σκοπέω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(13_7_2)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] nur im praes. u. imperf. gebr., u. so [[σκέπτομαι]] ergänzend, aus der Ferne auf ein bestimmtes Ziel hinsehen, <b class="b2">betrachten</b>, beschauen; [[ἄστρον]], Pind. Ol. 1, 5; σκοπεῖτε, Aesch. Suppl. 229; μηκέτ' [[ἄλλοσε]] σκόπει, Soph. El. 1466; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου [[μᾶλλον]] ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν, 465, u. öfter; μὴ νῦν τὰ [[πόῤῥω]] σκόπει, Eur. Rhes. 482; τὰ πράγματ' [[ἐγγύθεν]] σκοπῶν, I. A. 490; Ar. Ran. 1153; u. in Prosa: παντὸς χρήματος τελευτήν, Her. 1, 32, τά τινος, für Einen sorgen, 1, 8, wie τὰ σεαυτοῦ, Plat. Phaedr. 232 d; Thuc. 1, 1. 3, 12 u. öfter; σκοπῶ, [[ὅπως]] ἀποφανοῦμαι, Plat. Gorg. 526 d; πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ, ich überlege bei mir selbst, Euthyphr. 9 c, wie πρὸς ἀλλήλους Rep. I, 348 b, ποῖ σκοπεῖς; Legg. XII, 963 b; καὶ ὁρᾶν, τί δράσομεν, Phil. 22 c; τὴν ἀλήθειαν, Gorg. 526 d, öfter; Xen. Cyr. 2, 4, 11 u. sonst; φθόνον σκοπῶν ὅ τι εἴη, Mem. 3, 9, 8; λόγους πρὸς τοὺς ἀγῶνας, Isocr. 4, 11; σκοπῶν καὶ θεωρῶν τὸ [[πρᾶγμα]] αὐτό, Dem. 38, 11, u. öfter; ἐσκόπει γυναῖκά μοι, er sah sich nach einer Frau für mich um, Is. 2, 17; σκόπει, μή –, sieh zu, daß nicht, nimm dich in Acht, Plat. Gorg. 458 c; σκοπεῖν [[ὅπως]], Xen. Cyr. 2, 2, 26. – Das med. in derselben Bdtg, eigtl. bei sich überlegen, ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν, Soph. Trach. 295; O. R. 964; σκοποῦμαι [[ὄμμα]] πανταχοῦ στρέφων, Eur. I. T. 68, vgl. Hel. 1553 Med. 1166; Ar. Eccl. 207; oft in Prosa: σκοπούμεθα πρὸς τὸν τῶν πολλῶν λόγον, Plat. Legg. I, 627 d; τί δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσθαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν, Prot. 353 a; οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι, Phaed. 99, d, u. öfter; er vrbdt sogar σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων, prüfen lassend, Legg. I, 645 d; Xen. An. 5, 2, 8 u. sonst, wie Folgde, μὴ πικρῶς, ἀλλ' ἀνθρωπίνως σκοπεῖσθαι τὰ πράγματα Pol. 4, 14, 7. – So wie [[θεάομαι]] u. [[θεωρέω]] auf das Allgemeine, geht [[σκοπέω]] u. σκοπέομαι auf das Besondere, vgl. Her. 1, 30 Plat. Phaed. 99 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] nur im praes. u. imperf. gebr., u. so [[σκέπτομαι]] ergänzend, aus der Ferne auf ein bestimmtes Ziel hinsehen, <b class="b2">betrachten</b>, beschauen; [[ἄστρον]], Pind. Ol. 1, 5; σκοπεῖτε, Aesch. Suppl. 229; μηκέτ' [[ἄλλοσε]] σκόπει, Soph. El. 1466; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου [[μᾶλλον]] ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν, 465, u. öfter; μὴ νῦν τὰ [[πόῤῥω]] σκόπει, Eur. Rhes. 482; τὰ πράγματ' [[ἐγγύθεν]] σκοπῶν, I. A. 490; Ar. Ran. 1153; u. in Prosa: παντὸς χρήματος τελευτήν, Her. 1, 32, τά τινος, für Einen sorgen, 1, 8, wie τὰ σεαυτοῦ, Plat. Phaedr. 