ἐπιφημίζω: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(13_7_2) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0999.png Seite 999]] 1l Worte zurufen, in denen eine Vorbedeutung für die Zukunft enthalten ist, wie Her. im med. sagt καὶ δὴ καὶ ἰόντος [[αὐτοῦ]] ἐπὶ τὴν πεντηκόντορον ἐπεφημίζετο 3, 124; pass., ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισθεῖσα τῷ ἀνδρὶ [[ἑβδόμη]] [[ὑπατεία]], das ihm durch ein Vorzeichen verheißene Consulat, App. B. C. 1, 61; – anwünschen, D. Cass. 39, 39; – nach einer Vorbedeutung benennen, einen Namen geben, [[ταύτῃ]] μοι δοκεῖ ἐπιφημίσαι τἀγαθὸν λυσιτελοῦν Plat. Crat. 417 c, vgl. Tim. 73 d, Opp. Hal. [[πομπίλος]] – πομπῇ δ' ἐπεφήμισαν [[οὔνομα]] [[νηῶν]] 1, 187, darnach benennen, Plut.; ὄνομά τινι, einen Namen beilegen, D. Ca Ss. 54, 33. – 2) einen Gott als Urheber nennen, angeben, ihm beimessen, ἑκάστῃ μοίρᾳ θεὸν ἢ θεῶν παῖδα ἐπιφημίσαντες Plat. Legg. VI, 771 b; ὅσα πράττει τις τοὺς θεοὺς ἐπιφημίζων Dem. Lpt. 126, wo Wolf, p. 346, zu vgl.; ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐπιφ. τὸ [[δαιμόνιον]], von allem Großen die Götter als Urheber angeben, Plut. Poplic. 23; pass., θεῶν χορὸς τῶν ἐπιφημισθέντων τοῖς γάμοις, die als Urheber der Ehen genannt werden, Dion. Hal. rhet. 2, 2; auch von Menschen, Einem Etwas zuschreiben, τίτινι, Sp.; dgl. Lob. zu Phryn. p. 596. S. auch [[ἐπίφημι]]. – 3) weihen, widmen, τὰς [[ἐφεξῆς]] ἡμέρας δαίμοσιν καὶ φθιτοῖς Plut.; ἱερὸν ἡγοῦνται τὸ τοιοῦτον [[ὄχημα]] τῷ βασιλεῖ τῶν θεῶν, καὶ πατρὶ ἐπιπεφημισμένον Camill. 7, ὄρη ἀνέθεον καὶ ὄρνεα καθιέρωσαν καὶ τὰ φυτὰ ἐπεφήμισαν ἑκάστῳ θεῷ Luc. sacrif. 10, τοὺς γενομένους [[τότε]] παῖδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν Strab. 5, 4, 62, der gen. bedenklich; so kann auch Plat. Tim. 36 c gefaßt werden, τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως, τὴν δ' ἐντὸς τῆς θἀτέρου, er bestimmte den äußern Umschwung der Natur des Gleichmäßigen. – 4) übh. sagen, vorgeben, immer in Beziehung auf etwas Göttliches, φάσκων Ἀρτέμιδος [[δῶρον]] τἡν ἔλαφον εἶναι, καὶ πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμιζεν αὑτῷ δηλοῦν Plut. Sert. 11; a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0999.png Seite 999]] 1l Worte zurufen, in denen eine Vorbedeutung für die Zukunft enthalten ist, wie Her. im med. sagt καὶ δὴ καὶ ἰόντος [[αὐτοῦ]] ἐπὶ τὴν πεντηκόντορον ἐπεφημίζετο 3, 124; pass., ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισθεῖσα τῷ ἀνδρὶ [[ἑβδόμη]] [[ὑπατεία]], das ihm durch ein Vorzeichen verheißene Consulat, App. B. C. 1, 61; – anwünschen, D. Cass. 