ἔντευξις: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔντευξις''': -εως, ἡ, τὸ ἐντυγχάνειν, ἡ [[συντυχία]], [[συνάντησις]], [[μετὰ]] δοτ., καὶ πρὸς τὰς τοῖς λῃσταῖς ἐντεύξεις Πλάτ. Πολιτικ. 298C. 2) [[συνέντευξις]] μετά τινος, περὶ τῆς ἐντεύξεως τῆς Φιλίππου Αἰσχίν. 34. 19, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 1· πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 3· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 1, 12· ἔντευξιν ποιεῖσθαί τινι, ἐντυγχάνειν αὐτῷ, λαμβάνειν μετ’ [[αὐτοῦ]] συνέντευξιν, τὰς ἐντεύξεις μὴ πυκνὰς ποιοῦ, [[μηδὲ]] μακρὰς περὶ τῶν αὐτῶν Ἰσοκρ. 6Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, [[συνουσία]], ἂν... διὰ χρόνου ποιῆται τὴν ἔντευξιν Πλούτ. 2. 655Β, κτλ. 3) ἐντεύξεις ὀχλικαί, ὁμιλίαι πρὸς τὸν ὄχλον, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 50. 4) [[αἴτησις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2829. 11, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 11: τὸ μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, Διόδ. 16, 55, Καιν. Διαθ. 5) [[ἀνάγνωσις]], [[μελέτη]], Πολύβ. 1. 1, 4., 9. 1, 13, Κλήμ Ἀλ. Π. 469Β, κλ. 6) [[μορφή]], ἐξωτερικὴ [[ὄψις]], [[ποίας]] ἐντεύξεώς ἐστιν; τί μορφὴν ἔχει; τί λογῆς [[ἄνθρωπος]] [[εἶναι]]; Θεοφάν. 441. 13.
|lstext='''ἔντευξις''': -εως, ἡ, τὸ ἐντυγχάνειν, ἡ [[συντυχία]], [[συνάντησις]], [[μετὰ]] δοτ., καὶ πρὸς τὰς τοῖς λῃσταῖς ἐντεύξεις Πλάτ. Πολιτικ. 298C. 2) [[συνέντευξις]] μετά τινος, περὶ τῆς ἐντεύξεως τῆς Φιλίππου Αἰσχίν. 34. 19, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 1· πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 3· [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 1, 12· ἔντευξιν ποιεῖσθαί τινι, ἐντυγχάνειν αὐτῷ, λαμβάνειν μετ’ [[αὐτοῦ]] συνέντευξιν, τὰς ἐντεύξεις μὴ πυκνὰς ποιοῦ, [[μηδὲ]] μακρὰς περὶ τῶν αὐτῶν Ἰσοκρ. 6Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, [[συνουσία]], ἂν... διὰ χρόνου ποιῆται τὴν ἔντευξιν Πλούτ. 2. 655Β, κτλ. 3) ἐντεύξεις ὀχλικαί, ὁμιλίαι πρὸς τὸν ὄχλον, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 50. 4) [[αἴτησις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2829. 11, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 11: τὸ μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, Διόδ. 16, 55, Καιν. Διαθ. 5) [[ἀνάγνωσις]], [[μελέτη]], Πολύβ. 1. 1, 4., 9. 1, 13, Κλήμ Ἀλ. Π. 469Β, κλ. 6) [[μορφή]], ἐξωτερικὴ [[ὄψις]], [[ποίας]] ἐντεύξεώς ἐστιν; τί μορφὴν ἔχει; τί λογῆς [[ἄνθρωπος]] [[εἶναι]]; Θεοφάν. 441. 13.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de rencontrer ; <i>p. suite</i><br /><b>1</b> entrevue, entretien, conférence : τινος, [[πρός]] τινα avec qqn ; ἐντεύξεις ποιεῖσθαί τινι ISOCR s’aboucher avec qqn, avoir des entrevues, une entrevue avec lui ; <i>particul.</i> relations intimes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> requête, demande.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντυγχάνω]].
}}
}}