ἀνθηρός: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0232.png Seite 232]] blühend, [[χλόη]] Eur. Cycl. 539; [[λειμών]] Ar. Av. 1093; [[δάπεδον]] Ran. 351; [[ἔαρ]] Chaerem. Ath. 608 e; oft Plat., z. B. τὰ ἀνθηρά, Blumen, amat. 19; meist übertr., von frischer, jugendlicher Anmuth, νέα καὶ ἀνθηρά Xen Cyr. 1, 6, 38; von der Rede, ἀνθηρότερον καὶ χαριέστερον λέγειν Isocr. 13, 18; [[μένος]] den höchsten Grad erreichend, Soph. Ant. 950; bunt, vielfarbig. τὸ τῶν χρωμά των ἀνθηρόν, die Buntfarbigkeit, Luc. Nigr. 13; vgl. Plut. Pericl. 1; ἀνθ. εἱμάτων στολῇ, mit bunter Kleiderpracht, Eur. I. A. 73. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0232.png Seite 232]] blühend, [[χλόη]] Eur. Cycl. 539; [[λειμών]] Ar. Av. 1093; [[δάπεδον]] Ran. 351; [[ἔαρ]] Chaerem. Ath. 608 e; oft Plat., z. B. τὰ ἀνθηρά, Blumen, amat. 19; meist übertr., von frischer, jugendlicher Anmuth, νέα καὶ ἀνθηρά Xen Cyr. 1, 6, 38; von der Rede, ἀνθηρότερον καὶ χαριέστερον λέγειν Isocr. 13, 18; [[μένος]] den höchsten Grad erreichend, Soph. Ant. 950; bunt, vielfarbig. τὸ τῶν χρωμά των ἀνθηρόν, die Buntfarbigkeit, Luc. Nigr. 13; vgl. Plut. Pericl. 1; ἀνθ. εἱμάτων στολῇ, mit bunter Kleiderpracht, Eur. I. A. 73. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνθηρός''': -ά, -όν, ([[ἀνθέω]]) [[πλήρης]] ἀνθέων, ἀνθίζων, ἀνθηροῦ τέκνα ἔαρος Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Ε· [[λειμών]], [[δάπεδον]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1093, Βάτρ. 351· [[πρόσοψις]], [[διάθεσις]] Διόδ. 5. 3, καὶ 19: - τὰ ἀνθηρά, ἀνθηροὶ λειμῶνες, Πλούτ. 2. 770Β· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], φυτὰ ἀνθοφόρα, [[αὐτόθι]] 763D. ΙΙ. μεταφ., [[δροσερός]], [[νεαρός]], σφριγῶν, [[χλόη]] Εὐρ. Κύκλ. 541: ἐπὶ μουσικῆς κτλ. [[πρόσφατος]], καὶ ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ νέα καὶ τὰ ἀνθηρὰ εὐδοκιμεῖ Ξεν. Κύρ. 1. 6. 38, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 15· ἐπὶ προσώπων, Πλουτ. Πομπ. 69· [[ἱλαρὸς]] καὶ ἀνθ. ὁ αὐτ. 2. 50Β· ἴδε [[ἄνθος]] ΙΙ. ἐν τέλ. 2) τᾶς μανίας δεινὸν ἀποστάζει ἀνθηρόν τε [[μένος]], «τὸ ἀκμαῖον καὶ ἀνθοῦν ἐν κακοῖς» (Σχολ.) Σοφ. Ἀντ. 960. 3) ζωηρὸν ἔχων [[χρῶμα]], [[λαμπρός]], ὡς τὸ [[ἀνθινός]], ἀνθηρὸς εἰμάτων στολῇ Εὐρ. Ι. Α. 73· τοῦ χαλκοῦ τὸ ἀνθ., ἡ [[λαμπρότης]], ἡ [[στιλπνότης]] [[αὐτοῦ]], Πλούτ. 2. 395Β, πρβλ. 79D· ἐπὶ χρωμάτων, τὸ ἀνθ. τῶν χρωμάτων Λουκ. Νεγρ. 13, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλουτ. 4) [[λαμπρός]], [[ἐξαίρετος]], τὸ [[δειπνάριον]] ἀνθηρὸν ἦν, γλαφυρὸν [[σφόδρα]] Δίφιλ. ἐν «Πελιάσι» 1· ἐδωδὴ Φίλων 1. 679. 5) ἐπὶ ὕφους, ἀνθηρόν, γλαφυρόν, Πλούτ. 2. 648Β: [[οὕτως]], ὡς ἐπίρρ., ἀνθηρότερον λέγειν Ἰσοκρ. 294Ε. