ἀναρρήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρρήγνυμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -ρήξω: (ἴδε [[ῥήγνυμι]]): - διαρρηγνύω, [[σχίζω]] καὶ ἀνοίγω τι, μή οἱ [[ὕπερθεν]] γαῖαν ἀναρρήξειε Ποσειδάων Ἰλ. Υ. 63· ἀν. αὔλακας Ἡρόδ. 2. 14· ἀν. τάφον, ἀνορύττειν τάφον, Εὐρ. Τρῳ. 1153. 2) [[κατακρημνίζω]], [[ἀνατρέπω]], [[τεῖχος]] ἀναρρήξας Ἰλ. Η. 461· [[φέρω]] τὰ [[κάτω]] ἄνω, «ἀναποδογυρίζω», οἴκων τῶνδ’ ἀναρρήξω μυχοὺς Εὐρ. Ἑκ. 1040· [[ἀνασκάπτω]], ἀνοίγω, «τοῦτον (τὸν ὑπόνομον) ἀναρρήξαντες ἐνέφραξαν ὕλῃ καὶ λίθοις» Πολύβ. 5. 71, 9· δεσμωτήρια Πλούτ., κτλ.: - Παθ., [[νῆες]]... ἀντίπρῳροι ἐμβαλλόμεναι καὶ ἀναρραγεῖσαι τὰς παρειξειρεσίας ὑπὸ τῶν Κορινθίων νεῶν, καὶ ἀποκοπεῖσαι ἢ τρυπηθεῖσαι κατὰ τὰς παρειάς, Θουκ. 7. 34. 3) διασπαράττω, ἀνοίγω [[πτῶμα]], ἐπὶ λεόντων, Ἰλ. Σ. 582· ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 7, 9· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, [[δίχα]] ἀνερρήγνει, τὰ ἔκοπτεν εἰς δύο, Σοφ. Αἴ. 236. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ ἤ τὶ νὰ ἐξορμήσῃ, νὰ «ξεσπάσῃ», λόγον Πινδ. Ἀποσπ. 172· ἔπη Ἀριστοφ. Ἱππ. 626· [[νεῖκος]] Θεόκρ. 22.172· τὰς πόλεις ἀνερρήγνυσαν Αἰτωλοί, ἠρέθιζον, συνετάρασσον, Πλουτ. Φλαμιν. 10, Μάρ. 35· πρβλ. [[ῥήγνυμι]]: - Παθ., «σπάνω», «σπάνω» [[πάλιν]], ἐπὶ τρώματος τῆς πτέρνης ἢ ἄλλου μέλους τοῦ σώματος προελθόντος ἐκ πηδήματος ἀφ’ ὑψηλοῦ, χρόνια καὶ ὀχλώδεα καὶ [[πολλάκις]] ἀναρρηγνύμενα Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ἐπὶ πλημμυρῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 35· ἐπὶ ἡφαιστείων, ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 154· μεταφ. ἐπὶ προσώπων, ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν, εἰς τόλμαν Πλουτ. Βροῦτ. 18, Κικ 19: οὕτω καί, ΙΙΙ. ἀμετάβ., δέδοιχ’ [[ὅπως]] μή ’κ τῆς σιωπῆς τῆσδ’ ἀναρρήξει κακά, φοβοῦμαι [[μήπως]] ἐκ ταύτης τῆς σιωπῆς «ξεσπάσῃ» [[θύελλα]] κακῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1075· ἰδίως κατὰ μετοχ. παρακ., ἀνερρωγώς, περὶ τοῦ στόματος τῶν σαρκοβόρων ζῴων, [[στόμα]] ἔχειν ἀνερρωγός, [[μετὰ]] μεγάλου ἀνοίγματος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 22, [[ὡσαύτως]] ἐπ’ αὐτῶν τῶν ζῴων, τὰ μὲν καρχαρόδοντα πάντα ἀνερρωγότα [[αὐτόθι]] 3. 1, 12, πρβλ. 13: πρβλ. [[ῥήγνυμι]] C. - Ἐνεστώς τις ἀναρρήττω εὕρηται παρὰ Διοδ. 17. 58.
