ἐσθλός: Difference between revisions
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
(13_7_2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1042.png Seite 1042]] dor. [[ἐσλός]], Pind., wie [[ἀγαθός]], gut, tüchtig in seiner Art, brav, <b class="b2">edel</b>, von Hom. an bes. bei Dichtern gebräuchlich. Gew. von Menschen, tapfer, Ggstz [[κακός]], Il. oft, ἔν τινι, tüchtig in Etwas, 15, 283; von Heerführern u. Fürsten, auch von dem Sauhirten, Od. 16, 557; [[θηρητήρ]], [[ἀγορητής]], [[ἡγεμών]], jeder tüchtig in seiner Art; [[Πέλοψ]], Pind. N. 2, 21; [[κήρυξ]], [[ἄγγελος]], Ol. 13, 96 P. 4, 278; von Helden, Aesch. Pers. 31. 313; übertr., δωμάτων κύνα ἐσθλήν, der treue Wächter des Hauses, Ag. 594; φίλον ἐσθλόν Soph. O. R. 311; [[ἀνήρ]] Ai. 1324 u. öfter; bes. vom Edlen, Ggstz [[κακός]], Phil. 96 Ant. 38; Eur. u. sp. D., auch c. inf., Ap. Rh. 1, 106. 3, 917 u. sonst; bei Plat. nur in Dichterstellen; sonst noch Xen. Cyr. 1, 5, 9; Luc. Dea Syr. 15 u. Plut. – Ueber die Abstufungen des Begriffs vgl. [[ἀγαθός]], mit dem es auch die Bdtg des Reichen gemein hat; Hes. O. 214. – Von edlen Rossen, Il. 23, 348. – Von Dingen u. Zuständen, [[νόος]], [[νόημα]], [[μένος]], [[βουλή]], [[φάτις]] u. ä., gut, was seinem Zweck entspricht; φάρμακα, wirksame Heilmittel; ὄρνιθες, Glück bedeutende, Od. 24, 311; [[ὕπαρ]] 19, 547; [[κλέος]] Pind. P. 4, 175; χάρματα Ol. 2, 21; ἀλεὴς [[ὕπνος]] [[ἐσθλός]] Soph. Phil. 847; [[τύχη]] O. C. 1502; γάμοι Eur. I. A. 609; φῆμαι Hel. 1298. Neutr. τὸ ἐσθλόν, das Glück, Il. 24, 530; auch ἐσθλόν mit dem inf., es hilft, nützt, 24, 301; τὰ ἐσθλά, Güter, Od. 10, 523; so bei Folgdn oft, πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην Aesch. Ag. 341; λόγῳ μὲν ἐσθλά, τοῖσι δ' ἔργοισι κακά Soph. O. C. 768; Eur. u. sp. D. – Den compar. ἐσθλότερος hat Antiphil. 10 (IX,156); den superl., βασιλῆος ἐσθλοτάτου, Philp. 47 (VI, 240). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1042.png Seite 1042]] dor. [[ἐσλός]], Pind., wie [[ἀγαθός]], gut, tüchtig in seiner Art, brav, <b class="b2">edel</b>, von Hom. an bes. bei Dichtern gebräuchlich. Gew. von Menschen, tapfer, Ggstz [[κακός]], Il. oft, ἔν τινι, tüchtig in Etwas, 15, 283; von Heerführern u. Fürsten, auch von dem Sauhirten, Od. 16, 557; [[θηρητήρ]], [[ἀγορητής]], [[ἡγεμών]], jeder tüchtig in seiner Art; [[Πέλοψ]], Pind. N. 2, 21; [[κήρυξ]], [[ἄγγελος]], Ol. 13, 96 P. 4, 278; von Helden, Aesch. Pers. 31. 313; übertr., δωμάτων κύνα ἐσθλήν, der treue Wächter des Hauses, Ag. 594; φίλον ἐσθλόν Soph. O. R. 311; [[ἀνήρ]] Ai. 1324 u. öfter; bes. vom Edlen, Ggstz [[κακός]], Phil. 96 Ant. 38; Eur. u. sp. D., auch c. inf., Ap. Rh. 1, 106. 3, 917 u. sonst; bei Plat. nur in Dichterstellen; sonst noch Xen. Cyr. 1, 5, 9; Luc. Dea Syr. 15 u. Plut. – Ueber die Abstufungen des Begriffs vgl. [[ἀγαθός]], mit dem es auch die Bdtg des Reichen gemein hat; Hes. O. 214. – Von edlen Rossen, Il. 23, 348. – Von Dingen u. Zuständen, [[νόος]], [[νόημα]], [[μένος]], [[βουλή]], [[φάτις]] u. ä., gut, was seinem Zweck entspricht; φάρμακα, wirksame Heilmittel; ὄρνιθες, Glück bedeutende, Od. 24, 311; [[ὕπαρ]] 19, 547; [[κλέος]] Pind. P. 4, 175; χάρματα Ol. 2, 21; ἀλεὴς [[ὕπνος]] [[ἐσθλός]] Soph. Phil. 847; [[τύχη]] O. C. 1502; γάμοι Eur. I. A. 609; φῆμαι Hel. 1298. Neutr. τὸ ἐσθλόν, das Glück, Il. 24, 530; auch ἐσθλόν mit dem inf., es hilft, nützt, 24, 301; τὰ ἐσθλά, Güter, Od. 10, 523; so bei Folgdn oft, πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην Aesch. Ag. 341; λόγῳ μὲν ἐσθλά, τοῖσι δ' ἔργοισι κακά Soph. O. C. 768; Eur. u. sp. D. – Den compar. ἐσθλότερος hat Antiphil. 