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:42, 5 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A flowery, blooming, ἔαρ Chaerem.9; λειμών, δάπεδον, Ar.Av.1093, Ra.352; χώρα Str.17.3.12 (Comp.); πρόσοψις, διάθεσις, D.S.5.3,19; τὰ ἀ. flowery meads, Plu.2.770b; but also, flowering plants, ib.765d. II metaph., fresh, young, χλόη E.Cyc.541; of music, etc., fresh, new, X.Cyr.1.6.38; of persons, Plu.Pomp.69; ἱλαρὸς καὶ ἀ. 2.50b; cf. ἄνθος 11.1 fin. 2 τᾶς μανίας ἀνθηρὸν μένος rage bursting (as it were) into flower, i.e. exuberant, S.Ant.960. 3 bright-coloured, brilliant, τοῦ χαλκοῦ τὸ ἀ. Plu.2.395b; of colours, τὸ ἀ. τῶν χρωμάτων Luc.Nigr.13. cf. Plu.2.79d, etc. 4 brilliant, splendid, δειπνάριον Diph.64; ἐδωδή Ph.1.679 (Comp.) (s.v.l.); βίος Max.Tyr.21.1; θεωρία Iamb.in Nic.p.35P.; of personal appearance, dress, etc., ἀνθηρὸς εἱμάτων στολῇ E.IA73. Adv. -ῶς Sch.Opp.H.1.459. 5 of style, flowery, florid, ἀ. genus dicendi Quint.Inst.12.10.58,cf.Plu.2.648b; of music, ἀ. καὶ μαλακὴ ἁρμονία (metaph. of policy), Id.Per.15; ἂν ἀ. ᾖ τὸ πρᾶγμα, ἔστω καὶ ἡ λέξις τοιαύτη Hermog.Prog. 10. Adv. "ἀνθηρῶς", an exclamation of applause, Plu.2.46a: Comp. ἀνθηρότερον, λέγειν Isoc.13.18. III ἀνθηρός, ὁ, = ἅλιμον, Ps.-Dsc.1.91. 2 ἀνθηρά, ἡ, name of a lip-salve, Plin.HN24.69, Gal.13.839; also of a plaster, Cels.6.11, Sor. ap. Gal.12.957.
German (Pape)
[Seite 232] blühend, χλόη Eur. Cycl. 539; λειμών Ar. Av. 1093; δάπεδον Ran. 351; ἔαρ Chaerem. Ath. 608 e; oft Plat., z. B. τὰ ἀνθηρά, Blumen, amat. 19; meist übertr., von frischer, jugendlicher Anmuth, νέα καὶ ἀνθηρά Xen Cyr. 1, 6, 38; von der Rede, ἀνθηρότερον καὶ χαριέστερον λέγειν Isocr. 13, 18; μένος den höchsten Grad erreichend, Soph. Ant. 950; bunt, vielfarbig. τὸ τῶν χρωμά των ἀνθηρόν, die Buntfarbigkeit, Luc. Nigr. 13; vgl. Plut. Pericl. 1; ἀνθ. εἱμάτων στολῇ, mit bunter Kleiderpracht, Eur. I. A. 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθηρός: -ά, -όν, (ἀνθέω) πλήρης ἀνθέων, ἀνθίζων, ἀνθηροῦ τέκνα ἔαρος Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Ε· λειμών, δάπεδον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1093, Βάτρ. 351· πρόσοψις, διάθεσις Διόδ. 5. 3, καὶ 19: - τὰ ἀνθηρά, ἀνθηροὶ λειμῶνες, Πλούτ. 2. 770Β· ἀλλ’ ὡσαύτως, φυτὰ ἀνθοφόρα, αὐτόθι 763D. ΙΙ. μεταφ., δροσερός, νεαρός, σφριγῶν, χλόη Εὐρ. Κύκλ. 541: ἐπὶ μουσικῆς κτλ. πρόσφατος, καὶ ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ νέα καὶ τὰ ἀνθηρὰ εὐδοκιμεῖ Ξεν. Κύρ. 1. 6. 38, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 15· ἐπὶ προσώπων, Πλουτ. Πομπ. 69· ἱλαρὸς καὶ ἀνθ. ὁ αὐτ. 2. 50Β· ἴδε ἄνθος ΙΙ. ἐν τέλ. 2) τᾶς μανίας δεινὸν ἀποστάζει ἀνθηρόν τε μένος, «τὸ ἀκμαῖον καὶ ἀνθοῦν ἐν κακοῖς» (Σχολ.) Σοφ. Ἀντ. 960. 3) ζωηρὸν ἔχων χρῶμα, λαμπρός, ὡς τὸ ἀνθινός, ἀνθηρὸς εἰμάτων στολῇ Εὐρ. Ι. Α. 73· τοῦ χαλκοῦ τὸ ἀνθ., ἡ λαμπρότης, ἡ στιλπνότης αὐτοῦ, Πλούτ. 2. 395Β, πρβλ. 79D· ἐπὶ χρωμάτων, τὸ ἀνθ. τῶν χρωμάτων Λουκ. Νεγρ. 13, καὶ συχν. παρὰ Πλουτ. 4) λαμπρός, ἐξαίρετος, τὸ δειπνάριον ἀνθηρὸν ἦν, γλαφυρὸν σφόδρα Δίφιλ. ἐν «Πελιάσι» 1· ἐδωδὴ Φίλων 1. 679. 5) ἐπὶ ὕφους, ἀνθηρόν, γλαφυρόν, Πλούτ. 2. 648Β: οὕτως, ὡς ἐπίρρ., ἀνθηρότερον λέγειν Ἰσοκρ. 294Ε.