Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σίκυος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
(13_5)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0881.png Seite 881]] oder σικυός, ὁ, auch [[σίκυς]], ὁ, die gemeine Gurke, Ar. Pax 966 u. Folgde; Ath. oft; die unreif u. roh gegessen ward, dah. auch [[ὠμός]]; eine andere Art, die man nur reif aß, hieß [[σικύα]], [[σίκυος]] [[σπερματίας]] u. [[σίκυος]] [[πέπων]], auch allein [[πέπων]], Sp., wie Strat. 39 (XII, 197); χνοάοντα, Philip. 20 (VI, 102); vgl. Lob. Phryn. 258 ff.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0881.png Seite 881]] oder σικυός, ὁ, auch [[σίκυς]], ὁ, die gemeine Gurke, Ar. Pax 966 u. Folgde; Ath. oft; die unreif u. roh gegessen ward, dah. auch [[ὠμός]]; eine andere Art, die man nur reif aß, hieß [[σικύα]], [[σίκυος]] [[σπερματίας]] u. [[σίκυος]] [[πέπων]], auch allein [[πέπων]], Sp., wie Strat. 39 (XII, 197); χνοάοντα, Philip. 20 (VI, 102); vgl. Lob. Phryn. 258 ff.
}}
{{ls
|lstext='''σίκυος''': ἢ σικυός, ὁ, τὸ κοινὸν [[ἀγγούριον]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 520, Εἰρ. 1001· ἐσθιόμενον ἄωρον καὶ ὠμόν, Ἱππ. 360. 26· καλούμενον καὶ [[σίκυος]] [[ἄγριος]], ὁ αὐτ. 584. 13., 623. 27· καὶ σίκυς, -υος, ὁ, Ἀλκαῖ. 144. Ἡ [[σικύα]] ἦτο [[διάφορος]] τὸ [[εἶδος]] καὶ ἐτρώγετο [[ὥριμος]], = [[σίκυος]] [[σπερματίας]], [[σίκυος]] [[πέπων]], ἢ καὶ [[ἁπλῶς]] [[πέπων]], πρβλ. Foës Oecon. Hipp., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σελ. 258 κἑξ. Τὸ Λατ. cucumis, περιλαμβάνει ἀμφότερα τὰ εἴδη… [σῐ- Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 8, Πράξιλλα 1]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σικυός [[σπερματίας]]· ὃν [[ἡμεῖς]] μηλοπέπονα».
}}
}}

Revision as of 09:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίκῠος Medium diacritics: σίκυος Low diacritics: σίκυος Capitals: ΣΙΚΥΟΣ
Transliteration A: síkyos Transliteration B: sikyos Transliteration C: sikyos Beta Code: si/kuos

English (LSJ)

[ῐ] or σῐκῠός, ὁ (also σίκυς, ἡ, Alc.151, Dsc.2.135, Gal.19.89 (

   A s.v. βουβάλιος)), cucumber, Cucumis sativus, Ar.Ach.520, Pax 1001, Thphr.HP7.4.1, Diocl.Fr.49, al., PCair.Zen.176.4, al. (iii B.C.); σίκυς ἥμερος Dsc. l.c.; eaten unripe and raw, Hp.Vict.2.55; but also σ. πέπων, v. πέπων 1.2 (πέπων alone is condemned by Phryn.230); also called σ. σπερματίας, seeding, i.e. ripe cucumber, Cratin.136.    2 σ. ἄγριος squirting cucumber, Ecballium Elaterium, Hp.Nat.Mul.95, Mul.1.77, Thphr.HP9.15.6; also σίκυς ἄγριος Dsc.4.150.

German (Pape)

[Seite 881] oder σικυός, ὁ, auch σίκυς, ὁ, die gemeine Gurke, Ar. Pax 966 u. Folgde; Ath. oft; die unreif u. roh gegessen ward, dah. auch ὠμός; eine andere Art, die man nur reif aß, hieß σικύα, σίκυος σπερματίας u. σίκυος πέπων, auch allein πέπων, Sp., wie Strat. 39 (XII, 197); χνοάοντα, Philip. 20 (VI, 102); vgl. Lob. Phryn. 258 ff.

Greek (Liddell-Scott)

σίκυος: ἢ σικυός, ὁ, τὸ κοινὸν ἀγγούριον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 520, Εἰρ. 1001· ἐσθιόμενον ἄωρον καὶ ὠμόν, Ἱππ. 360. 26· καλούμενον καὶ σίκυος ἄγριος, ὁ αὐτ. 584. 13., 623. 27· καὶ σίκυς, -υος, ὁ, Ἀλκαῖ. 144. Ἡ σικύα ἦτο διάφορος τὸ εἶδος καὶ ἐτρώγετο ὥριμος, = σίκυος σπερματίας, σίκυος πέπων, ἢ καὶ ἁπλῶς πέπων, πρβλ. Foës Oecon. Hipp., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σελ. 258 κἑξ. Τὸ Λατ. cucumis, περιλαμβάνει ἀμφότερα τὰ εἴδη… [σῐ- Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 8, Πράξιλλα 1]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σικυός σπερματίας· ὃν ἡμεῖς μηλοπέπονα».