Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέσαυλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέσαυλος''': -ον, Ἐπικ. μέσσ-, Ἀττ. μέτ-· ([[αὐλή]])· Ι. παρ’ Ὁμ. [[μέσσαυλος]], ὁ, ἢ μέσσαυλον, τό, ([[διότι]] δὲν [[εἶναι]] ὡρισμένον τὸ γένος) [[εἶναι]] πιθανῶς ἡ ἐσωτέρα αὐλὴ κειμένη [[ὄπισθεν]] ἢ [[ἔνδον]] τῆς [[κυρίως]] καλουμένης αὐλῆς, [[ὅπου]] τὴν νύκτα ἐμανδρίζοντο κτήνη [[χάριν]] μείζονος ἀσφαλείας, Ἰλ. Λ. 548., Ρ. 112, 657, κτλ.· - [[οὕτως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ Κύκλωπος, Ὀδ. Κ. 435. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., [[μέταυλος]] ([[μετὰ]] τῆς λέξεως [[θύρα]] ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), ἡ, [[θύρα]] μεταξὺ τῆς αὐλῆς καὶ τοῦ ἐσωτέρου μέρους τῆς οἰκίας, [[ἀπέναντι]] τῆς αὐλείου θύρας [[ἤτοι]] τῆς ἔξω θύρας· αὕτη ἡ [[θύρα]] (ἡ [[μέταυλος]]) ἦτο [[συχνάκις]] καὶ ἡ δι’ ἧς συνεκοινώνουν ὁ ἀνδρὼν [[μετὰ]] τοῦ γυναικῶνος, (πρβλ. ἀνδρωνῖτις, [[γυναικωνῖτις]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 338, Λυσ. 93. 10· οὕτω θύραι μέσαυλοι Εὐρ. Ἄλκ. 549, [[ἔνθα]] ἴδε Monk.· πρβλ. Βεκκήρου Χαρικλέα σελ. 257, 263 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ., καὶ ἴδε ἐν λ. [[αὐλή]]· - [[μεσαύλη]] ἐν Vitruv. 6. 10.
|lstext='''μέσαυλος''': -ον, Ἐπικ. μέσσ-, Ἀττ. μέτ-· ([[αὐλή]])· Ι. παρ’ Ὁμ. [[μέσσαυλος]], ὁ, ἢ μέσσαυλον, τό, ([[διότι]] δὲν [[εἶναι]] ὡρισμένον τὸ γένος) [[εἶναι]] πιθανῶς ἡ ἐσωτέρα αὐλὴ κειμένη [[ὄπισθεν]] ἢ [[ἔνδον]] τῆς [[κυρίως]] καλουμένης αὐλῆς, [[ὅπου]] τὴν νύκτα ἐμανδρίζοντο κτήνη [[χάριν]] μείζονος ἀσφαλείας, Ἰλ. Λ. 548., Ρ. 112, 657, κτλ.· - [[οὕτως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ Κύκλωπος, Ὀδ. Κ. 435. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., [[μέταυλος]] ([[μετὰ]] τῆς λέξεως [[θύρα]] ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), ἡ, [[θύρα]] μεταξὺ τῆς αὐλῆς καὶ τοῦ ἐσωτέρου μέρους τῆς οἰκίας, [[ἀπέναντι]] τῆς αὐλείου θύρας [[ἤτοι]] τῆς ἔξω θύρας· αὕτη ἡ [[θύρα]] (ἡ [[μέταυλος]]) ἦτο [[συχνάκις]] καὶ ἡ δι’ ἧς συνεκοινώνουν ὁ ἀνδρὼν [[μετὰ]] τοῦ γυναικῶνος, (πρβλ. ἀνδρωνῖτις, [[γυναικωνῖτις]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 338, Λυσ. 93. 10· οὕτω θύραι μέσαυλοι Εὐρ. Ἄλκ. 549, [[ἔνθα]] ἴδε Monk.· πρβλ. Βεκκήρου Χαρικλέα σελ. 257, 263 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ., καὶ ἴδε ἐν λ. [[αὐλή]]· - [[μεσαύλη]] ἐν Vitruv. 6. 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[μέσσαυλος]];<br />ος, ον :<br />situé dans la cour du milieu, entre les bâtiments ; <i>subst.</i><br /><b>I.</b> ὁ [[μέσαυλος]] <i>ou</i> τὸ [[μέσαυλον]];<br /><b>1</b> cour intérieure où se trouvaient les portes donnant accès à l’appartement des hommes et à celui des femmes, <i>p. ext.</i> habitation <i>en gén.</i><br /><b>2</b> étable dans la cour intérieure;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> repaire d’une bête sauvage ; antre de Cyclope;<br /><b>II.</b> ἡ [[μέσαυλος]] [[θύρα]] EUR porte de la cour intérieure donnant accès aux appartements d’hommes et de femmes.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[αὐλή]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσαυλος Medium diacritics: μέσαυλος Low diacritics: μέσαυλος Capitals: ΜΕΣΑΥΛΟΣ
Transliteration A: mésaulos Transliteration B: mesaulos Transliteration C: mesavlos Beta Code: me/saulos

