δάμαρ: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάμαρ''': [ᾰ], αρτος, ἡ, ([[δαμάω]]) [[σύζυγος]], [[γαμετή]], Ἰλ. Γ. 122, κτλ., Πίνδ. Ν. 4. 92, καὶ Τραγ.· [[κυρίως]] ἡ τιθασευθεῖσα καὶ ὑπὸ ζυγὸν ἀχθεῖσα, ὡς τὸ Λατ. conjux (πρβλ. [[δαμάζω]] ΙΙ), ἐνῷ ἡ [[παρθένος]] ἐλέγετο [[ἀδάμαστος]], [[ἀδμής]]. | |lstext='''δάμαρ''': [ᾰ], αρτος, ἡ, ([[δαμάω]]) [[σύζυγος]], [[γαμετή]], Ἰλ. Γ. 122, κτλ., Πίνδ. Ν. 4. 92, καὶ Τραγ.· [[κυρίως]] ἡ τιθασευθεῖσα καὶ ὑπὸ ζυγὸν ἀχθεῖσα, ὡς τὸ Λατ. conjux (πρβλ. [[δαμάζω]] ΙΙ), ἐνῷ ἡ [[παρθένος]] ἐλέγετο [[ἀδάμαστος]], [[ἀδμής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=δάμαρτος (ἡ) :<br />femme mariée, épouse.<br />'''Étymologie:''' R. Δαμ, v. [[δαμάζω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[γαμετή]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄκοιτις]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], αρτος, ἡ, (
A δαμάζω 11) wife, spouse, Il.3.122, Pi.N.4.57, A.Pr.834, etc.
German (Pape)
[Seite 521] αρτος, ἡ, die Gattin, Ehefrau; von δαμάω, Gegensatz παρθένος ἀδμής Odyss. 6, 109; Apollon. Lex. Homer. p. 56, 13 δά μ α ρ ἀνδρὸς γυνή, ἀπὸ τοῦ δεδαμάσθαι τῷ ἀνδρί Bei Homer δάμαρ fünfmal, stets mit dem Ehemann im genitiv.: Odyss. 4, 126 τόν οἱ ἔδωκεν Ἀλκάνδρη Πολύβοιο δάμαρ; Iliad 14, 503 οὐδὲ γὰρ ἡ Προμάχοιο δάμαρ Ἀλεγηνορίδαο ἀνδρὶ φίλῳ ἐλθόντι γανύσσεται; Iliad. 3, 122 εἰδομένη γαλόῳ, Ἀντηνορίδαο δάμαρτι; Odyss, 20, 290. 24, 125 Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα. – Pind. N. 4, 57; oft bei Tragg., z. B. Aesch. Prom. 836; Eur. Hec. 493 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δάμαρ: [ᾰ], αρτος, ἡ, (δαμάω) σύζυγος, γαμετή, Ἰλ. Γ. 122, κτλ., Πίνδ. Ν. 4. 92, καὶ Τραγ.· κυρίως ἡ τιθασευθεῖσα καὶ ὑπὸ ζυγὸν ἀχθεῖσα, ὡς τὸ Λατ. conjux (πρβλ. δαμάζω ΙΙ), ἐνῷ ἡ παρθένος ἐλέγετο ἀδάμαστος, ἀδμής.
French (Bailly abrégé)
δάμαρτος (ἡ) :
femme mariée, épouse.
Étymologie: R. Δαμ, v. δαμάζω.
Syn. γαμετή, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.