πατήρ: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰτήρ''': ὁ, γεν. καὶ δοτικ. πατέρος, πατέρι παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πατρός, πατρὶ ([[ἅπερ]] [[εἶναι]] οἱ συνηθέστατοι τύποι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., καὶ Πινδ.)· αἰτ. ἀείποτε πατέρα· κλητ. πάτερ· - πληθ., πατέρες, πατέρας, πατέρων (πατρῶν μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 687., Θ. 245)· δοτ. ἀείποτε πατράσι [ᾰ] (ἥτις [[ὅμως]] δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.), παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. πατέρεσσι, Κόϊντ. Σμ. 10. 40, Ἰακώψιος εἰς Ἀνθ. Π. 4, σ. 969· πρβλ. [[μήτηρ]]· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πατέρας», Ὅμηρ., κλ.· πατρὸς [[πατήρ]], ὁ [[πάππος]], Ἰλ. Ξ. 118, Ὀδ. Τ. 180, Πίνδ., κλ.· καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός, ἀρκεῖ εἰς ἐμὲ νὰ μὲ ὀνομάζωσιν υἱὸν τούτου τοῦ πατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 107· τὰ πρὸς πατρός,= [[πατρόθεν]], Ἡρόδ. 7. 99. ΙΙ. μεταξὺ τῶν θεῶν ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται μετ’ ἐμφάσεως [[πατήρ]], πατὴρ Ζεύς, π. [[Κρονίδης]], π. ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ.: οὕτω, [[Ζεὺς]] π. Αἰσχύλ. Θήβ. 512, κτλ.· Ζεῦ πάτερ καὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 225 πατέρ’ Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα Πινδ. Π. 4. 344· ὁ τῶν ἁπάντων [[Ζεὺς]] πατὴρ [[Ὀλύμπιος]] Σοφ. Φιλ. 275, κτλ. ΙΙΙ. ἡ [[λέξις]] πατὴρ ἐχρησίμευεν εἰς τὸ προσφωνεῖν ἄνδρας πρεσβευτέρους τὴν ἡλικίαν [[χάριν]] σεβασμοῦ ὡς συμβαίνει ἐν πάσαις ταῖς γλώσσαις, ξεῖνε πάτερ Ὀδ. Η. 28, 48, 145, κτλ. IV. μεταφορ., ὡς τὸ [[αἴτιος]], [[ἀρχηγός]], Λατιν. auctor, π. ἀοιδᾶν .. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 314· [[χρόνος]] ὁ πάντων π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 32, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 41Α, Συμπ. 177D, Φαῖδρ. 257Β, κτλ.· ἐπὶ χρηματικοῦ κεφαλαίου, τόκοι ... τοῦ πατρὸς ἔκγονα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 555Ε. V. ἐν τῷ πληθυντ., 1) πατέρες, δηλ. προπάτορες, πρόγονοι, Ἰλ. Ζ. 209, κτλ.· ἐξ ἔτι πατρῶν, ὡς [[κληρονομία]] ἐκ τῶν προγόνων, Ὀδ. Θ. 245· ἐκ πατέρων Πινδ. Π. 8. 65. 2) οἱ γονεῖς τινος, Διον. Ἁλ. 2. 26, Διοδ. Ἐκλογ. 561. 23, Ἀλκίφρων 3. 40, 3, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227· οὕτω Λατ. patres, Burm. Ov. Met. 4. 61, καὶ soceri (ἀντὶ socer et socrus), Gron. Liv. 1. 39, 2. 3) ὡς τὸ Λατιν. parens, ἡ [[μητρόπολις]], ἡ [[πόλις]] ἡ ἀποστέλλουσα ἀποικίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀποικία]], Wess. καὶ Valck. εἰς Ἡρόδ. 7. 51., 8. 22, Duker Flor. 1. 3, 9· πρβλ. [[πρόγονος]]. - (Πρβλ. Σανσκρ. pit-â, pit-ri, Ζενδ. pit-a· Λατιν. καὶ Οὐμβρ. paler· Γοτθ. fad-ar Ἀρχ. Γερμ. fat-ar, κτλ.· πρβλ. πάτρως. Λατ. pat-ruus, Ἀρχ. Γερμαν. fat-aro, Ἀγγλο-Σαξον. fadh-u (father’s sister)· [[ὡσαύτως]] [[πάτριος]], [[πατρῷος]], Λατ. patrius, paternus, Σανσκρ. pitryas· - ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. pâ (nutrire).
