μύω: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύω''': μέλλ. -ύσω Λυκόφρ. 988: ἀόρ. ἔμῠσα, Ἐπικ. γ΄ πληθ. μύσαν: πρκμ. μέμῡκα· [τὸ υ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀείποτε μακρὸν ἐν τῷ ἐνεστ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 95, Νικ. Ἀποσπ. 2. 56: ― ἀλλὰ ῠ βεβαίως ἐν τῷ ἀορ., Ἰλ. Ω. 637, Σοφ. Ἀντ. 421, Εὐρ. Μήδ. 1183, πλὴν παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Ἀνθ. Π. 7. 630., 9. 558· ἐν τῷ πρκμ. ἀείποτε ῡ, [[οἷον]] Ἰλ. Ω. 420, Ἀνθ. Π. παράρτ. 48]· Ι. ἀμεταβ., εἶμαι [[κλειστός]], «[[κλείω]]», κλείομαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, οὐ γάρ πω μύσαν [[ὄσσε]] ὑπὸ βλεφάροισι Ἰλ. Ω. 637· ἐκ μύσαντος ὄμματος, ἐκ κλεισθέντος ὀφθαλμοῦ, Εὐρ. Μήδ. 1183· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ στόματος ἢ οἱουδήποτε ἀνοίγματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D, Ἀνθ. Π. 7. 620· χείλεα μεμυκὼς [[αὐτόθι]] 15. 10· τρηχύς... μέμυκε [[πόρος]] [[αὐτόθι]] 10. 5· ἐπὶ διθύρου ὀστράκου, ἀντίθετ. τῷ κεχηνέναι, Ἀθήν. 93F· ― πρβλ. [[συμμύω]]. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς μου, μύω τε καὶ [[δέδορκα]] Σοφ. Ἀποσπ. 754· φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 12· ἰδίως ἐν φόβῳ καὶ κινδύνῳ, μύσας, ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς κλειστούς, Σοφ. Ἀντ. 421, Ἀριστοφ. Σφ. 988, Πλάτ. Θεαίτ. 163Ε, κ. ἀλλ.· ὅλην μύσας ἔκπινε Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκοις» 4· μύσας τῷ λογισμῷ Πλουτ. Πομπ. 60. 3) μεταφορ., [[ἡσυχάζω]], πραΰνομαι, ἐπὶ πόνου, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ, «ὅ,τι ἂν ἡσυχάσῃ τοῦ κακοῦ τούτου, [[πάλιν]] κινήσας ἀνέτρεψας» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 1008· ἐπὶ καταιγίδων, Ἀνθ. Π. 7. 293. ΙΙ. μεταβ., [[κλείω]], [[αὐτόθι]] 7. 221· [[ὕπνος]] ἔμυσε κόρας [[αὐτόθι]] 9. 558. (Ἐκ τῆς √ΜΥ, ἴδε μύ, μῦ), παριστανούσης ἦχον γινόμενον διὰ κεκλεισμένων τῶν χειλέων· [[ἐντεῦθεν]]: μύσις, μυΐνδα, μύωψ· ― μυάω, μοιμυάω, μοιμύλλω, μύζω (Α) [[ψιθυρίζω]], μυγμός, μυχθίζω, μυκάομαι· ― μυκτήρ· ― μυέω, μύστης, μυστήριον· ― [[ὡσαύτως]] μύζω (Β) μυζῶ, βυζαίνω, ῥοφῶ, μυζάω· ― [[ἴσως]] καὶ τὰ μῶμος, ἀμύμων· ― πρβλ. Σανσκρ. mû-kas (mutus, πρβλ. μυκός· [[ἄφωνος]] Ἡσύχ.)· Λατ. mu-tus, mu-sso, mu-tio ([[ψιθυρίζω]]), ἀγγλ. to mutter).
