κατασβέννυμι: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασβέννῡμι''': -ύω: μέλλ. -σβέσω. Ἐντελῶς «σβύνω», Λατ. extinguere, κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Ἰλ. Φ. 381, πρβλ. Π. 293, Ω. 791, Εὐρ.· τοὺς λύχνους κατασβέσας Ἀριστοφ. Σφ. 225, κλ.·― μεταφορ., ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει; τίς θὰ τὴν ἀποξηράνῃ; (πρβλ. ἄσβεστος [[πόρος]] Πρ. 452), Αἰσχύλ. Ἀγ. 958, πρβλ. Θήβ. 584· κ. βοήν, ἔριν, [[καταπαύω]] θόρυβον, ἔριν, Σοφ. Αἴ. 1149, Ο. Κ. 422· ἀνομίαν Κριτίας 9. 40· τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 838Β· τὴν δυσχέρειαν Πρωτ. 334C· τὴν ταραχὴν Ξεν. Κύρ. 5. 3, 55· κ. τὰ τραύματα, [[θεραπεύω]], Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 1· αἱ ἀθυμίαι κ. τὰς ἐλπίδας Πλουτ. Ἠθ. 129Β· λοιδορίαν κατασβέσαι 713Ε. ΙΙ. Παθ., κατασβεσθῆναι τὴν πυρὴν Ἡρόδ. 1. 87·― [[μετὰ]] παθ. σημασ. καὶ ὁ ἀόρ. κατέσβην καὶ ὁ πρκμ. κατέσβηκα, ὁ χρυσὸς κατέσβη, ἀντίθ. καίεσθαι, Ἡρόδ. 4, 5·― μεταφορ., κλαυμάτων πηγαὶ… κατεσβήκασι, τὰ δάκρυα ἐξηράνθησαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 888· ἐπὶ πυρετοῦ, κατέσβη Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 938· ἀντίθετ. τῷ ἐρεθίζομαι, ἀπὸ μικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενός τε καὶ κατασβεννύμενος θυμὸς Πλάτ. Πολ. 411C· ἐξαθυμήσας καὶ κατασβεσθεὶς ταῖς ἐλπίσιν ἑαυτὸν ἀπέσφαξεν, κατασβεσθεισῶν τῶν ἐλπίδων…, Πλούτ. 2. 168F· κατέσβεστο ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 83· περὶ τοῦ ἀνέμου ὁ αὐτ. ἐν Τιμολ. 19. | |lstext='''κατασβέννῡμι''': -ύω: μέλλ. -σβέσω. Ἐντελῶς «σβύνω», Λατ. extinguere, κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Ἰλ. Φ. 381, πρβλ. Π. 293, Ω. 791, Εὐρ.· τοὺς λύχνους κατασβέσας Ἀριστοφ. Σφ. 225, κλ.·― μεταφορ., ἔστιν [[θάλασσα]], τίς δέ νιν κατασβέσει; τίς θὰ τὴν ἀποξηράνῃ; (πρβλ. ἄσβεστος [[πόρος]] Πρ. 452), Αἰσχύλ. Ἀγ. 958, πρβλ. Θήβ. 584· κ. βοήν, ἔριν, [[καταπαύω]] θόρυβον, ἔριν, Σοφ. Αἴ. 1149, Ο. Κ. 422· ἀνομίαν Κριτίας 9. 40· τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 838Β· τὴν δυσχέρειαν Πρωτ. 334C· τὴν ταραχὴν Ξεν. Κύρ. 5. 3, 55· κ. τὰ τραύματα, [[θεραπεύω]], Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 1· αἱ ἀθυμίαι κ. τὰς ἐλπίδας Πλουτ. Ἠθ. 129Β· λοιδορίαν κατασβέσαι 713Ε. ΙΙ. Παθ., κατασβεσθῆναι τὴν πυρὴν Ἡρόδ. 1. 87·― [[μετὰ]] παθ. σημασ. καὶ ὁ ἀόρ. κατέσβην καὶ ὁ πρκμ. κατέσβηκα, ὁ χρυσὸς κατέσβη, ἀντίθ. καίεσθαι, Ἡρόδ. 4, 5·― μεταφορ., κλαυμάτων πηγαὶ… κατεσβήκασι, τὰ δάκρυα ἐξηράνθησαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 888· ἐπὶ πυρετοῦ, κατέσβη Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 938· ἀντίθετ. τῷ ἐρεθίζομαι, ἀπὸ μικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενός τε καὶ κατασβεννύμενος θυμὸς Πλάτ. Πολ. 411C· ἐξαθυμήσας καὶ κατασβεσθεὶς ταῖς ἐλπίσιν ἑαυτὸν ἀπέσφαξεν, κατασβεσθεισῶν τῶν ἐλπίδων…, Πλούτ. 2. 168F· κατέσβεστο ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 83· περὶ τοῦ ἀνέμου ὁ αὐτ. ἐν Τιμολ. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> κατασβέσω;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> éteindre : [[πῦρ]] IL du feu ; <i>fig.</i> θάλασσαν ESCHL dessécher la mer ; βοήν SOPH, ταραχήν XÉN étouffer un cri, faire cesser un querelle, un tumulte;<br /><b>2</b> <i>intr. (à l’ao.2</i> κατέσβην, <i>au pf.</i> κατέσβηκα <i>et au Pass.)</i> s’éteindre;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατασβέννυμαι s’éteindre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σβέννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
or κατασβεννύω, Ion. aor. inf.