English (LSJ)

ον, Ep. μέσσ-, Att. μέτ-: (αὐλή):    I in Hom. μέσσαυλος, ὁ, or μέσσαυλον, τό (gender unknown), prob. the inner court, inside the αὐλή, where cattle were put at night, 11.11.548, 17.112,657, 24.29; used of the cave of the Cyclops, Od.10.435.    II Att. Prose and Com. μέταυλος (sc. θύρα), ἡ, the door between the αὐλή and the inner part of the house, Ar.Fr.371; in full, μέταυλος θύρα Lys.1.17; also θύραι μέσαυλοι E.Alc.549; mesauloe, Vitr.6.7.5.

German (Pape)

[Seite 136] ep. μέσσαυλος (vgl. μέταυλος), mitten im Hofe; – a) ὁ μ. oder τὸ μέσαυλον, der Hofraum in der Mitte der Wohnung, cavaedium, von wo aus die Thüren in die einzelnen Gemächer führen; auch μεσσαύλη u. ἡ μέσαυλος, die aus dem Haushof in die Gemächer der Frauen führende Thür, vgl. Ap. Rh. 3, 235 u. Schol. dazu; θύραι μέσαυλοι, Eur. Alc. 552. Vgl. noch Plut. Arat. 26. – b) der Landhof, das Gehöft, das in der Mitte einer Umhegung liegt, bes. der Viehhof, Il. 17, 112. 667. 24, 29. 11, 548; auch von der Höhle des cyklopen, Od. 10, 435; an keiner dieser Stellen ist das genus zu erkennen. Einzeln auch bei sp. D., wie Qu. Sm. 12, 580.

Greek (Liddell-Scott)

μέσαυλος: -ον, Ἐπικ. μέσσ-, Ἀττ. μέτ-· (αὐλή)· Ι. παρ’ Ὁμ. μέσσαυλος, ὁ, ἢ μέσσαυλον, τό, (διότι δὲν εἶναι ὡρισμένον τὸ γένος) εἶναι πιθανῶς ἡ ἐσωτέρα αὐλὴ κειμένη ὄπισθενἔνδον τῆς κυρίως καλουμένης αὐλῆς, ὅπου τὴν νύκτα ἐμανδρίζοντο κτήνη χάριν μείζονος ἀσφαλείας, Ἰλ. Λ. 548., Ρ. 112, 657, κτλ.· - οὕτως εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ Κύκλωπος, Ὀδ. Κ. 435. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., μέταυλος (μετὰ τῆς λέξεως θύραἄνευ αὐτῆς), ἡ, θύρα μεταξὺ τῆς αὐλῆς καὶ τοῦ ἐσωτέρου μέρους τῆς οἰκίας, ἀπέναντι τῆς αὐλείου θύρας ἤτοι τῆς ἔξω θύρας· αὕτη ἡ θύρα (ἡ μέταυλος) ἦτο συχνάκις καὶ ἡ δι’ ἧς συνεκοινώνουν ὁ ἀνδρὼν μετὰ τοῦ γυναικῶνος, (πρβλ. ἀνδρωνῖτις, γυναικωνῖτις), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 338, Λυσ. 93. 10· οὕτω θύραι μέσαυλοι Εὐρ. Ἄλκ. 549, ἔνθα ἴδε Monk.· πρβλ. Βεκκήρου Χαρικλέα σελ. 257, 263 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ., καὶ ἴδε ἐν λ. αὐλή· - μεσαύλη ἐν Vitruv. 6. 10.

French (Bailly abrégé)

épq. μέσσαυλος;
ος, ον :
situé dans la cour du milieu, entre les bâtiments ; subst.
I.μέσαυλος ou τὸ μέσαυλον;
1 cour intérieure où se trouvaient les portes donnant accès à l’appartement des hommes et à celui des femmes, p. ext. habitation en gén.
2 étable dans la cour intérieure;
3 p. ext. repaire d’une bête sauvage ; antre de Cyclope;
II.μέσαυλος θύρα EUR porte de la cour intérieure donnant accès aux appartements d’hommes et de femmes.
Étymologie: μέσος, αὐλή.