39, 39; – nach einer Vorbedeutung benennen, einen Namen geben, [[ταύτῃ]] μοι δοκεῖ ἐπιφημίσαι τἀγαθὸν λυσιτελοῦν Plat. Crat. 417 c, vgl. Tim. 73 d, Opp. Hal. [[πομπίλος]] – πομπῇ δ' ἐπεφήμισαν [[οὔνομα]] [[νηῶν]] 1, 187, darnach benennen, Plut.; ὄνομά τινι, einen Namen beilegen, D. Ca Ss. 54, 33. – 2) einen Gott als Urheber nennen, angeben, ihm beimessen, ἑκάστῃ μοίρᾳ θεὸν ἢ θεῶν παῖδα ἐπιφημίσαντες Plat. Legg. VI, 771 b; ὅσα πράττει τις τοὺς θεοὺς ἐπιφημίζων Dem. Lpt. 126, wo Wolf, p. 346, zu vgl.; ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐπιφ. τὸ [[δαιμόνιον]], von allem Großen die Götter als Urheber angeben, Plut. Poplic. 23; pass., θεῶν χορὸς τῶν ἐπιφημισθέντων τοῖς γάμοις, die als Urheber der Ehen genannt werden, Dion. Hal. rhet. 2, 2; auch von Menschen, Einem Etwas zuschreiben, τίτινι, Sp.; dgl. Lob. zu Phryn. p. 596. S. auch [[ἐπίφημι]]. – 3) weihen, widmen, τὰς [[ἐφεξῆς]] ἡμέρας δαίμοσιν καὶ φθιτοῖς Plut.; ἱερὸν ἡγοῦνται τὸ τοιοῦτον [[ὄχημα]] τῷ βασιλεῖ τῶν θεῶν, καὶ πατρὶ ἐπιπεφημισμένον Camill. 7, ὄρη ἀνέθεον καὶ ὄρνεα καθιέρωσαν καὶ τὰ φυτὰ ἐπεφήμισαν ἑκάστῳ θεῷ Luc. sacrif. 10, τοὺς γενομένους [[τότε]] παῖδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν Strab. 5, 4, 62, der gen. bedenklich; so kann auch Plat. Tim. 36 c gefaßt werden, τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως, τὴν δ' ἐντὸς τῆς θἀτέρου, er bestimmte den äußern Umschwung der Natur des Gleichmäßigen. – 4) übh. sagen, vorgeben, immer in Beziehung auf etwas Göttliches, φάσκων Ἀρτέμιδος [[δῶρον]] τἡν ἔλαφον εἶναι, καὶ πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμιζεν αὑτῷ δηλοῦν Plut. Sert. 11; a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιφημίζω''': [[προφέρω]] ἢ [[προλέγω]] δυσοιώνους λέξεις περὶ τοῦ μέλλοντος, ἰόντος [[αὐτοῦ]] ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο (Μέσ.) Ἡρόδ. 3. 124, ἴδε Εὐστ. εἰς Ἰλ. 28, 27· ἐπ. τινὶ πολλὰ καὶ ἄτοπα Δίων Κ. 39. 39. 2) ὑπισχνοῦμαι κατὰ μαντείαν τινά, κείνῳ παῖδ’ ἐπεφήμισα... ἐκδώσειν Εὐρ. Ι. Α. 130· ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισθεῖσα τῷ ἀνδρὶ ἑβδόμη [[ὑπατεία]] (ἐπὶ τοῦ Μαρίου) Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 61· πρβλ. [[ἐπιφήμισμα]], [[ἐπιφημισμός]], [[φήμη]]. ΙΙ. ἀποδίδω τι εἴς τινα, ἑκάστῃ μοίρᾳ θεὸν Πλάτ. Νόμ. 771D· τούτοις ὅσα τις πράττει τοὺς θεοὺς ἐπ. Δημ. 495. 10 ([[ἔνθα]] ἴδε Wolf.)· [[συχν]]. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐπ. τὸ [[δαιμόνιον]] Πλουτ. Ποπλ. 23· ὄνομά τινι Δίων Κ. 54. 33, πρβλ. Ὀππ. Ἀλ. 187: ― Παθ., θεοῖς... παῖδες ἐπεφημίσθησαν Δίων Κ. 44. 37· ὅσα θεῖα Ἐλευσῖνι ἐπιφημίζεται Ἀριστείδ. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., διατείνομαι ὅτι..., τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν [[εἶναι]] Πλάτ. Τίμ. 36C· αὑτὸν Ἀσκληπιοῦ θεράποντα [[εἶναι]] Αἰλ. π. Ζ. 8. 12· πολλὰ ἐπ. αὐτῷ δηλοῦν τὴν ἔλαφον Πλουτ. Σερτ. ΙΙ. ΙΙΙ. καλῶ τι [[οὕτως]] ἢ δίδω εἰς αὐτὸ τοιοῦτον [[ὄνομα]] διὰ τὸν [[δεῖνα]] λόγον, τἀγαθὸν ἐπ. λυσιτελοῦν Πλάτ. Κρατ. 417C, πρβλ. Τίμ. 73C. ΙV. παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ἀφιερώνω τι εἴς τινα θεόν, Λουκ. Θυσ. 10· Ἄρεως παῖδας ἐπ. τινὰς Στράβ. 250· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. 275, Πλουτ. Κάμιλλ. 7, κτλ. ― Ἡ [[λέξις]] συνηθέστατα [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐν σχέσει πρὸς θεότητα καὶ [[συχνάκις]] συγχέεται πρὸς τὸ [[ἐπευφημέω]] ἢ -ίζω, Λοβεκ. Φρύν. 596. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:13, 5 August 2017
English (LSJ)
A utter words ominous of the event, ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο (Med.) Hdt.3.124 ; ἐ. τινὶ πολλὰ καὶ ἄτοπα D.C.39.39. 2 promise, pledge, κείνῳ παῖδ' ἐπεφήμισα..ἐκδώσειν cj. in E.IA130 (anap.); ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισθεῖσα τῷ ἀνδρὶ ἑβδόμη ὑπατεία (of Marius) App.BC1.61. II apply the name of A (acc.) to B (dat.), where A is usu. a god, ascribe or assign B to A, ἑκάστῃ μοίρᾳ θεόν Pl.Lg.771d ; ὅσα τις πράττει τοὺς θεοὺς ἐπιφημίζων in the name of the gods, D.20.126 ; ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐ. τὸ δαιμόνιον Plu. Publ.23. 2 later the constr. is reversed, τοῖς θεοῖς τι J.Ap.2.37 ; τὴν ἐλαίας γένεσιν.. τῇ Ἀθηνᾷ Max.Tyr.30.5:—Pass., θεοῖς..παῖδες ἐπεφημίσθησαν D.C.44.37 ; ὅσα θεῖα Ἐλευσῖνι ἐπιφημίζεται τῇ χώρᾳ Aristid.1.445J.; μέρη τῆς γῆς Ποσειδῶνι ἐπιπεφήμισται Id.Or.46(3).16. III call, name, c. dupl. acc., τὸ ἀγαθὸν ἐ. λυσιτελοῦν Pl.Cra. 417c, cf. Ti.73d ; ἀέρα ἐ. σκότος Ph.1.6, cf. 2.43,al., Porph.Abst.1.7 ; Ἡλίου -ίζοντας Αἰήτην υἱέα Jul.Or.2.82d. 2 with epexegetic inf., τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως the outer revolution he called the revolution of the Same, ordained that it should be.., Pl.Ti.36c : hence, b c.acc. inf., allege, declare, αὐτὸν Ἀσκληπιοῦ θεράποντα εἶναι Ael.NA8.12 ; πολλὰ ἐ. αὑτῷ δηλοῦν [τὴν ἔλαφον] Plu. sert.11. 3 bestow a name on, ὄνοματά τισι Ph.1.304, al., D.C.54.33 ; πομπῇ ἐπεφήμισαν οὔνομα νηῶν named [the fish πομπίλος] after.., Opp.H.1.187. IV in later Prose, dedicate, devote to a god, Luc.Sacr.10 ; Διὶ ἀγάλματα Max.Tyr.8.8 ; τοὺς γενομένους τότε παῖδας Ἄρεως ἐ. Str.5.4.12:—Pass., Id.6.2.9, Ph.2.565, Plu.Cam.7, etc.