|lstext='''πᾰτήρ''': ὁ, γεν. καὶ δοτικ. πατέρος, πατέρι παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πατρός, πατρὶ ([[ἅπερ]] [[εἶναι]] οἱ συνηθέστατοι τύποι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., καὶ Πινδ.)· αἰτ. ἀείποτε πατέρα· κλητ. πάτερ· - πληθ., πατέρες, πατέρας, πατέρων (πατρῶν μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 687., Θ. 245)· δοτ. ἀείποτε πατράσι [ᾰ] (ἥτις [[ὅμως]] δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.), παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. πατέρεσσι, Κόϊντ. Σμ. 10. 40, Ἰακώψιος εἰς Ἀνθ. Π. 4, σ. 969· πρβλ. [[μήτηρ]]· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πατέρας», Ὅμηρ., κλ.· πατρὸς [[πατήρ]], ὁ [[πάππος]], Ἰλ. Ξ. 118, Ὀδ. Τ. 180, Πίνδ., κλ.· καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός, ἀρκεῖ εἰς ἐμὲ νὰ μὲ ὀνομάζωσιν υἱὸν τούτου τοῦ πατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 107· τὰ πρὸς πατρός,= [[πατρόθεν]], Ἡρόδ. 7. 99. ΙΙ. μεταξὺ τῶν θεῶν ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται μετ’ ἐμφάσεως [[πατήρ]], πατὴρ Ζεύς, π. [[Κρονίδης]], π. ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ.: οὕτω, [[Ζεὺς]] π. Αἰσχύλ. Θήβ. 512, κτλ.· Ζεῦ πάτερ καὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 225 πατέρ’ Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα Πινδ. Π. 4. 344· ὁ τῶν ἁπάντων [[Ζεὺς]] πατὴρ [[Ὀλύμπιος]] Σοφ. Φιλ. 275, κτλ. ΙΙΙ. ἡ [[λέξις]] πατὴρ ἐχρησίμευεν εἰς τὸ προσφωνεῖν ἄνδρας πρεσβευτέρους τὴν ἡλικίαν [[χάριν]] σεβασμοῦ ὡς συμβαίνει ἐν πάσαις ταῖς γλώσσαις, ξεῖνε πάτερ Ὀδ. Η. 28, 48, 145, κτλ. IV. μεταφορ., ὡς τὸ [[αἴτιος]], [[ἀρχηγός]], Λατιν. auctor, π. ἀοιδᾶν .. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 314· [[χρόνος]] ὁ πάντων π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 32, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 41Α, Συμπ. 177D, Φαῖδρ. 257Β, κτλ.· ἐπὶ χρηματικοῦ κεφαλαίου, τόκοι ... τοῦ πατρὸς ἔκγονα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 555Ε. V. ἐν τῷ πληθυντ., 1) πατέρες, δηλ. προπάτορες, πρόγονοι, Ἰλ. Ζ. 209, κτλ.· ἐξ ἔτι πατρῶν, ὡς [[κληρονομία]] ἐκ τῶν προγόνων, Ὀδ. Θ. 245· ἐκ πατέρων Πινδ. Π. 8. 65. 2) οἱ γονεῖς τινος, Διον. Ἁλ. 2. 26, Διοδ. Ἐκλογ. 561. 23, Ἀλκίφρων 3. 40, 3, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227· οὕτω Λατ. patres, Burm. Ov. Met. 4. 61, καὶ soceri (ἀντὶ socer et socrus), Gron. Liv. 1. 39, 2. 3) ὡς τὸ Λατιν. parens, ἡ [[μητρόπολις]], ἡ [[πόλις]] ἡ ἀποστέλλουσα ἀποικίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀποικία]], Wess. καὶ Valck. εἰς Ἡρόδ. 7. 51., 8. 22, Duker Flor. 1. 3, 9· πρβλ. [[πρόγονος]]. - (Πρβλ. Σανσκρ. pit-â, pit-ri, Ζενδ. pit-a· Λατιν. καὶ Οὐμβρ. paler· Γοτθ. fad-ar Ἀρχ. Γερμ. fat-ar, κτλ.· πρβλ. πάτρως. Λατ. pat-ruus, Ἀρχ. Γερμαν. fat-aro, Ἀγγλο-Σαξον. fadh-u (father’s sister)· [[ὡσαύτως]] [[πάτριος]], [[πατρῷος]], Λατ. patrius, paternus, Σανσκρ. pitryas· - ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. pâ (nutrire).