|lstext='''μύω''': μέλλ. -ύσω Λυκόφρ. 988: ἀόρ. ἔμῠσα, Ἐπικ. γ΄ πληθ. μύσαν: πρκμ. μέμῡκα· [τὸ υ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀείποτε μακρὸν ἐν τῷ ἐνεστ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 95, Νικ. Ἀποσπ. 2. 56: ― ἀλλὰ ῠ βεβαίως ἐν τῷ ἀορ., Ἰλ. Ω. 637, Σοφ. Ἀντ. 421, Εὐρ. Μήδ. 1183, πλὴν παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Ἀνθ. Π. 7. 630., 9. 558· ἐν τῷ πρκμ. ἀείποτε ῡ, [[οἷον]] Ἰλ. Ω. 420, Ἀνθ. Π. παράρτ. 48]· Ι. ἀμεταβ., εἶμαι [[κλειστός]], «[[κλείω]]», κλείομαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, οὐ γάρ πω μύσαν [[ὄσσε]] ὑπὸ βλεφάροισι Ἰλ. Ω. 637· ἐκ μύσαντος ὄμματος, ἐκ κλεισθέντος ὀφθαλμοῦ, Εὐρ. Μήδ. 1183· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ στόματος ἢ οἱουδήποτε ἀνοίγματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D, Ἀνθ. Π. 7. 620· χείλεα μεμυκὼς [[αὐτόθι]] 15. 10· τρηχύς... μέμυκε [[πόρος]] [[αὐτόθι]] 10. 5· ἐπὶ διθύρου ὀστράκου, ἀντίθετ. τῷ κεχηνέναι, Ἀθήν. 93F· ― πρβλ. [[συμμύω]]. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, [[κλείω]] τοὺς ὀφθαλμούς μου, μύω τε καὶ [[δέδορκα]] Σοφ. Ἀποσπ. 754· φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 12· ἰδίως ἐν φόβῳ καὶ κινδύνῳ, μύσας, ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς κλειστούς, Σοφ. Ἀντ. 421, Ἀριστοφ. Σφ. 988, Πλάτ. Θεαίτ. 163Ε, κ. ἀλλ.· ὅλην μύσας ἔκπινε Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκοις» 4· μύσας τῷ λογισμῷ Πλουτ. Πομπ. 60. 3) μεταφορ., [[ἡσυχάζω]], πραΰνομαι, ἐπὶ πόνου, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ, «ὅ,τι ἂν ἡσυχάσῃ τοῦ κακοῦ τούτου, [[πάλιν]] κινήσας ἀνέτρεψας» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 1008· ἐπὶ καταιγίδων, Ἀνθ. Π. 7. 293. ΙΙ. μεταβ., [[κλείω]], [[αὐτόθι]] 7. 221· [[ὕπνος]] ἔμυσε κόρας [[αὐτόθι]] 9. 558. (Ἐκ τῆς √ΜΥ, ἴδε μύ, μῦ), παριστανούσης ἦχον γινόμενον διὰ κεκλεισμένων τῶν χειλέων· [[ἐντεῦθεν]]: μύσις, μυΐνδα, μύωψ· ― μυάω, μοιμυάω, μοιμύλλω, μύζω (Α) [[ψιθυρίζω]], μυγμός, μυχθίζω, μυκάομαι· ― μυκτήρ· ― μυέω, μύστης, μυστήριον· ― [[ὡσαύτως]] μύζω (Β) μυζῶ, βυζαίνω, ῥοφῶ, μυζάω· ― [[ἴσως]] καὶ τὰ μῶμος, ἀμύμων· ― πρβλ. Σανσκρ. mû-kas (mutus, πρβλ. μυκός· [[ἄφωνος]] Ἡσύχ.)· Λατ. mu-tus, mu-sso, mu-tio ([[ψιθυρίζω]]), ἀγγλ. to mutter).
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. part.</i> μεμυκώς;<br /><b>1</b> se fermer, être ferme, clos;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se tenir la bouche close <i>ou</i> les yeux fermés, <i>càd</i> être silencieux.<br />'''Étymologie:''' R. Μυ, mouvoir ; v. [[ἀμείβω]] ; cf. <i>lat.</i> moveo.
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύω Medium diacritics: μύω Low diacritics: μύω Capitals: ΜΥΩ
Transliteration A: mýō Transliteration B: myō Transliteration C: myo Beta Code: mu/w