10 (IX,156); den superl., βασιλῆος ἐσθλοτάτου, Philp. 47 (VI, 240). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐσθλός''': -ή, -όν, Δωρ. [[ἐσλός]], ή, όν· συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ότερος, -ότατος, Ἀνθ. Π. 9. 156., 6. 240. (Ἐκ τῆς √ΕΣ, [[εἰμὶ]] (ἐσμί), κατὰ τὸν Κούρτ.· πρβλ. Σανσκρ. sat (ὤν, bonus), su-(εὖ), sv-astis ([[εὐεστώ]]). Ποιητ. ἐπίθ. = τῷ [[ἀγαθός]], καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ἢ (ὡς συνήθως) ἐπὶ ἀρχηγῶν, ἢ καὶ ἐπὶ χοιροβοσκοῦ, ὡς ἐν Ὀδ. Ο. 557· ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Β. 348· ἐσθλὸς ἔν τινι Ἰλ. Ο. 283· ἀκολούθως μετ’ ἀπαρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 106, κτλ.: - [[ἐντεῦθεν]] κατὰ πολλὰς σχέσεις, 1) ἐπὶ προσώπων, ἐκ τῆς κοινῆς παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις ἰδέας περὶ ὑπεροχῆς καὶ ἐξοχότητος, [[ἀγαθός]], [[γενναῖος]], [[ἰσχυρός]], Ὅμ., ἰδίως ὲν τῇ Ἰλ.· [[ὡσαύτως]], [[ὄλβιος]], [[πλούσιος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 212· καὶ ἀκολούθως, [[εὐγενής]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κακός (ἴδε ἐν λέξει [[ἀγαθός]] ΙΙ), εἴτ’ [[εὐγενής]] πέφυκας εἴτ’ ἐσθλῶν κακή Σοφ. Ἀντ. 38· ἐσθλοῦ πατρὸς [[παῖς]]· ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 96· ἀπ’ ἐσθλῶν δωμάτων Εὐριπ. Ἀνδρ. 772, κτλ.· πρβλ. Welcker ἐν προοιμ. Θεόγν. σ. XXII· ἐπὶ εὐγενῶν ἵππων, Ἰλ. Ψ. 348. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, [[νόος]], [[μένος]], [[κλέος]], κτλ., Ὅμ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· ἔσθλ’ ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Ὀδ. Ρ. 66· ἐσθλὸς εἴς τινα, [[καλός]], [[πιστός]], Σοφ. Ἠλ. 24· τινι Ναυμάχιος 48. 3) ἐπὶ πραγμάτων, κτλ., φάρμακα, τεύχεα, κτήματα, κειμήλια, κτλ., Ὅμ. καὶ Ἀττ. 4) εὐοίωνος, [[αἴσιος]], [[καλός]], [[τυχηρός]], ὄρνιθες Ὀδ. Ω. 311· [[ὕπαρ]] Τ. 547· [[μοῖρα]], [[γάμος]], κτλ., Τραγ. 5) ὡς οὐσιαστ., ἐσθλά, τά, ἀγαθὰ (δηλ. πράγματα), πυρὴν ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν Ὀδ. Κ. 523· εἴ τις ἐσλά πέπαται Πινδ. Π. 8. 103· - ἀλλὰ ἐσθλόν, τό, καλή [[τύχη]], [[εὐτυχία]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κακόν, Ἰλ. Ω. 530· παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκεν Ὀδ. Ο. 488· ἐσλὸν βαθὺ Πινδ. Ο. 12. 17. 6) ἐσθλόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] καλόν, συμφέρον νά..., Ἰλ. Ω. 301. - Ποιητικὴ [[λέξις]] ᾗ χρῆται καὶ ὁ Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 441Β, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 9, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 19 (ἐν Ἰων. διαλέκτ.), κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:37, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, Aeol. ἔσλος Sapph.28, Alc.96 : Dor. ἐσλός, ά, όν, Pi.P.8.73, etc. (never in B.); Arc. ἑσλός Inscr.Olymp.266 (v B. C.) : Comp. and Sup. -ότερος, -ότατος, AP9.156 (Antiphil.), 6.240 (Phil.) : —poet. Adj.,