German (Pape)
[Seite 999] 1l Worte zurufen, in denen eine Vorbedeutung für die Zukunft enthalten ist, wie Her. im med. sagt καὶ δὴ καὶ ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντορον ἐπεφημίζετο 3, 124; pass., ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισθεῖσα τῷ ἀνδρὶ ἑβδόμη ὑπατεία, das ihm durch ein Vorzeichen verheißene Consulat, App. B. C. 1, 61; – anwünschen, D. Cass. 39, 39; – nach einer Vorbedeutung benennen, einen Namen geben, ταύτῃ μοι δοκεῖ ἐπιφημίσαι τἀγαθὸν λυσιτελοῦν Plat. Crat. 417 c, vgl. Tim. 73 d, Opp. Hal. πομπίλος – πομπῇ δ' ἐπεφήμισαν οὔνομα νηῶν 1, 187, darnach benennen, Plut.; ὄνομά τινι, einen Namen beilegen, D. Ca Ss. 54, 33. – 2) einen Gott als Urheber nennen, angeben, ihm beimessen, ἑκάστῃ μοίρᾳ θεὸν ἢ θεῶν παῖδα ἐπιφημίσαντες Plat. Legg. VI, 771 b; ὅσα πράττει τις τοὺς θεοὺς ἐπιφημίζων Dem. Lpt. 126, wo Wolf, p. 346, zu vgl.; ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐπιφ. τὸ δαιμόνιον, von allem Großen die Götter als Urheber angeben, Plut. Poplic. 23; pass., θεῶν χορὸς τῶν ἐπιφημισθέντων τοῖς γάμοις, die als Urheber der Ehen genannt werden, Dion. Hal. rhet. 2, 2; auch von Menschen, Einem Etwas zuschreiben, τίτινι, Sp.; dgl. Lob. zu Phryn. p. 596. S. auch ἐπίφημι. – 3) weihen, widmen, τὰς ἐφεξῆς ἡμέρας δαίμοσιν καὶ φθιτοῖς Plut.; ἱερὸν ἡγοῦνται τὸ τοιοῦτον ὄχημα τῷ βασιλεῖ τῶν θεῶν, καὶ πατρὶ ἐπιπεφημισμένον Camill. 7, ὄρη ἀνέθεον καὶ ὄρνεα καθιέρωσαν καὶ τὰ φυτὰ ἐπεφήμισαν ἑκάστῳ θεῷ Luc. sacrif. 10, τοὺς γενομένους τότε παῖδας Ἄρεως ἐπεφήμισαν Strab. 5, 4, 62, der gen. bedenklich; so kann auch Plat. Tim. 36 c gefaßt werden, τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως, τὴν δ' ἐντὸς τῆς θἀτέρου, er bestimmte den äußern Umschwung der Natur des Gleichmäßigen. – 4) übh. sagen, vorgeben, immer in Beziehung auf etwas Göttliches, φάσκων Ἀρτέμιδος δῶρον τἡν ἔλαφον εἶναι, καὶ πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμιζεν αὑτῷ δηλοῦν Plut. Sert. 11; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφημίζω: προφέρω ἢ προλέγω δυσοιώνους λέξεις περὶ τοῦ μέλλοντος, ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο (Μέσ.) Ἡρόδ. 3. 124, ἴδε Εὐστ. εἰς Ἰλ. 28, 27· ἐπ. τινὶ πολλὰ καὶ ἄτοπα Δίων Κ. 39. 39. 2) ὑπισχνοῦμαι κατὰ μαντείαν τινά, κείνῳ παῖδ’ ἐπεφήμισα... ἐκδώσειν Εὐρ. Ι. Α. 130· ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισθεῖσα τῷ ἀνδρὶ ἑβδόμη ὑπατεία (ἐπὶ τοῦ Μαρίου) Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 61· πρβλ. ἐπιφήμισμα, ἐπιφημισμός, φήμη. ΙΙ. ἀποδίδω τι εἴς τινα, ἑκάστῃ μοίρᾳ θεὸν Πλάτ. Νόμ. 771D· τούτοις ὅσα τις πράττει τοὺς θεοὺς ἐπ. Δημ. 495. 10 (ἔνθα ἴδε Wolf.)· συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐπ. τὸ δαιμόνιον Πλουτ. Ποπλ. 23· ὄνομά τινι Δίων Κ. 54. 33, πρβλ. Ὀππ. Ἀλ. 187: ― Παθ., θεοῖς... παῖδες ἐπεφημίσθησαν Δίων Κ. 44. 37· ὅσα θεῖα Ἐλευσῖνι ἐπιφημίζεται Ἀριστείδ. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., διατείνομαι ὅτι..., τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι Πλάτ. Τίμ. 36C· αὑτὸν Ἀσκληπιοῦ θεράποντα εἶναι Αἰλ. π. Ζ. 8. 12· πολλὰ ἐπ. αὐτῷ δηλοῦν τὴν ἔλαφον Πλουτ. Σερτ. ΙΙ. ΙΙΙ. καλῶ τι οὕτως ἢ δίδω εἰς αὐτὸ τοιοῦτον ὄνομα διὰ τὸν δεῖνα λόγον, τἀγαθὸν ἐπ. λυσιτελοῦν Πλάτ. Κρατ. 417C, πρβλ. Τίμ. 73C. ΙV. παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ἀφιερώνω τι εἴς τινα θεόν, Λουκ. Θυσ. 10· Ἄρεως παῖδας ἐπ. τινὰς Στράβ. 250· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. 275, Πλουτ. Κάμιλλ. 7, κτλ. ― Ἡ λέξις συνηθέστατα εἶναι ἐν χρήσει ἐν σχέσει πρὸς θεότητα καὶ συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ ἐπευφημέω ἢ -ίζω, Λοβεκ. Φρύν. 596.