διθύραμβος: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(13_6b) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0624.png Seite 624]] acc. auch διθύραμβα, Pind. frg. 56; ὁ; 1) Beiname des Bacchus, Eur. Bacch. 526, nach den Alten von seiner zweimaligen Geburt, δὶς [[θύραζε]] βαίνειν, wobei freilich das ι auffallend ist; nach Andern mit [[θρίαμβος]] zusammenhängend. – 2) Lied zu Ehren des Bacchus, dann auch anderer Götter, die freieste Gattung der lyrischen Poesie mit kühnen Gedanken und Wortschwung, der oft in Schwulst ausartete, mit phrygischer Begleitung, Arist. Pol. 8, 7, von Arion erfunden, Her. 1, 23; Pind. Ol. 13, 15; Plat. Apol. 22 a u. Folgde. Häufig als Bezeichnung einer schwülfligen Rede, wie Plat. Hipp. mai. 292 c; vgl. D. Hal. de vi Dem. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0624.png Seite 624]] acc. auch διθύραμβα, Pind. frg. 56; ὁ; 1) Beiname des Bacchus, Eur. Bacch. 526, nach den Alten von seiner zweimaligen Geburt, δὶς [[θύραζε]] βαίνειν, wobei freilich das ι auffallend ist; nach Andern mit [[θρίαμβος]] zusammenhängend. – 2) Lied zu Ehren des Bacchus, dann auch anderer Götter, die freieste Gattung der lyrischen Poesie mit kühnen Gedanken und Wortschwung, der oft in Schwulst ausartete, mit phrygischer Begleitung, Arist. Pol. 8, 7, von Arion erfunden, Her. 1, 23; Pind. Ol. 13, 15; Plat. Apol. 22 a u. Folgde. Häufig als Bezeichnung einer schwülfligen Rede, wie Plat. Hipp. mai. 292 c; vgl. D. Hal. de vi Dem. 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δῑθύραμβος''': [ῠ], ὁ, ἑνικ. αἰτιατ. κατὰ μεταπλ. διθύραμβα Πίνδ. Ἀποσπ. 56·― πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 72, Ἐπίχ. 90 Ahr., Ἡρόδ. 1. 23, Πίνδ., κτλ.· [[μιξοβόας]] δ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 392· [[εἶδος]] ποιήσεως, [[ὅπερ]] ἐκαλλιέργησαν οἱ Δωριεῖς λυρικοὶ ποιηταί, καὶ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] οἱ Ἀττικοί, ἔχον [[ὕφος]] ὑψηλόν, ἀλλὰ [[πολλάκις]] ὀγκηρόν, ἴδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388. ― Τὸ κύριον [[θέμα]] τῶν ποιημάτων τούτων ἦτο ἡ [[γέννησις]] τοῦ Βάκχου, Πλάτ. Νόμ. 700Β, Σουΐδ.· ἀλλὰ βραδύτερον ηὐρήνθη ἔτι [[μᾶλλον]] ὁ [[κύκλος]] αὐτῶν. Ἦσαν [[πάντοτε]] κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, καὶ διὰ τοῦτο συνωδεύοντο ὑπὸ αὐλῶν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 17, Ἀριστοφ. Νεφ. 313, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 8. 7, 9. [[Κατὰ]] πρῶτον ἦσαν [[ταῦτα]] [[ἀντιστροφικά]], ἀλλὰ συνήθως μονοστροφικά, ὁ αὐτ. Προβλ. 19. 25. Ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., ὀνομάζει τὸν Ἀρίονα (ἀκμάσαντα τῷ 624 π.Χ.) εὑρετὴν αὐτῶν. 2) μεταφ., πᾶν κομπῶδες [[εἶδος]] γλώσσης, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C, πρβλ. Φαίδρ. 238D. ΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, [[ὅστις]] λέγεται ὅτι [[οὕτως]] ὠνόμασε τὸ [[μέλος]] τῶν ποιημάτων τούτων ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] διπλῆς γεννήσεως, Εὐρ. Βάκχ. 526 (ἀλλὰ τὸ μακρὸν ῑ καθιστᾶ αὐτὸ [[λίαν]] ἀμφίβολον, Πόρσ. Ὀρ. 5)· [[ἐντεῦθεν]] [[Διθυραμβογενής]] [ῐ], Ἀνθ. Π. 9. 524, (Ὁ Πίνδ. λέγεται ὅτι ἔγραψε τὴν λέξιν λῡθίραμβος (Ἀπόσπ. 55), ― [[ὡσεὶ]] ἐκ τοῦ λῦθι [[ῥάμμα]], [[ὅπερ]] ἦτο ἡ [[κραυγή]], ἣν ὁ [[Βάκχος]] ἐξέπεμψεν ὅτε ἦτο ἐρραμμένος ἐν τῷ μηρῷ τοῦ πατρὸς αὑτοῦ. Ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[εἶναι]] πράγματι [[ἄγνωστος]], Müller Γραμμ. Ἑλλην. κατὰ τὴν μετάφρ. Κυπριανοῦ 1, 286. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:11, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, metapl. acc. sg.