A = ἀγαθός, good of his kind, ἐ. ἐν σταδίῃ Il.15.283 : later c. inf., A.R.1.106, etc. : hence I of persons, brave, stout, ἐσθλὸν ἐνὶ προμάχοισι Il.4.458, etc. ; opp. δειλός, Hes.Op.214 ; noble, opp. κακός, οὔ τινα γὰρ τίεσκον..οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐ. Od.22.415 ; πένιχρος οὐδεὶς πέλετ' ἔσλος οὐδὲ τίμιος Alc.49 ; τόκηες Id.Supp.25.12 ; εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή S.Ant.38 ; ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς Id.Ph.96 ; ἀπ' ἐσθλῶν δωμάτων E.Andr.772 (lyr.), etc. ; of horses, wellbred, Il.23.348. 2 morally good, faithful, φίλος S.OT611 ; εἰς ἡμᾶς γεγώς Id.El.24 ; τινι Naumach. ap. Stob.4.23.7 ; κύνα ἐσθλὴν ἐκείνῳ, πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν A.Ag.608. 3 like ἐΰς and φίλος, weakened almost to a possess. pron., ἐσθλὸν ἀνεψιὸν ἐξεναρίξας Il.16. 573, cf. 5.469, Od.3.379. II of things, good of their kind, φάρμακα, κτήματα, κειμήλια, Il.11.831, Od.2.312, Il.9.330, etc. 2 of mind, qualities, etc., νόος Od.7.73 ; βουλή Il.9.76 ; ἔπος 1.108 ; κλέος 5.3, Pi.P.4.175 : freq. in neut. pl., μυρί'..ἐσθλὰ ἔοργε Il.2.272 ; ἔσθλ' ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Od.17.66 ; ἔσλων ἢ κάλων Sapph.28, cf. Supp.2.4. 3 fortunate, lucky, ὄρνιθες Od. 24.311 ; ὕπαρ 19.547 ; χάρματα Pi.O.2.19 ; γάμοι E.IA609 ; τύχη S.OC1506 ; ἀράσαντο πάμπαν ἔσλα τῷ γάμβρῳ Sapph.51.4 ; ἐσθλόν, τό, good luck, prosperity, opp. κακόν, Il.24.530 ; παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκεν Od.15.488 ; ἐσλὸν βαθύ Pi.O.12.12. 4 Subst. ἐσθλά, τά, goods, πυρὴν ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν Od.10.523 ; εἴ τις ἐσλὰ πέπαται Pi. P.8.73. 5 ἐσθλόν [ἐστι] c. inf., it is good, expedient to.., Il.24.301 : also pl., οὐ γὰρ ἐσθλὰ..κερτομέειν Archil.64.—Poet. word, used by X.Cyr.1.5.9, Chrysipp.Stoic.3.60, Luc.Syr.D.19 (Ion.), etc.
German (Pape)
[Seite 1042] dor. ἐσλός, Pind., wie ἀγαθός, gut, tüchtig in seiner Art, brav, edel, von Hom. an bes. bei Dichtern gebräuchlich. Gew. von Menschen, tapfer, Ggstz κακός, Il. oft, ἔν τινι, tüchtig in Etwas, 15, 283; von Heerführern u. Fürsten, auch von dem Sauhirten, Od. 16, 557; θηρητήρ, ἀγορητής, ἡγεμών, jeder tüchtig in seiner Art; Πέλοψ, Pind. N. 2, 21; κήρυξ, ἄγγελος, Ol. 13, 96 P. 4, 278; von Helden, Aesch. Pers. 31. 313; übertr., δωμάτων κύνα ἐσθλήν, der treue Wächter des Hauses, Ag. 594; φίλον ἐσθλόν Soph. O. R. 311; ἀνήρ Ai. 1324 u. öfter; bes. vom Edlen, Ggstz κακός, Phil. 96 Ant. 38; Eur. u. sp. D., auch c. inf., Ap. Rh. 1, 106. 3, 917 u. sonst; bei Plat. nur in Dichterstellen; sonst noch Xen. Cyr. 1, 5, 9; Luc. Dea Syr. 15 u. Plut. – Ueber die Abstufungen des Begriffs vgl. ἀγαθός, mit dem es auch die Bdtg des Reichen gemein hat; Hes. O. 214. – Von edlen Rossen, Il. 23, 348. – Von Dingen u. Zuständen, νόος, νόημα, μένος, βουλή, φάτις u. ä., gut, was seinem Zweck entspricht; φάρμακα, wirksame Heilmittel; ὄρνιθες, Glück bedeutende, Od. 24, 311; ὕπαρ 19, 547; κλέος Pind. P. 4, 175; χάρματα Ol. 2, 21; ἀλεὴς ὕπνος ἐσθλός Soph. Phil. 847; τύχη O. C. 1502; γάμοι Eur. I. A. 609; φῆμαι Hel. 1298. Neutr. τὸ ἐσθλόν, das Glück, Il. 24, 530; auch ἐσθλόν mit dem inf., es hilft, nützt, 24, 301; τὰ ἐσθλά, Güter, Od. 10, 523; so bei Folgdn oft, πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην Aesch. Ag. 341; λόγῳ μὲν ἐσθλά, τοῖσι δ' ἔργοισι κακά Soph. O. C. 768; Eur. u. sp. D. – Den compar. ἐσθλότερος hat Antiphil. 10 (IX,156); den superl., βασιλῆος ἐσθλοτάτου, Philp. 47 (VI, 240).