232 d; Thuc. 1, 1. 3, 12 u. öfter; σκοπῶ, [[ὅπως]] ἀποφανοῦμαι, Plat. Gorg. 526 d; πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ, ich überlege bei mir selbst, Euthyphr. 9 c, wie πρὸς ἀλλήλους Rep. I, 348 b, ποῖ σκοπεῖς; Legg. XII, 963 b; καὶ ὁρᾶν, τί δράσομεν, Phil. 22 c; τὴν ἀλήθειαν, Gorg. 526 d, öfter; Xen. Cyr. 2, 4, 11 u. sonst; φθόνον σκοπῶν ὅ τι εἴη, Mem. 3, 9, 8; λόγους πρὸς τοὺς ἀγῶνας, Isocr. 4, 11; σκοπῶν καὶ θεωρῶν τὸ [[πρᾶγμα]] αὐτό, Dem. 38, 11, u. öfter; ἐσκόπει γυναῖκά μοι, er sah sich nach einer Frau für mich um, Is. 2, 17; σκόπει, μή –, sieh zu, daß nicht, nimm dich in Acht, Plat. Gorg. 458 c; σκοπεῖν [[ὅπως]], Xen. Cyr. 2, 2, 26. – Das med. in derselben Bdtg, eigtl. bei sich überlegen, ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν, Soph. Trach. 295; O. R. 964; σκοποῦμαι [[ὄμμα]] πανταχοῦ στρέφων, Eur. I. T. 68, vgl. Hel. 1553 Med. 1166; Ar. Eccl. 207; oft in Prosa: σκοπούμεθα πρὸς τὸν τῶν πολλῶν λόγον, Plat. Legg. I, 627 d; τί δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσθαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν, Prot. 353 a; οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι, Phaed. 99, d, u. öfter; er vrbdt sogar σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων, prüfen lassend, Legg. I, 645 d; Xen. An. 5, 2, 8 u. sonst, wie Folgde, μὴ πικρῶς, ἀλλ' ἀνθρωπίνως σκοπεῖσθαι τὰ πράγματα Pol. 4, 14, 7. – So wie [[θεάομαι]] u. [[θεωρέω]] auf das Allgemeine, geht [[σκοπέω]] u. σκοπέομαι auf das Besondere, vgl. Her. 1, 30 Plat. Phaed. 99 d.
}}
{{ls
|lstext='''σκοπέω''': παρὰ τοῖς δοκίμοις [[εἶναι]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐνεργ. καὶ μέσ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ), τοὺς δὲ λοιποὺς χρόνους παραλαμβάνει ἐκ τοῦ [[σκέπτομαι]], ὃ ἴδε· - ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφ. εὑρίσκομεν μέλλοντα σκοπήσω, Ρήτορες (Walz) 1. 615, Γαλην., κλπ.· ἀόρ. ἐσκόπησα Ἀριστ. π. Φυτ. 1.7, 10, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 1, Πολύβ., κτλ.· καὶ ἐκ τοῦ μέσου τύπου τὸν ἀόρ. ἐσκοπησάμην (περι-) Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1.32· πρκμ. ἐσκόπημαι (προαν-) Ἰώσηπ.· (ἴδε ἐν λέξ. [[σκέπτομαι]]). [[Βλέπω]] [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], παρατηρῶ ἢ [[ἐξετάζω]] τι, [[βλέπω]], θεωρῶ, ἄστρον Πινδ. Ο. 1.7· πλοῦν μὴ ’ξ ἀπόπτου [[μᾶλλον]] ἢ ’γγύθεν σκόπει Σοφ. Φιλ. 467, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 490· τὰ [[πόρρω]] ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 482· τὰ [[ἔμπροσθεν]] Ξεν. Ἀν. 6.3, 14· - ἀπολ., [[ἄλλοσε]] σκ. Σοφ. Ἠλ. 1474· σκοπεῖτε, προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 232· εὖ σκοπῶν εὕρισκον Σοφ. Ο. Τ. 68· κτλ.· - μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκ. [[ὅπου]].. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 16· σκ. ποῦ.. Ξεν. Κύρ. 3.2, 1, κτλ.