|lstext='''ἀναρρήγνυμι''': ἢ -ύω: μέλλ. -ρήξω: (ἴδε [[ῥήγνυμι]]): - διαρρηγνύω, [[σχίζω]] καὶ ἀνοίγω τι, μή οἱ [[ὕπερθεν]] γαῖαν ἀναρρήξειε Ποσειδάων Ἰλ. Υ. 63· ἀν. αὔλακας Ἡρόδ. 2. 14· ἀν. τάφον, ἀνορύττειν τάφον, Εὐρ. Τρῳ. 1153. 2) [[κατακρημνίζω]], [[ἀνατρέπω]], [[τεῖχος]] ἀναρρήξας Ἰλ. Η. 461· [[φέρω]] τὰ [[κάτω]] ἄνω, «ἀναποδογυρίζω», οἴκων τῶνδ’ ἀναρρήξω μυχοὺς Εὐρ. Ἑκ. 1040· [[ἀνασκάπτω]], ἀνοίγω, «τοῦτον (τὸν ὑπόνομον) ἀναρρήξαντες ἐνέφραξαν ὕλῃ καὶ λίθοις» Πολύβ. 5. 71, 9· δεσμωτήρια Πλούτ., κτλ.: - Παθ., [[νῆες]]... ἀντίπρῳροι ἐμβαλλόμεναι καὶ ἀναρραγεῖσαι τὰς παρειξειρεσίας ὑπὸ τῶν Κορινθίων νεῶν, καὶ ἀποκοπεῖσαι ἢ τρυπηθεῖσαι κατὰ τὰς παρειάς, Θουκ. 7. 34. 3) διασπαράττω, ἀνοίγω [[πτῶμα]], ἐπὶ λεόντων, Ἰλ. Σ. 582· ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 7, 9· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, [[δίχα]] ἀνερρήγνει, τὰ ἔκοπτεν εἰς δύο, Σοφ. Αἴ. 236. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ ἤ τὶ νὰ ἐξορμήσῃ, νὰ «ξεσπάσῃ», λόγον Πινδ. Ἀποσπ. 172· ἔπη Ἀριστοφ. Ἱππ. 626· [[νεῖκος]] Θεόκρ. 22.172· τὰς πόλεις ἀνερρήγνυσαν Αἰτωλοί, ἠρέθιζον, συνετάρασσον, Πλουτ. Φλαμιν. 10, Μάρ. 35· πρβλ. [[ῥήγνυμι]]: - Παθ., «σπάνω», «σπάνω» [[πάλιν]], ἐπὶ τρώματος τῆς πτέρνης ἢ ἄλλου μέλους τοῦ σώματος προελθόντος ἐκ πηδήματος ἀφ’ ὑψηλοῦ, χρόνια καὶ ὀχλώδεα καὶ [[πολλάκις]] ἀναρρηγνύμενα Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ἐπὶ πλημμυρῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 35· ἐπὶ ἡφαιστείων, ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 154· μεταφ. ἐπὶ προσώπων, ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν, εἰς τόλμαν Πλουτ. Βροῦτ. 18, Κικ 19: οὕτω καί, ΙΙΙ. ἀμετάβ., δέδοιχ’ [[ὅπως]] μή ’κ τῆς σιωπῆς τῆσδ’ ἀναρρήξει κακά, φοβοῦμαι [[μήπως]] ἐκ ταύτης τῆς σιωπῆς «ξεσπάσῃ» [[θύελλα]] κακῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1075· ἰδίως κατὰ μετοχ. παρακ., ἀνερρωγώς, περὶ τοῦ στόματος τῶν σαρκοβόρων ζῴων, [[στόμα]] ἔχειν ἀνερρωγός, [[μετὰ]] μεγάλου ἀνοίγματος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 22, [[ὡσαύτως]] ἐπ’ αὐτῶν τῶν ζῴων, τὰ μὲν καρχαρόδοντα πάντα ἀνερρωγότα [[αὐτόθι]] 3. 1, 12, πρβλ. 13: πρβλ. [[ῥήγνυμι]] C. - Ἐνεστώς τις ἀναρρήττω εὕρηται παρὰ Διοδ. 17. 58.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναρρήξω, <i>ao.</i> [[ἀνέρρηξα]], <i>pf. au sens intr.