}}
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> πατέρος, <i>att. et poét.</i> πατρός;<br /><i>dat.</i> πατέρι, <i>att. et poét.</i> πατρί ; <i>acc.</i> πατέρα ; <i>voc.</i> πάτερ;<br /><i>plur. nom.</i> πατέρες, <i>gén.</i> πατέρων, <i>dat.</i> πατράσι, <i>acc.</i> πατέρας;<br /><b>I.</b> père : πατρὸς [[πατήρ]] IL, OD, <i>etc.</i> père du père, grand-père, aïeul;<br />[[οἱ]] πατέρες;<br /><b>1</b> les parents, <i>càd</i> le père et la mère;<br /><b>2</b> les ancêtres;<br /><b>3</b> les fondateurs d’une race, souche, métropole;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> père, titre de respect et d’affection qu’on donnait aux vieillards.<br />'''Étymologie:''' R. Πα, nourrir ; cf. R. <i>skr.</i> Pâ ; cf. <i>lat.</i> pater, <i>skr.</i> pitâr, etc.
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰτήρ Medium diacritics: πατήρ Low diacritics: πατήρ Capitals: ΠΑΤΗΡ
Transliteration A: patḗr Transliteration B: patēr Transliteration C: patir Beta Code: path/r

English (LSJ)

ὁ, gen. and dat. πατέρος, πατέρι in Ep. and Lyr., Att. πατρός, πατρί (which is also the commoner form in Hom., Hes., and Pi.) ; acc. always πατέρα ; voc. πάτερ : pl. πατέρες, πατέρας, πατέρων (πατρῶν only Od.4.687, 8.245) ; dat. πατράσι [ᾰ] (cf. Skt. loc. pl.

   A pitṛ[snull ]u, no dat. pl. occurs in Hom. or Hes.), late Ep. πατέρεσσι Q.S.10.40 :— father, Il.1.98, etc. ; πατρὸς πατήρ grandfather, 14.118, Od.19.180, X.HG6.3.4, etc. ; τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός S.Fr.86 ; μητρὸς καλεῖσθαι παῖδα τοῦ π. παρόν ib.564 ; τὰ πρὸς πατρός by the father's side, Hdt.7.99, cf. SIG1015.7 (Halic.), etc. ; esp. of God, the father of the Israelites, LXXDe.32.6, al. ; father of men, Ev.Matt. 6.8, al. ; father of Jesus Christ, ib.7.21,al.    II esp. as epith. of Zeus, πατὴρ Ζεύς, π. Κρονίδης, π. ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Il.4.235, 21.508, 1.544, al. ; Ζεὺς π. A.Th. 512, etc. ; Ζεῦ πάτερ καὶ θεοί Ar.Ach.225 ; π. Οὐρανιδᾶν Ζ. Pi.P.4.194 ; ὁ τῶν ἁπάντων Ζεὺς π. Ὀλύμπιος S.Tr.275, etc.    III respectful mode of addressing persons older than oneself, ξεὶνε πάτερ Od.7.28,48,8.145, cf. POxy. 1296.15 (iii A. D.), etc. ; in addressing an elder brother, UPZ65.3 (ii B.C.).    IV metaph., father, author, ἀοιδᾶν π . . . εὐαίνητος Ὀρφεύς Pi.P.4.176 ; Χρόνος ὁ πάντων π. Id.O.2.17, cf. Pl.Ti.41a ; τοῦ λόγου π. Id.Smp. 177d, cf. Phdr.257b, etc. ; ὁ π. τῶν φώτων, i.e. God, the father of the stars, Ep.Jac.1.17 ; οἱ π. τῶν ἀτόμων the authors of the atomic theory, Gal.1.246 ; of capital, τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους Pl.R.555e.    V title of a grade in the mysteries of Mithras, IG14.1272, etc.    VI π. πατρίδος, = Lat. pater patriae, Plu.Cic.23, BGU1074.1 (i A. D.), IG7.2713.33 (Acraeph., i A. D.), etc. ; similarly, π. τῆς πόλεως ib.5(1).1417.11 (Methone).    VII in pl.,    1 forefathers, Il.6.209, etc. ; ἐξέτι πατρῶν from our fathers' time, Od.8.245 ; ἐκ πατέρων Pi.P.8.45.    2 parents, D.S.21.17, Alciphr.3.40, Epigr.Gr.227 (Teos).    3 parentnation, opp. colonists, Hdt.7.51, 8.22, Plu.Them.9. (Cf. Skt.pitár-, Lat. pater, etc.)