Greek (Liddell-Scott)
ἐσθλός: -ή, -όν, Δωρ. ἐσλός, ή, όν· συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ότερος, -ότατος, Ἀνθ. Π. 9. 156., 6. 240. (Ἐκ τῆς √ΕΣ, εἰμὶ (ἐσμί), κατὰ τὸν Κούρτ.· πρβλ. Σανσκρ. sat (ὤν, bonus), su-(εὖ), sv-astis (εὐεστώ). Ποιητ. ἐπίθ. = τῷ ἀγαθός, καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ἢ (ὡς συνήθως) ἐπὶ ἀρχηγῶν, ἢ καὶ ἐπὶ χοιροβοσκοῦ, ὡς ἐν Ὀδ. Ο. 557· ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Β. 348· ἐσθλὸς ἔν τινι Ἰλ. Ο. 283· ἀκολούθως μετ’ ἀπαρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 106, κτλ.: - ἐντεῦθεν κατὰ πολλὰς σχέσεις, 1) ἐπὶ προσώπων, ἐκ τῆς κοινῆς παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις ἰδέας περὶ ὑπεροχῆς καὶ ἐξοχότητος, ἀγαθός, γενναῖος, ἰσχυρός, Ὅμ., ἰδίως ὲν τῇ Ἰλ.· ὡσαύτως, ὄλβιος, πλούσιος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 212· καὶ ἀκολούθως, εὐγενής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κακός (ἴδε ἐν λέξει ἀγαθός ΙΙ), εἴτ’ εὐγενής πέφυκας εἴτ’ ἐσθλῶν κακή Σοφ. Ἀντ. 38· ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς· ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 96· ἀπ’ ἐσθλῶν δωμάτων Εὐριπ. Ἀνδρ. 772, κτλ.· πρβλ. Welcker ἐν προοιμ. Θεόγν. σ. XXII· ἐπὶ εὐγενῶν ἵππων, Ἰλ. Ψ. 348. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, νόος, μένος, κλέος, κτλ., Ὅμ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ἔσθλ’ ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Ὀδ. Ρ. 66· ἐσθλὸς εἴς τινα, καλός, πιστός, Σοφ. Ἠλ. 24· τινι Ναυμάχιος 48. 3) ἐπὶ πραγμάτων, κτλ., φάρμακα, τεύχεα, κτήματα, κειμήλια, κτλ., Ὅμ. καὶ Ἀττ. 4) εὐοίωνος, αἴσιος, καλός, τυχηρός, ὄρνιθες Ὀδ. Ω. 311· ὕπαρ Τ. 547· μοῖρα, γάμος, κτλ., Τραγ. 5) ὡς οὐσιαστ., ἐσθλά, τά, ἀγαθὰ (δηλ. πράγματα), πυρὴν ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν Ὀδ. Κ. 523· εἴ τις ἐσλά πέπαται Πινδ. Π. 8. 103· - ἀλλὰ ἐσθλόν, τό, καλή τύχη, εὐτυχία, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κακόν, Ἰλ. Ω. 530· παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκεν Ὀδ. Ο. 488· ἐσλὸν βαθὺ Πινδ. Ο. 12. 17. 6) ἐσθλόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι καλόν, συμφέρον νά..., Ἰλ. Ω. 301. - Ποιητικὴ λέξις ᾗ χρῆται καὶ ὁ Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 441Β, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 9, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 19 (ἐν Ἰων. διαλέκτ.), κτλ.