</i> [[ἀνέρρωγα]];<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> briser à la surface <i>ou</i> en haut ; ouvrir : γαῖαν IL fendre la terre ; αὔλακας HDT creuser des sillons;<br /><b>2</b> briser de bas en haut, ruiner de fond en comble ; [[τεῖχος]] IL renverser un mur;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], à travers);<br /><b>1</b> briser en traversant : [[ναῦς]] ἀναρρήγνυται THC le navire est ouvert (par l’éperon du navire ennemi) ; déchirer, mettre en pièces;<br /><b>2</b> faire éclater ; <i>Pass.</i> éclater, faire éruption ; <i>fig.</i> ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν PLUT éclater en un transport de colère ; <i>fig. à l’Act.</i> [[ἀν]]. πόλεις PLUT faire éclater des troubles <i>ou</i> de l’agitation dans les cités;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> éclater ; [[δέδοικα]] μὴ ἀναρρήξει κακά SOPH je crains que des malheurs n’éclatent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ῥήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρρήγνῡμι Medium diacritics: ἀναρρήγνυμι Low diacritics: αναρρήγνυμι Capitals: ΑΝΑΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: anarrḗgnymi Transliteration B: anarrēgnymi Transliteration C: anarrignymi Beta Code: a)narrh/gnumi

English (LSJ)

( ἀναρρηγνύω App.BC4.115),

   A break up, μή οἱ ὕπερθε γαῖαν ἀναρρήξειε Ποσειδάων Il.20.63; ἀ. αὔλακας Hdt.2.14; ἀ. τάφον dig a grave, E.Tr.1153.    2 break through, break open, τεῖχος ἀναρρήξας Il.7.461; οἴκων μυχούς E.Hec.1040; ὑπόνομον Plb.5.71.9; ἐργαστήρια Plu.Pel.12:—Pass., νῆες ἀναρραγεῖσαι τὰς παρεξειρεσίας Th.7.34.    3 tear open a carcase, of lions, Il.18.582; of hounds, X.Cyn. 7.9; of Ajax, δίχα ἀνερρήγνυ was cleaving them asunder, S.Aj. 236.    II make to break forth, λόγον Pi.Fr.180; ἔπη Ar.Eq.626; νεῖκος Theoc.22.172; πόλιν make it break out, excite greatly, Plu. Flam. 10, Mar.35:—Pass., with pf. ἀνέρρωγα, burst forth, break, of sores, Hp.Fract.11; of floods, Arist.Mete.368a26; of volcanoes, Id.Mir. 846a9: metaph., of words, ἀνέρρωγεν τὸ φώνημα Pherecr.10 D.; of persons, ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν, εἰς ἅπαν τόλμης, Plu.Brut.18, Cic. 19.    III intr., break or burst forth, δέδοιχ' ὅπως μὴ . . ἀναρρήξει κακά S.OT1075: esp. in pf. part. ἀνερρωγώς, of the mouth of carnivorous animals, with a wide gape, στόμα ἔχειν ἀνερρωγός Arist. HA502a6, PA696b34; of the animals themselves, τὰ καρχαρόδοντα πάντα ἀνερρωγότα ib.662a27, cf. 30.—Pres. ἀναρρήττω, D.S.17.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρρήγνυμι: ἢ -ύω: μέλλ. -ρήξω: (ἴδε ῥήγνυμι): - διαρρηγνύω, σχίζω καὶ ἀνοίγω τι, μή οἱ ὕπερθεν γαῖαν ἀναρρήξειε Ποσειδάων Ἰλ. Υ. 63· ἀν. αὔλακας Ἡρόδ. 2. 14· ἀν. τάφον, ἀνορύττειν τάφον, Εὐρ. Τρῳ. 1153. 