German (Pape)

[Seite 534] ὁ, gen. πατέρος, att. u. schon bei Hom. u. Hes. viel häufiger πατρός, eben so dat. πατέρι u. πατρί, acc. πατέρα, voc. πάτερ, gen. plur. πατέρων u. πατρῶν, dat. πατράσι, πατέρεσσι, Qu. Sm. 10, 40, – der Vater, pater; εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, Od. 8, 550; πατρὸς δ' ἐξ ἀγαθοῦ καὶ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι, Il. 14, 113, u. oft, wie bei den Folgdn überall; πατρὸς πατήρ, der Großvater, 14, 118 Od. 19, 180. Von den Göttern heißt bes. Zeus πατήρ, auch πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Hom. u. A. – Uebh. wie bei uns ehrende Anrede Jüngerer an Aeltere mit dem Ausdruck der Hochachtung u. Liede, Od. 7, 48. 8, 145 u. sonst. – Uebh. der Urheber wovon, der Erfinder, Jacobs Ach. Tat. p. 493; so πατὴρ ἔργων, ἃ δι' ἐμοῦ γιγνόμενα, Plat. Tim. 41 a, wie τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντός, 28 c; dah. auch vom Capital, τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, Rep. VIII, 555 e; τοῦ λόγου, Conv. 177 d, u. öfter, wie Sp. – Im plur. die Väter, die Ahnherren, Vorfahren, Hom. u. Folgde, wie Pind. Ol. 2, 7 u. oft; Eur. Andr. 766; Thuc. 2, 11, oft; ἀγαθῶν πατέρων φύντι, Plat. Legg. VI, 772 e; ἐκ πατέρων, von den Vätern her, von den Vätern angestammt, Jac. A. P. p. 792; auch die Eltern, Vater und Mutter, D. Hal. u. Sp., vgl. Schäfer mel. p. 45. – Das Stammvolk, der Mutterstaat im Gegensatz der Colonie, vgl. Valck. zu Her. 7, 51. 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτήρ: ὁ, γεν. καὶ δοτικ. πατέρος, πατέρι παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πατρός, πατρὶ (ἅπερ εἶναι οἱ συνηθέστατοι τύποι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., καὶ Πινδ.)· αἰτ. ἀείποτε πατέρα· κλητ. πάτερ· - πληθ., πατέρες, πατέρας, πατέρων (πατρῶν μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 687., Θ. 245)· δοτ. ἀείποτε πατράσι [ᾰ] (ἥτις ὅμως δὲν ἦτο ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.), παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. πατέρεσσι, Κόϊντ. Σμ. 10. 40, Ἰακώψιος εἰς Ἀνθ. Π. 4, σ. 969· πρβλ. μήτηρ· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πατέρας», Ὅμηρ., κλ.· πατρὸς πατήρ, ὁ πάππος, Ἰλ. Ξ. 118, Ὀδ. Τ. 180, Πίνδ., κλ.· καταρκεῖ τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός, ἀρκεῖ εἰς ἐμὲ νὰ μὲ ὀνομάζωσιν υἱὸν τούτου τοῦ πατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 107· τὰ πρὸς πατρός,= πατρόθεν, Ἡρόδ. 7. 