτημα, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

περίαπτος: -ον, ὁ κρεμάμενος ὁλόγυρα, προσηρτημένος, Εὐστ. 95. 42. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίαπτον, τό, = περίαμμα, φυλακτήριον, Πλάτ. Πολ. 426Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19, 2, κτλ.· παράρτημα, προσάρτημα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 12.

Middle Liddell

περί-απτος, ον,
hung round one: as substantive, περίαπτον, τό, = περίαμμα, Plat.: an appendage, Arist.