A -σβῶσαι Herod.5.39:—put out, quench, κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Il.21.381, cf. 16.293 (tm.), E. Or.697, etc.: metaph., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? A.Ag.958, cf. Th.584; κ. βοήν, ἔριν, quell noise, strife, S.Aj.1149, OC422; ἀνομίαν Critias 25.40 D.; τὰς ἡδονάς Pl. Lg.838b; τὴν δυσχέρειαν Id.Prt.334c; τὴν ταραχήν X.Cyr.5.3.55; Χολήν Herod. l. c.; κ. τὰ τραύματα heal them, Luc.DMar.11.1. II Pass., fut. -σβήσομαι (v. infr.), with aor. 2 and pf. Act., go out, be quenched, καιόμενον τὸν Χρυσὸν κατασβῆναι (aor. 2) Hdt.4.5; κατασβεσθῆναι τὴν πυρήν Id.1.87; ὁ κάνθαρος (i. e. the Sun) -σβήσεται PMag.Lend.V.2.18: metaph., κλαυμάτων πηγαὶ . . κατεσβήκασι A.Ag. 888; of tumours, κατέσβη Hp.Epid.1.1; κατασβεννύμενος, of passion, Pl.R.411c; κατασβεσθεὶς ταῖς ἐλπίσιν Plu.2.168f; of the wind, Id.Tim.19.
German (Pape)
[Seite 1377] (s. σβέννυμι), auslöschen; κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Il. 21, 381, öfter in tmesi; erschöpfen, austrocknen, θάλασσαν Aesch. Ag. 932, πηγήν Spt. 556; perf. intrans., κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασι, sind versiegt, Ag. 862; πῦρ κατασβέσεις Ar. Lys. 375. Uebertr., χειμὼν κατασβέσειε τὴν πολλὴν βοήν, das Geschrei stillen, Soph. Ai. 1128; ἔριν O. C. 423; σμικρὸν ῥῆμα κατασβέννυσι τὰς ἡδονάς Plat. Legg. VIII, 838 b; τὴν δυσχέρειαν κατασβέσαι Prot. 334 c; ἀπὸ σμικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενόν τε καὶ κατασβεννύμενον θυμόν Rep. III, 411 c; κατασβεσθέν Tim. 49 c; τὴν ταραχήν Xen. Cyr. 5, 3, 55; κατέσβεστο Plut. Ant. 83. – Intrans. aor. II., καιόμενον τὸν χρυσὸν κατασβῆναι Her. 4, 5; perf. s. oben.
Greek (Liddell-Scott)
κατασβέννῡμι: -ύω: μέλλ. -σβέσω. Ἐντελῶς «σβύνω», Λατ. extinguere, κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῦρ Ἰλ. Φ. 381, πρβλ. Π. 293, Ω. 791, Εὐρ.· τοὺς λύχνους κατασβέσας Ἀριστοφ. Σφ. 225, κλ.·― μεταφορ., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; τίς θὰ τὴν ἀποξηράνῃ; (πρβλ. ἄσβεστος πόρος Πρ. 452), Αἰσχύλ. Ἀγ. 958, πρβλ. Θήβ. 584· κ. βοήν, ἔριν, καταπαύω θόρυβον, ἔριν, Σοφ. Αἴ. 1149, Ο. Κ. 422· ἀνομίαν Κριτίας 9. 40· τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 838Β· τὴν δυσχέρειαν Πρωτ. 334C· τὴν ταραχὴν Ξεν. Κύρ. 5. 3, 55· κ. τὰ τραύματα, θεραπεύω, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 1· αἱ ἀθυμίαι κ. τὰς ἐλπίδας Πλουτ. Ἠθ. 129Β· λοιδορίαν κατασβέσαι 713Ε. ΙΙ. Παθ., κατασβεσθῆναι τὴν πυρὴν Ἡρόδ. 1. 87·― μετὰ παθ. σημασ. καὶ ὁ ἀόρ. κατέσβην καὶ ὁ πρκμ. κατέσβηκα, ὁ χρυσὸς κατέσβη, ἀντίθ. καίεσθαι, Ἡρόδ. 4, 5·― μεταφορ., κλαυμάτων πηγαὶ… κατεσβήκασι, τὰ δάκρυα ἐξηράνθησαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 888· ἐπὶ πυρετοῦ, κατέσβη Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 938· ἀντίθετ. τῷ ἐρεθίζομαι, ἀπὸ μικρῶν ταχὺ ἐρεθιζόμενός τε καὶ κατασβεννύμενος θυμὸς Πλάτ. Πολ. 411C· ἐξαθυμήσας καὶ κατασβεσθεὶς ταῖς ἐλπίσιν ἑαυτὸν ἀπέσφαξεν, κατασβεσθεισῶν τῶν ἐλπίδων…, Πλούτ. 2. 168F· κατέσβεστο ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 83· περὶ τοῦ ἀνέμου ὁ αὐτ. ἐν Τιμολ. 19.
French (Bailly abrégé)
f. κατασβέσω;
1 tr. éteindre : πῦρ IL du feu ; fig. θάλασσαν ESCHL dessécher la mer ; βοήν SOPH, ταραχήν XÉN étouffer un cri, faire cesser un querelle, un tumulte;
2 intr. (à l’ao.2 κατέσβην, au pf. κατέσβηκα et au Pass.) s’éteindre;
Moy. κατασβέννυμαι s’éteindre.
Étymologie: κατά, σβέννυμι.