· - [[μετὰ]] ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, σκ. εἰς.. Εὐρ. Ἀποσπ. 809. 6, Πλάτ. Πολιτικ. 305Β· 2) μεταφορ., [[προσέχω]], θεωρῶ, [[ἐξετάζω]], τὰ [[ἑαυτοῦ]] σκ., [[προσέχω]] εἰς τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, Ἡρόδ. 1. 8· τὸ [[σεαυτοῦ]] Πλάτ. Φαῖδρ. 232D· τὸ ὑμέτερον Ἀντιφῶν 126. 36· τὸν καιρὸν Θουκ. 4. 23· τὸ συμφέρον Πλάτ. Πολ. 342Β κἑξ.· τὰ πρὸς ποσὶν Σοφ. Ο. Τ. 130· τοὺς νόμους πρὸς τοὺς [[τῇδε]], ἐν σχέσει πρὸς τοὺς [[ἐνταῦθα]] νόμους, Πλάτ. Τίμ. 24Α· τι πρὸς ἐμαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 9C· - ἀπολ., σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν Σοφ. Ο. Τ. 68, πρβλ. Φιλ. 282· - μετ’ αἰτ. καὶ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκοπέειν τὴν τελετὴν κῇ ἀποβήσεται Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 506, Ο. Τ. 407· - μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως μόνον, σκ. [[πόθεν]] χρὴ ἄρξασθαι Ἀνδοκ. 2. 9· σκ. εἰ.. Σοφ. Ἀντ. 41, Πλάτ. Νόμ. 861Ε· [[ὅπως]].. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26· σκόπει μή.., πρόσεχε [[μήπως]].., Σοφ. Ο. Κ. 1179, Πλάτ. Γοργ. 458C·-[[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] γεν. προσώπ. ὡς καὶ μετ’ αἰτ. καὶ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκόπει δὴ τόδε αὐτῶν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 182Α· πρῶτον αὐτῶν ἐσκόπει πότερα.. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 12· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἐξ ὧν ἀγγέλλουσι σκοποῦντες λογιεῖσθε τὰ εἰκότα Θουκ. 6. 36, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13· πρὸς τὸ ἄρχειν σκοπῶν λογίζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 8· πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς σκ. Ἀντιφῶν 114. 37· πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 348Β· σκ. περὶ τινος [[αὐτόθι]] 351Β, κτλ.· περὶ τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 239Β· - μετ’ ἐπιρρ., ἀπολ., ὀρθῶς σκοπεῖν Εὐρ. Φοίν. 155· καιρίως Ρῆσ. 339· ἄμεινον Πλάτ. Συμπ. 219Α. 3) [[προσέχω]] ζητῶν τι, ἀναζητῶ, παῦλαν Ξεν. Ἀν. 5. 7, 32· τι ἀγαθὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρωνι 9, 10· ἐσκόπει γυναῖκά μοι Ἰσοκρ. 2. § 22, πρβλ. Δημ. 1470. 1· σκ. [[ὄνομα]] [[κάλλιον]] αὐτῇ Πλούτ. 2. 991F. 4) ἐρευνῶ, [[μανθάνω]], ἀπὸ τι νος, Br. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 286. ΙΙ. Μέσ., ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., σημασ. Ι. 1 ([[ἴσως]] ἡ διαφορὰ κεῖται εἰς τὸ ὅτι τὸ [[μέσον]] ἐκφέρει παρατήρησιν [[μετὰ]] περισσοτέρας ἐντάσεως τῶν δυνάμεων καὶ σκέψεως), μετ’ αἰτ., [[αὐτόθι]] 964, Εὐρ. Ι. Τ. 68, Ἑλ. 1537· τέοντ’ ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1166. 2) = Ι. 2, σκ. τύχας βροτῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 264· καὶ [[συχν]]. ἀπαντᾷ συντασσόμενον κατὰ πάσας τὰς συντάξεις τοῦ ἐνεργ. παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλπ.· [[ὡσαύτως]] ἀπολ., .ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν … Σοφ. Τρ. 296. 3) = Ι. 3, [[ὅταν]] περ ἀδικεῖν ἐπιχειρῶσιν, ἅμα καὶ τὴν ἀπολογίαν σκοποῦνται Ἰσοκρ. 403Α. - Ὡς τὰ [[θεάομαι]], [[θεωρέω]] ἀναφέρονται εἰς γενικὴν ἢ καθολικὴν ἐξέτασιν, οὕτω τὰ [[σκοπέω]], σκοπέομαι ἀναφέρονται εἰς μερικὴν τὴν καθ’ ἕκαστα ἐξέτασιν τῶν πραγμάτων, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 30, Θουκ. 1. 1, Πλάτ. Φαίδων 99D. ΙΙ. Παθ., δὲν [[εἶναι]] κοινὸς παρὰ τοῖς δοκίμοις· ἀλλ εὕρηται: σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ’ ἄλλων, ἐξετάζων καὶ ἐξεταζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 772D· καὶ [[ἴσως]] οὕτω κεῖται παρὰ Δημ. 473. 13, ὁ [[λόγος]] … αἰσχρὸς τοῖς σκοπουμένοις, [[εἶναι]] αἰσχρὸς ἐν αὐτοῖς τοῖς ἐξεταζομένοις πράγμασι· - παρὰ μεταγενεστ., σκοπεῖται τὸ ἄστρον Ἱερόφιλ. ἐν Ideler Phys. 1. 410· τὸ σκοπηθὲν Ἄννα Κομν. 139Β. - Ἴδε Κόντου Λόγ. Ἑρμῆν σ. 566.
}}
}}

Revision as of 10:58, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπέω Medium diacritics: σκοπέω Low diacritics: σκοπέω Capitals: ΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: skopéō Transliteration B: skopeō Transliteration C: skopeo Beta Code: skope/w

English (LSJ)

used by early writers only in pres. and impf. Act. and Med. (v. infr. 11), the other tenses being supplied by σκέπτομαι (q.v.):—but in later writers we find fut. σκοπήσω, Anon.Prog. in Rh.1.615 W., Gal.UP3.10 (f.l.), (ἐπι-) Babr. 103.8, (κατα-) Hld.5.4: aor.

   A ἐσκόπησα Thphr.Sign.1 (προ-), Plb. Fr.54 (s.v.l.) (περι-), Lib.Or.12.28, etc.: and of Med., aor. ἐσκοπησάμην (περι-) Luc.VH1.32: pf. ἐσκόπημαι (προαν-) J.AJ17.5.6: (cf. σκέπτομαι):—behold, contemplate (rather of particulars than of universals, of which θεωρέω is more commonly used, but οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι Pl.Phd.99d), ἄστρον Pi.O.1.5; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν S.Ph.467, cf. E.IA490; τὰ πόρρω Id.Rh.482; τὰ ἔμπροσθεν X.An.6.3.14(17); examine, inspect, καταθεῖναί τι . . σκοπεῖν τῷ βουλομένῳ IG 12(5).480 (Athenian law, v B.C.); σ. παραγραφάς PLips.38 ii 2 (iv A.D.): abs., ἄλλοσε σ. S.El.1474; σκοπεῖτε look out, watch, A.Supp.232, etc.: folld. by a clause, σ. ὅπου . . S.Ph.16; σ. ποῦ . . X.Cyr.3.2.1, etc.: folld. by a Prep., σ. εἰς . . E.Fr.812.6, Pl.Plt.305b.    2 metaph., look to or into, consider, examine, τὰ ἑωυτοῦ σ. look to one's own affairs, Hdt.1.8; τὸ σεαυτοῦ Pl.Phdr.232d; τὸ ὑμέτερον Antipho 4.2.8; καιρόν Th.4.23; τὸ συμφέρον Pl.R.342bsq.; τὸ πρὸς ποσί S.OT130; τοὺς νόμους πρὸς τοὺς τῇδε with reference to the laws here, Pl.Ti.24a; τι πρὸς ἐμαυτόν Id.Euthphr.9c: abs., σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν S.OT68, cf. Ph.282: folld. by an acc. and interrog. clause, or μή... σ. τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται Hdt.1.32, cf. S.Ph.506, OT407: folld. by an interrog. clause alone, σ. πόθεν χρὴ ἄρξασθαι And.1.8; σ. εἰ . . S.Ant.41, Pl.Lg.862a (Med.); ὅπως . . X.Cyr.2.2.26: sts. c. gen. pers. as well as acc. or clause, σκόπει δὴ τόδε αὐτῶν Pl.Tht.182a; πρῶτον αὐτῶν ἐσκόπει πότερα . . X.Mem.1.1.12: folld. by a Prep., ἐξ ὧν ἀγγέλλουσι σκοποῦντες λογιεῖσθε τὰ εἰκότα Th.6.36, cf. 1.1, X.An.3.1.13; πρὸς τὸ ἄρχειν σκοπῶν λογίζομαι Id.Cyr.1.6.8; σ. τὰ λοιπὰ πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Antipho 1.31; ἀνομολογούμενοι πρὸς ἀλλήλους Pl.R.348b; τόδε περὶ αὐτοῦ ib.351b, etc.; τὴν ὀρθολογίαν περί τι Id.Sph.239b: with Adv., abs., ὀρθῶς σ. E.Ph.155; καιρίως Id.Rh.339; ἄμεινον Pl.Smp. 219a.    3 look out for, παῦλαν X.An.5.7.32; τι ἀγαθόν Id.Hier.9.10; νεώσοικον Ar.Ach.96; ἐσκόπει γυναῖκά μοι Is.2.18, cf. D.Ep.2.11; σ. ὄνομα κάλλιον αὐτῇ Plu.2.991f.    II Med., used like Act. 1.1 (perh. implying a more deliberate consideration), c. acc., E.IT 68, Hel.1537; τένοντ' ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη Id.Med.1166.    2 = 1.2, S.OT964; σ. τύχας βροτῶν E.Fr.262: folld. by relat., σ. τίνι τρόπῳ . . Pl.Smp.176b, cf. Th.8.48: περί τινος Pl.Prt.353a, X.Hier. 1.10: abs., ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν . . S.Tr.296.    3 = 1.3, ὅτανπερ ἀδικεῖν ἐπιχειρῶσιν, ἅμα καὶ τὴν ἀπολογίαν σκοποῦνται Isoc.21.17.    III rarely in Pass., σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων considering and being considered, Pl.Lg.772d; ὁ λόγος . . αἰσχρὸς τοῖς σκοπουμένοις is disgraceful in the very matter considered, D.20.54 (s.v.l., τοῖς σ. secl. Dobree).

German (Pape)

[Seite 903] nur im praes. u. imperf. gebr., u. so σκέπτομαι ergänzend, aus der Ferne auf ein bestimmtes Ziel hinsehen, betrachten, beschauen; ἄστρον, Pind. Ol. 1, 5; σκοπεῖτε, Aesch. Suppl. 229; μηκέτ' ἄλλοσε σκόπει, Soph. El. 1466; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν, 465, u. öfter; μὴ νῦν τὰ πόῤῥω σκόπει, Eur. Rhes. 482; τὰ πράγματ' ἐγγύθεν σκοπῶν, I. A. 490; Ar. Ran. 1153; u. in Prosa: παντὸς χρήματος τελευτήν, Her. 1, 32, τά τινος, für Einen sorgen, 1, 8, wie τὰ σεαυτοῦ, Plat. Phaedr. 232 d; Thuc. 1, 1. 3, 12 u. öfter; σκοπῶ, ὅπως ἀποφανοῦμαι, Plat. Gorg. 526 d; πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ, ich überlege bei mir selbst, Euthyphr. 9 c, wie πρὸς ἀλλήλους Rep. I, 348 b, ποῖ σκοπεῖς; Legg. XII, 963 b; καὶ ὁρᾶν, τί δράσομεν, Phil. 22 c; τὴν ἀλήθειαν, Gorg. 526 d, öfter; Xen. Cyr. 2, 4, 11 u. sonst; φθόνον σκοπῶν ὅ τι εἴη, Mem. 3, 9, 8; λόγους πρὸς τοὺς ἀγῶνας, Isocr. 4, 11; σκοπῶν καὶ θεωρῶν τὸ πρᾶγμα αὐτό, Dem. 38, 11, u. öfter; ἐσκόπει γυναῖκά μοι, er sah sich nach einer Frau für mich um, Is. 2, 17; σκόπει, μή –, sieh zu, daß nicht, nimm dich in Acht, Plat. Gorg. 458 c; σκοπεῖν ὅπως, Xen. Cyr. 2, 2, 26. – Das med. in derselben Bdtg, eigtl. bei sich überlegen, ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν, Soph. Trach. 