A διθύραμβα Pi.Fr.86:—dithyramb, Archil.77, Epich.132, Hdt.1.23, Pi.O.13.19, Pherecr.145.11, Pl.Lg.700b, Arist.Pol.1342b7, Pr.918b18, etc.; μιξοβόας δ. A.Fr. 355: metaph. of bombastic language, τοσουτονὶ δ. ᾄσας Pl.Hp.Ma. 292c; οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Id.Phdr.238d. II a name of Dionysus, E.Ba.526 (lyr.), Philod.Scarph.1:—hence Δῐθυραμβογενής, AP9.524. (Pi. is said to have written it λῡθίραμβος (Fr.85) —as if from λῦθι ῥάμμα, the cry of Bacchus when sewn up in his father's thigh.)
German (Pape)
[Seite 624] acc. auch διθύραμβα, Pind. frg. 56; ὁ; 1) Beiname des Bacchus, Eur. Bacch. 526, nach den Alten von seiner zweimaligen Geburt, δὶς θύραζε βαίνειν, wobei freilich das ι auffallend ist; nach Andern mit θρίαμβος zusammenhängend. – 2) Lied zu Ehren des Bacchus, dann auch anderer Götter, die freieste Gattung der lyrischen Poesie mit kühnen Gedanken und Wortschwung, der oft in Schwulst ausartete, mit phrygischer Begleitung, Arist. Pol. 8, 7, von Arion erfunden, Her. 1, 23; Pind. Ol. 13, 15; Plat. Apol. 22 a u. Folgde. Häufig als Bezeichnung einer schwülfligen Rede, wie Plat. Hipp. mai. 292 c; vgl. D. Hal. de vi Dem. 7.
Greek (Liddell-Scott)
δῑθύραμβος: [ῠ], ὁ, ἑνικ. αἰτιατ. κατὰ μεταπλ. διθύραμβα Πίνδ. Ἀποσπ. 56·― πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 72, Ἐπίχ. 90 Ahr., Ἡρόδ. 1. 23, Πίνδ., κτλ.· μιξοβόας δ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 392· εἶδος ποιήσεως, ὅπερ ἐκαλλιέργησαν οἱ Δωριεῖς λυρικοὶ ποιηταί, καὶ μετὰ ταῦτα οἱ Ἀττικοί, ἔχον ὕφος ὑψηλόν, ἀλλὰ πολλάκις ὀγκηρόν, ἴδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388. ― Τὸ κύριον θέμα τῶν ποιημάτων τούτων ἦτο ἡ γέννησις τοῦ Βάκχου, Πλάτ. Νόμ. 700Β, Σουΐδ.· ἀλλὰ βραδύτερον ηὐρήνθη ἔτι μᾶλλον ὁ κύκλος αὐτῶν. Ἦσαν πάντοτε κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, καὶ διὰ τοῦτο συνωδεύοντο ὑπὸ αὐλῶν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 17, Ἀριστοφ. Νεφ. 313, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 8. 7, 9. Κατὰ πρῶτον ἦσαν ταῦτα ἀντιστροφικά, ἀλλὰ συνήθως μονοστροφικά, ὁ αὐτ. Προβλ. 19. 25. Ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., ὀνομάζει τὸν Ἀρίονα (ἀκμάσαντα τῷ 624 π.Χ.) εὑρετὴν αὐτῶν. 2) μεταφ., πᾶν κομπῶδες εἶδος γλώσσης, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C, πρβλ. Φαίδρ. 238D. ΙΙ. ὄνομα τοῦ Βάκχου, ὅστις λέγεται ὅτι οὕτως ὠνόμασε τὸ μέλος τῶν ποιημάτων τούτων ἐκ τῆς ἑαυτοῦ διπλῆς γεννήσεως, Εὐρ. Βάκχ. 526 (ἀλλὰ τὸ μακρὸν ῑ καθιστᾶ αὐτὸ λίαν ἀμφίβολον, Πόρσ. Ὀρ. 5)· ἐντεῦθεν Διθυραμβογενής [ῐ], Ἀνθ. Π. 9. 524, (Ὁ Πίνδ. λέγεται ὅτι ἔγραψε τὴν λέξιν λῡθίραμβος (Ἀπόσπ. 55), ― ὡσεὶ ἐκ τοῦ λῦθι ῥάμμα, ὅπερ ἦτο ἡ κραυγή, ἣν ὁ Βάκχος ἐξέπεμψεν ὅτε ἦτο ἐρραμμένος ἐν τῷ μηρῷ τοῦ πατρὸς αὑτοῦ. Ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι πράγματι ἄγνωστος, Müller Γραμμ. Ἑλλην. κατὰ τὴν μετάφρ. Κυπριανοῦ 1, 286.