99. ΙΙ. μεταξὺ τῶν θεῶν ὁ Ζεὺς καλεῖται μετ’ ἐμφάσεως πατήρ, πατὴρ Ζεύς, π. Κρονίδης, π. ἀνδρῶν τε θεῶν τε, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ.: οὕτω, Ζεὺς π. Αἰσχύλ. Θήβ. 512, κτλ.· Ζεῦ πάτερ καὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 225 πατέρ’ Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα Πινδ. Π. 4. 344· ὁ τῶν ἁπάντων Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος Σοφ. Φιλ. 275, κτλ. ΙΙΙ. ἡ λέξις πατὴρ ἐχρησίμευεν εἰς τὸ προσφωνεῖν ἄνδρας πρεσβευτέρους τὴν ἡλικίαν χάριν σεβασμοῦ ὡς συμβαίνει ἐν πάσαις ταῖς γλώσσαις, ξεῖνε πάτερ Ὀδ. Η. 28, 48, 145, κτλ. IV. μεταφορ., ὡς τὸ αἴτιος, ἀρχηγός, Λατιν. auctor, π. ἀοιδᾶν .. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 314· χρόνος ὁ πάντων π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 32, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 41Α, Συμπ. 177D, Φαῖδρ. 257Β, κτλ.· ἐπὶ χρηματικοῦ κεφαλαίου, τόκοι ... τοῦ πατρὸς ἔκγονα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 555Ε. V. ἐν τῷ πληθυντ., 1) πατέρες, δηλ. προπάτορες, πρόγονοι, Ἰλ. Ζ. 209, κτλ.· ἐξ ἔτι πατρῶν, ὡς κληρονομία ἐκ τῶν προγόνων, Ὀδ. Θ. 245· ἐκ πατέρων Πινδ. Π. 8. 65. 2) οἱ γονεῖς τινος, Διον. Ἁλ. 2. 26, Διοδ. Ἐκλογ. 561. 23, Ἀλκίφρων 3. 40, 3, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 227· οὕτω Λατ. patres, Burm. Ov. Met. 4. 61, καὶ soceri (ἀντὶ socer et socrus), Gron. Liv. 1. 39, 2. 3) ὡς τὸ Λατιν. parens, ἡ μητρόπολις, ἡ πόλις ἡ ἀποστέλλουσα ἀποικίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποικία, Wess. καὶ Valck. εἰς Ἡρόδ. 7. 51., 8. 22, Duker Flor. 1. 3, 9· πρβλ. πρόγονος. - (Πρβλ. Σανσκρ. pit-â, pit-ri, Ζενδ. pit-a· Λατιν. καὶ Οὐμβρ. paler· Γοτθ. fad-ar Ἀρχ. Γερμ. fat-ar, κτλ.· πρβλ. πάτρως. Λατ. pat-ruus, Ἀρχ. Γερμαν. fat-aro, Ἀγγλο-Σαξον. fadh-u (father’s sister)· ὡσαύτως πάτριος, πατρῷος, Λατ. patrius, paternus, Σανσκρ. pitryas· - ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. pâ (nutrire).

French (Bailly abrégé)

gén. πατέρος, att. et poét. πατρός;
dat. πατέρι, att. et poét. πατρί ; acc. πατέρα ; voc. πάτερ;
plur. nom. πατέρες, gén. πατέρων, dat. πατράσι, acc. πατέρας;
I. père : πατρὸς πατήρ IL, OD, etc. père du père, grand-père, aïeul;
οἱ πατέρες;
1 les parents, càd le père et la mère;
2 les ancêtres;
3 les fondateurs d’une race, souche, métropole;
II. p. anal. père, titre de respect et d’affection qu’on donnait aux vieillards.
Étymologie: R. Πα, nourrir ; cf. R. skr. Pâ ; cf. lat. pater, skr. pitâr, etc.