295; O. R. 964; σκοποῦμαι ὄμμα πανταχοῦ στρέφων, Eur. I. T. 68, vgl. Hel. 1553 Med. 1166; Ar. Eccl. 207; oft in Prosa: σκοπούμεθα πρὸς τὸν τῶν πολλῶν λόγον, Plat. Legg. I, 627 d; τί δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσθαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν, Prot. 353 a; οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι, Phaed. 99, d, u. öfter; er vrbdt sogar σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων, prüfen lassend, Legg. I, 645 d; Xen. An. 5, 2, 8 u. sonst, wie Folgde, μὴ πικρῶς, ἀλλ' ἀνθρωπίνως σκοπεῖσθαι τὰ πράγματα Pol. 4, 14, 7. – So wie θεάομαι u. θεωρέω auf das Allgemeine, geht σκοπέω u. σκοπέομαι auf das Besondere, vgl. Her. 1, 30 Plat. Phaed. 99 d.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπέω: παρὰ τοῖς δοκίμοις εἶναι ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐνεργ. καὶ μέσ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ), τοὺς δὲ λοιποὺς χρόνους παραλαμβάνει ἐκ τοῦ σκέπτομαι, ὃ ἴδε· - ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφ. εὑρίσκομεν μέλλοντα σκοπήσω, Ρήτορες (Walz) 1. 615, Γαλην., κλπ.· ἀόρ. ἐσκόπησα Ἀριστ. π. Φυτ. 1.7, 10, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 1, Πολύβ., κτλ.· καὶ ἐκ τοῦ μέσου τύπου τὸν ἀόρ. ἐσκοπησάμην (περι-) Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1.32· πρκμ. ἐσκόπημαι (προαν-) Ἰώσηπ.· (ἴδε ἐν λέξ. σκέπτομαι). Βλέπω πρός τι πρᾶγμα, παρατηρῶ ἢ ἐξετάζω τι, βλέπω, θεωρῶ, ἄστρον Πινδ. Ο. 1.7· πλοῦν μὴ ’ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ’γγύθεν σκόπει Σοφ. Φιλ. 467, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 490· τὰ πόρρω ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 482· τὰ ἔμπροσθεν Ξεν. Ἀν. 6.3, 14· - ἀπολ., ἄλλοσε σκ. Σοφ. Ἠλ. 1474· σκοπεῖτε, προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 232· εὖ σκοπῶν εὕρισκον Σοφ. Ο. Τ. 68· κτλ.· - μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκ. ὅπου.. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 16· σκ. ποῦ.. Ξεν. Κύρ. 3.2, 1, κτλ.· - μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, σκ. εἰς.. Εὐρ. Ἀποσπ. 809. 6, Πλάτ. Πολιτικ. 305Β· 2) μεταφορ., προσέχω, θεωρῶ, ἐξετάζω, τὰ ἑαυτοῦ σκ., προσέχω εἰς τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, Ἡρόδ. 1. 8· τὸ σεαυτοῦ Πλάτ. Φαῖδρ. 232D· τὸ ὑμέτερον Ἀντιφῶν 126. 36· τὸν καιρὸν Θουκ. 4. 23· τὸ συμφέρον Πλάτ. Πολ. 342Β κἑξ.· τὰ πρὸς ποσὶν Σοφ. Ο. Τ. 130· τοὺς νόμους πρὸς τοὺς τῇδε, ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἐνταῦθα νόμους, Πλάτ. Τίμ. 24Α· τι πρὸς ἐμαυτὸν ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρονι 9C· - ἀπολ., σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν Σοφ. Ο. Τ. 68, πρβλ. Φιλ. 282· - μετ’ αἰτ. καὶ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκοπέειν τὴν τελετὴν κῇ ἀποβήσεται Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 506, Ο. Τ. 407· - μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως μόνον, σκ. πόθεν χρὴ ἄρξασθαι Ἀνδοκ. 