2) κατακρημνίζω, ἀνατρέπω, τεῖχος ἀναρρήξας Ἰλ. Η. 461· φέρω τὰ κάτω ἄνω, «ἀναποδογυρίζω», οἴκων τῶνδ’ ἀναρρήξω μυχοὺς Εὐρ. Ἑκ. 1040· ἀνασκάπτω, ἀνοίγω, «τοῦτον (τὸν ὑπόνομον) ἀναρρήξαντες ἐνέφραξαν ὕλῃ καὶ λίθοις» Πολύβ. 5. 71, 9· δεσμωτήρια Πλούτ., κτλ.: - Παθ., νῆες... ἀντίπρῳροι ἐμβαλλόμεναι καὶ ἀναρραγεῖσαι τὰς παρειξειρεσίας ὑπὸ τῶν Κορινθίων νεῶν, καὶ ἀποκοπεῖσαι ἢ τρυπηθεῖσαι κατὰ τὰς παρειάς, Θουκ. 7. 34. 3) διασπαράττω, ἀνοίγω πτῶμα, ἐπὶ λεόντων, Ἰλ. Σ. 582· ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 7, 9· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, δίχα ἀνερρήγνει, τὰ ἔκοπτεν εἰς δύο, Σοφ. Αἴ. 236. ΙΙ. κάμνω τινὰ ἤ τὶ νὰ ἐξορμήσῃ, νὰ «ξεσπάσῃ», λόγον Πινδ. Ἀποσπ. 172· ἔπη Ἀριστοφ. Ἱππ. 626· νεῖκος Θεόκρ. 22.172· τὰς πόλεις ἀνερρήγνυσαν Αἰτωλοί, ἠρέθιζον, συνετάρασσον, Πλουτ. Φλαμιν. 10, Μάρ. 35· πρβλ. ῥήγνυμι: - Παθ., «σπάνω», «σπάνω» πάλιν, ἐπὶ τρώματος τῆς πτέρνης ἢ ἄλλου μέλους τοῦ σώματος προελθόντος ἐκ πηδήματος ἀφ’ ὑψηλοῦ, χρόνια καὶ ὀχλώδεα καὶ πολλάκις ἀναρρηγνύμενα Ἱππ. π. Ἀγμ. 759· ἐπὶ πλημμυρῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 35· ἐπὶ ἡφαιστείων, ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 154· μεταφ. ἐπὶ προσώπων, ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν, εἰς τόλμαν Πλουτ. Βροῦτ. 18, Κικ 19: οὕτω καί, ΙΙΙ. ἀμετάβ., δέδοιχ’ ὅπως μή ’κ τῆς σιωπῆς τῆσδ’ ἀναρρήξει κακά, φοβοῦμαι μήπως ἐκ ταύτης τῆς σιωπῆς «ξεσπάσῃ» θύελλα κακῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1075· ἰδίως κατὰ μετοχ. παρακ., ἀνερρωγώς, περὶ τοῦ στόματος τῶν σαρκοβόρων ζῴων, στόμα ἔχειν ἀνερρωγός, μετὰ μεγάλου ἀνοίγματος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 22, ὡσαύτως ἐπ’ αὐτῶν τῶν ζῴων, τὰ μὲν καρχαρόδοντα πάντα ἀνερρωγότα αὐτόθι 3. 1, 12, πρβλ. 13: πρβλ. ῥήγνυμι C. - Ἐνεστώς τις ἀναρρήττω εὕρηται παρὰ Διοδ. 17. 58.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναρρήξω, ao. ἀνέρρηξα, pf. au sens intr. ἀνέρρωγα;
A. tr. I. (ἀνά, en haut);
1 briser à la surface ou en haut ; ouvrir : γαῖαν IL fendre la terre ; αὔλακας HDT creuser des sillons;
2 briser de bas en haut, ruiner de fond en comble ; τεῖχος IL renverser un mur;
II. (ἀνά, à travers);
1 briser en traversant : ναῦς ἀναρρήγνυται THC le navire est ouvert (par l’éperon du navire ennemi) ; déchirer, mettre en pièces;
2 faire éclater ; Pass. éclater, faire éruption ; fig. ἀναρρήγνυσθαι πρὸς ὀργήν PLUT éclater en un transport de colère ; fig. à l’Act. ἀν. πόλεις PLUT faire éclater des troubles ou de l’agitation dans les cités;
B. intr. éclater ; δέδοικα μὴ ἀναρρήξει κακά SOPH je crains que des malheurs n’éclatent.
Étymologie: ἀνά, ῥήγνυμι.