English (LSJ)

fut. μύσω [ῠ] Lyc.988: aor. ἔμυσα, Ep. 3pl. μύσαν: pf. μέμῡκα: [ῡ in pres., Call.Dian.95, Nic.Fr.74.56: ῠ in aor., Il.24.637, S.Ant. 421, E.Med.1183, exc. in later writers, as AP7.630 (Antiphil.), 9.558 (Eryc.): ῡ in pf., Il.24.420, App.Anth.4.39 (Leon.) ]:    I intr., close, be shut, of the eyes, οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν Il.24.637; ἐκ μύσαντος ὄμματος from closed eye, E.l.c.; of the mouth or any opening, τὰ τῶν διεξόδων στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ συναυαινόμενα μύσαντα Pl.Phdr.251d; χεῖλος ἔμυσε AP7.630 (Antiphil.); μεμυκὼς χείλεα σιγῇ ib.15.40 (Cometas); τρηχὺς . . μέμυκε πόρος ib.10.5 (Thyill.); of bivalve fish, opp. κεχηνέναι, Ath.3.93f; of flowers, κρόκος εἴαρι μύων Nic. l.c.; but also, wither, ἀστάχυσιν μεμυκόσιν ἐξ αὐχμοῦ καὶ ἀνομβρίας Ph.2.383: metaph., τῷ λιμῷ μαραινόμενοι καὶ μεμυκότες J.BJ6.5.1.    2 of persons or animals, shut the eyes, μύω τε καὶ δέδορκα S.Fr.774; φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα Arist.de An.428a16; οὐ μύοντα λαγωόν Call.Dian.95; μύσας as a preliminary to going through what is painful, παρέχειν μύσαντα εὖ καὶ ἀνδρείως Pl.Grg.480c, cf. S. Ant.421, Ar.V.988, Antiph.3: metaph., μύσας τῷ λογισμῷ Plu.Pomp. 60.    3 metaph., to be lulled to rest, abate, of pain, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ S.Tr.1009 (lyr.); of storms, AP7.293 (Isid.Aeg.).    II trans., close, shut, κανθούς ib.221; ὕπνος ἔμυσε κόρας ib.9.558 (Eryc.); τοὺς ὀφθαλμούς ποσως μ. Alex.Aphr.Pr.1.105; περὶ ὃ πᾶν ὄμμα μύομεν Dam.Pr.6.

German (Pape)

[Seite 224] (μῦ), sich schließen, zuschließen, bes. von den Lippen u. den Augen; οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν, Il. 24, 637, d. i. ich habe noch nicht die Augen im Schlafe geschlossen; σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν, als tmesis von συμμύω zu betrachten, ib. 420; μύσαντες δ' εἴχομεν θείαν νόσον, Soph. Ant. 417; übtr., ἀνατέτροφας ὅτι καὶ μύσῃ, Tr. 1005, was der Schol. durch ἡσυχάσῃ erklärt, von der Wunde, die sich schon zusammengeschlossen, hergenommen, der Schmerz, der sich schon gelegt hatte. – Auch in Prosa, δόξει σοι μύειν ἢ παντάπασιν οὐκ ἔχειν ὄμματα, Plat. Soph. 239 e; παρέχειν μύσαντα καὶ ἀνδρείώς, mit zugemachten Augen, Gorg. 480 c; φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα, Arist. de anim. 3, 3; μύσας ἔκπινε, Antiphan. agroec. frg. 4; χείλεα μεμυκὼς σιγῇ, Cometas (XV, 40); in späterer Prosa, εἰ μύοντί σοι προσελθὼν εἴποι τι, Luc. rhet. praec. 11, εἰ μύοντες οἱ πένητες ἴοιεν, Epist. Saturn. 35; bei sp. Med., μύειν τοὺς ὀφθαλμούς, u. allgemeiner, μύειν τὰς αἰσθήσεις. – [Υ im praes. scheint überall lang; im aor. ist es kurz, Il. 24, 637, Soph. Ant. 417, Eur. Med. 1123, Ep. ad. 660 (VII, 221, κανθοὺς τοὺς γλυκεροὺς ἔμυσας), Pallad. 13. 16 (X, 55. 47, χρή με μύσαντα φέρειν u. ἔσθιε, πῖνε, μύσας ἐπὶ πένθεσιν, verbeiße das Leid); aber auch lang bei Sp., Antiphil. 43 (VII, 630, οὔπω χεῖλος ἔμυσε); Eryc. 7 (IX, 558, ὕπνος ἔμυσε κόρας); im perf. ist υ lang, vgl. Leon. Tar. 63 (App. 48).]