2. 9· σκ. εἰ.. Σοφ. Ἀντ. 41, Πλάτ. Νόμ. 861Ε· ὅπως.. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26· σκόπει μή.., πρόσεχε μήπως.., Σοφ. Ο. Κ. 1179, Πλάτ. Γοργ. 458C·-ἐνίοτε μετὰ γεν. προσώπ. ὡς καὶ μετ’ αἰτ. καὶ ἐξηρτημένης προτάσεως, σκόπει δὴ τόδε αὐτῶν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 182Α· πρῶτον αὐτῶν ἐσκόπει πότερα.. Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 12· - ὡσαύτως μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἐξ ὧν ἀγγέλλουσι σκοποῦντες λογιεῖσθε τὰ εἰκότα Θουκ. 6. 36, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13· πρὸς τὸ ἄρχειν σκοπῶν λογίζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 8· πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς σκ. Ἀντιφῶν 114. 37· πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 348Β· σκ. περὶ τινος αὐτόθι 351Β, κτλ.· περὶ τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 239Β· - μετ’ ἐπιρρ., ἀπολ., ὀρθῶς σκοπεῖν Εὐρ. Φοίν. 155· καιρίως Ρῆσ. 339· ἄμεινον Πλάτ. Συμπ. 219Α. 3) προσέχω ζητῶν τι, ἀναζητῶ, παῦλαν Ξεν. Ἀν. 5. 7, 32· τι ἀγαθὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρωνι 9, 10· ἐσκόπει γυναῖκά μοι Ἰσοκρ. 2. § 22, πρβλ. Δημ. 1470. 1· σκ. ὄνομα κάλλιον αὐτῇ Πλούτ. 2. 991F. 4) ἐρευνῶ, μανθάνω, ἀπὸ τι νος, Br. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 286. ΙΙ. Μέσ., ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., σημασ. Ι. 1 (ἴσως ἡ διαφορὰ κεῖται εἰς τὸ ὅτι τὸ μέσον ἐκφέρει παρατήρησιν μετὰ περισσοτέρας ἐντάσεως τῶν δυνάμεων καὶ σκέψεως), μετ’ αἰτ., αὐτόθι 964, Εὐρ. Ι. Τ. 68, Ἑλ. 1537· τέοντ’ ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1166. 2) = Ι. 2, σκ. τύχας βροτῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 264· καὶ συχν. ἀπαντᾷ συντασσόμενον κατὰ πάσας τὰς συντάξεις τοῦ ἐνεργ. παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλπ.· ὡσαύτως ἀπολ., .ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν … Σοφ. Τρ. 296. 3) = Ι. 3, ὅταν περ ἀδικεῖν ἐπιχειρῶσιν, ἅμα καὶ τὴν ἀπολογίαν σκοποῦνται Ἰσοκρ. 403Α. - Ὡς τὰ θεάομαι, θεωρέω ἀναφέρονται εἰς γενικὴν ἢ καθολικὴν ἐξέτασιν, οὕτω τὰ σκοπέω, σκοπέομαι ἀναφέρονται εἰς μερικὴν τὴν καθ’ ἕκαστα ἐξέτασιν τῶν πραγμάτων, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 30, Θουκ. 1. 1, Πλάτ. Φαίδων 99D. ΙΙ. Παθ., δὲν εἶναι κοινὸς παρὰ τοῖς δοκίμοις· ἀλλ εὕρηται: σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ’ ἄλλων, ἐξετάζων καὶ ἐξεταζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 772D· καὶ ἴσως οὕτω κεῖται παρὰ Δημ. 473. 13, ὁ λόγος … αἰσχρὸς τοῖς σκοπουμένοις, εἶναι αἰσχρὸς ἐν αὐτοῖς τοῖς ἐξεταζομένοις πράγμασι· - παρὰ μεταγενεστ., σκοπεῖται τὸ ἄστρον Ἱερόφιλ. ἐν Ideler Phys. 1. 410· τὸ σκοπηθὲν Ἄννα Κομν. 139Β. - Ἴδε Κόντου Λόγ. Ἑρμῆν σ. 566.