ὑπέρογκος: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρογκος''': -ον, ὁ [[λίαν]] [[ὀγκώδης]], ὑπερβολικὸν ἔχων ὄγκον, γενομένης τῆς κνήμης ὑπ., ἐξογκωθείσης [[μεγάλως]], Ξεν. Ἑλλ. 5 4, 58· πιμελὴς καὶ ὑπ. Λουκ. Τίμων 15· [[δύναμις]] ὑπ., ἀντίθετον τῷ ταπεινή, Δημ. 46. 16· τὰ ὑπ. τῶν βελῶν Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 43. 2) [[ὑπερμεγέθης]], [[ὑπερβολικός]], [[ὑπέρμετρος]], οὐσίαι Πλάτ. Ἐπιστ. 317C· τιμαί, εὐτυχίαι Πλούτ. 2. 820?. Αἰμίλ. 34, κλπ.· τὰ ὑπέρογκα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλλείποντα, Πλάτ. Νόμ. 728Ε· ― ἐπὶ ὕφους [[μεγαλοπρεπής]], [[κομπαστικός]], πομπώδης, Πλούτ. 2. 7Α· ― [[καθόλου]], [[μέγας]] εἰς ὑπερβολήν, [[πρᾶγμα]] Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 23. 2. ― Ἐπίρρ., -κως, Φίλων 1. 103, Πλούτ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ οὐδετ., ὑπέρογκον φρονεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 226· ὑπέρογκα Γ. Λαπίθ. στ. 526. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρογκον, μέγα, ὑψηλόν, [[ὑπὲρ]] [[μέτρον]]». | |lstext='''ὑπέρογκος''': -ον, ὁ [[λίαν]] [[ὀγκώδης]], ὑπερβολικὸν ἔχων ὄγκον, γενομένης τῆς κνήμης ὑπ., ἐξογκωθείσης [[μεγάλως]], Ξεν. Ἑλλ. 5 4, 58· πιμελὴς καὶ ὑπ. Λουκ. Τίμων 15· [[δύναμις]] ὑπ., ἀντίθετον τῷ ταπεινή, Δημ. 46. 16· τὰ ὑπ. τῶν βελῶν Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 43. 2) [[ὑπερμεγέθης]], [[ὑπερβολικός]], [[ὑπέρμετρος]], οὐσίαι Πλάτ. Ἐπιστ. 317C· τιμαί, εὐτυχίαι Πλούτ. 2. 820?. Αἰμίλ. 34, κλπ.· τὰ ὑπέρογκα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλλείποντα, Πλάτ. Νόμ. 728Ε· ― ἐπὶ ὕφους [[μεγαλοπρεπής]], [[κομπαστικός]], πομπώδης, Πλούτ. 2. 7Α· ― [[καθόλου]], [[μέγας]] εἰς ὑπερβολήν, [[πρᾶγμα]] Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 23. 2. ― Ἐπίρρ., -κως, Φίλων 1. 103, Πλούτ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ οὐδετ., ὑπέρογκον φρονεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 226· ὑπέρογκα Γ. Λαπίθ. στ. 526. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρογκον, μέγα, ὑψηλόν, [[ὑπὲρ]] [[μέτρον]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> gonflé outre mesure;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> très gros, chargé d’embonpoint;<br /><b>2</b> ampoulé (style);<br /><b>3</b> énorme, démesuré, excessif ; <i>fig.</i> orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὄγκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of excessive bulk or size, γενομένης τῆς κνήμης ὑ. swelled to a great size, X.HG5.4.58; [μαστοὶ] οἱ ὑ. Sor.1.88; πιμελὴς καὶ ὑ. Luc.tim.15; δύναμις ὑ., opp. ταπεινή, D.4.23; τὰ ὑ. τῶν βελῶν Arist.Aud.802b34. 2 immoderate, excessive, οὐσίαι Pl.Ep.317c; τιμαί, εὐτυχίαι, etc., Plu.2.820f, Aem.34, etc.; φρόνημα Id.Luc.21; τὰ ὑ., opp. τὰ ἐλλείποντα, Pl.Lg.728e; of style, ponderous, verbose, Plu.2.7a (but also ὑπέρογκα λαλεῖν talk 'big', Ep.Jud.16, cf. 2 Ep.Pet.2.18): generally, exceedingly great, πρᾶγμα Luc.DMort.23.2. Adv. -κως Ph.1.103, Plu.Demetr. 30: neut. as Adv., ὑπέρογκον φρονεῖν Iamb.Protr.14. 3 difficult, LXX 2 Ki.13.2.
German (Pape)
[Seite 1199] von übermäßigem Umfange, angeschwollen, Xen. Hell. 5, 4, 58; von übergroßer Masse, bes. allzu fleischig, Sp., wie Alciphr. 1, 39, Ggstz von ἄσαρκος; vgl. Poll. 4, 136; – allgem., unmäßig, Plat. Legg. V, 728 e; δύναμις, Dem. 4, 23; auch πρᾶγμα, Luc. D. mort. 23, 2; vom Styl, schwülstig, Plut. ed. lib. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρογκος: -ον, ὁ λίαν ὀγκώδης, ὑπερβολικὸν ἔχων ὄγκον, γενομένης τῆς κνήμης ὑπ., ἐξογκωθείσης μεγάλως, Ξεν. Ἑλλ. 5 4, 58· πιμελὴς καὶ ὑπ. Λουκ. Τίμων 15· δύναμις ὑπ., ἀντίθετον τῷ ταπεινή, Δημ. 46. 16· τὰ ὑπ. τῶν βελῶν Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 43. 2) ὑπερμεγέθης, ὑπερβολικός, ὑπέρμετρος, οὐσίαι Πλάτ. Ἐπιστ. 317C· τιμαί, εὐτυχίαι Πλούτ. 2. 820?. Αἰμίλ. 34, κλπ.· τὰ ὑπέρογκα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλλείποντα, Πλάτ. Νόμ. 728Ε· ― ἐπὶ ὕφους μεγαλοπρεπής, κομπαστικός, πομπώδης, Πλούτ. 2. 7Α· ― καθόλου, μέγας εἰς ὑπερβολήν, πρᾶγμα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 23. 2. ― Ἐπίρρ., -κως, Φίλων 1. 103, Πλούτ.· ὡσαύτως ἐν τῷ οὐδετ., ὑπέρογκον φρονεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 226· ὑπέρογκα Γ. Λαπίθ. στ. 526. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρογκον, μέγα, ὑψηλόν, ὑπὲρ μέτρον».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. gonflé outre mesure;
II. p. ext.
1 très gros, chargé d’embonpoint;
2 ampoulé (style);
3 énorme, démesuré, excessif ; fig. orgueilleux.
Étymologie: ὑπέρ, ὄγκος.