Greek (Liddell-Scott)

μύω: μέλλ. -ύσω Λυκόφρ. 988: ἀόρ. ἔμῠσα, Ἐπικ. γ΄ πληθ. μύσαν: πρκμ. μέμῡκα· [τὸ υ φαίνεται ὅτι εἶναι ἀείποτε μακρὸν ἐν τῷ ἐνεστ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 95, Νικ. Ἀποσπ. 2. 56: ― ἀλλὰ ῠ βεβαίως ἐν τῷ ἀορ., Ἰλ. Ω. 637, Σοφ. Ἀντ. 421, Εὐρ. Μήδ. 1183, πλὴν παρὰ μεταγεν., οἷον Ἀνθ. Π. 7. 630., 9. 558· ἐν τῷ πρκμ. ἀείποτε ῡ, οἷον Ἰλ. Ω. 420, Ἀνθ. Π. παράρτ. 48]· Ι. ἀμεταβ., εἶμαι κλειστός, «κλείω», κλείομαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισι Ἰλ. Ω. 637· ἐκ μύσαντος ὄμματος, ἐκ κλεισθέντος ὀφθαλμοῦ, Εὐρ. Μήδ. 1183· οὕτως ἐπὶ τοῦ στόματος ἢ οἱουδήποτε ἀνοίγματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D, Ἀνθ. Π. 7. 620· χείλεα μεμυκὼς αὐτόθι 15. 10· τρηχύς... μέμυκε πόρος αὐτόθι 10. 5· ἐπὶ διθύρου ὀστράκου, ἀντίθετ. τῷ κεχηνέναι, Ἀθήν. 93F· ― πρβλ. συμμύω. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, κλείω τοὺς ὀφθαλμούς μου, μύω τε καὶ δέδορκα Σοφ. Ἀποσπ. 754· φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 12· ἰδίως ἐν φόβῳ καὶ κινδύνῳ, μύσας, ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς κλειστούς, Σοφ. Ἀντ. 421, Ἀριστοφ. Σφ. 988, Πλάτ. Θεαίτ. 163Ε, κ. ἀλλ.· ὅλην μύσας ἔκπινε Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκοις» 4· μύσας τῷ λογισμῷ Πλουτ. Πομπ. 60. 3) μεταφορ., ἡσυχάζω, πραΰνομαι, ἐπὶ πόνου, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ, «ὅ,τι ἂν ἡσυχάσῃ τοῦ κακοῦ τούτου, πάλιν κινήσας ἀνέτρεψας» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 1008· ἐπὶ καταιγίδων, Ἀνθ. Π. 7. 293. ΙΙ. μεταβ., κλείω, αὐτόθι 7. 221· ὕπνος ἔμυσε κόρας αὐτόθι 9. 558. (Ἐκ τῆς √ΜΥ, ἴδε μύ, μῦ), παριστανούσης ἦχον γινόμενον διὰ κεκλεισμένων τῶν χειλέων· ἐντεῦθεν: μύσις, μυΐνδα, μύωψ· ― μυάω, μοιμυάω, μοιμύλλω, μύζω (Α) ψιθυρίζω, μυγμός, μυχθίζω, μυκάομαι· ― μυκτήρ· ― μυέω, μύστης, μυστήριον· ― ὡσαύτως μύζω (Β) μυζῶ, βυζαίνω, ῥοφῶ, μυζάω· ― ἴσως καὶ τὰ μῶμος, ἀμύμων· ― πρβλ. Σανσκρ. mû-kas (mutus, πρβλ. μυκός· ἄφωνος Ἡσύχ.)· Λατ. mu-tus, mu-sso, mu-tio (ψιθυρίζω), ἀγγλ. to mutter).

French (Bailly abrégé)

pf. part. μεμυκώς;
1 se fermer, être ferme, clos;
2 fig. se tenir la bouche close ou les yeux fermés, càd être silencieux.
Étymologie: R. Μυ, mouvoir ; v. ἀμείβω ; cf. lat. moveo.