παραγωγή: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραγωγή''': ἡ, μετακόμισις, τοῖς δὲ πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν, ἵνα διὰ τούτων μετακομίσωσι τὸν στρατόν, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 16. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἡ ἐξ ὀρθίου λόχου εἰς [[μέτωπον]] [[παράταξις]], ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 11. 6, Πολύβ. 10. 21, 5, Αἰλ. Τακτ. 37, κτλ.· ἴδε ἐπαγωγὴ 5, [[παράγω]] Ι. 2. 3) π. τῶν κωπῶν, ἡ [[ἄνευ]] ψόφου [[κίνησις]] τῶν κωπῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 8. 4) ἡ ἐπαναφορὰ ἐξαρθρώσεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795. ΙΙ. παραπλάνησις, (πρβλ. [[παράγω]] ΙΙ), τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ, [[ἕνεκα]] τῆς παραπληνήσεως ἣν ἐπήνεγκεν ἡ [[ἀπάτη]] αὐτή, [[ἕνεκα]] τῆς γενομένης ἐξαπατήσεως, Ἡρόδ. 6. 62· - [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς Ρήτορσι ψευδές, ἐσφαλμένον [[ἐπιχείρημα]], [[σόφισμα]], [[ἀπάτη]], Δημ. 652. 14., 693. 2· [[λόγος]] [[ταῦτα]] καὶ π. τοῦ πράγματος, [[πρᾶγμα]] ξένον τῆς «ὑποθέσεως, 871. 7· περιπλοκαὶ καὶ π. Πλουτ. Φάβ. 3· - [[ὡσαύτως]], βραδύτης, [[ἀργοπορία]], ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλ. 29. Π. καὶ πρόφασιν ἐμβάλλειν ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28· [[οὔτε]] σκήψεις [[οὔτε]] π. πλάττεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι, Νεωτ. 63. 2) [[ἀλλοίωσις]], [[μεταβολή]], τροποποίησις, [[οἷον]] γλώσσης, Ἡρόδ. 1. 142· παρεκτροπὴ ἐκ τοῦ ὀρθοῦ, [[παράβασις]] τοῦ δικαίου, Πλάτ. Νόμ. 741D. 3) [[κατάπεισις]], [[μεταστροφή]], ἡ τῶν θεῶν υπ’ ἀνθρώπων π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 364D. ΙΙΙ. Ἐτυμολογία, παραγωγὴ λέξεως ἐξ ἄλλης, Ἀπολλ. Π. Συντάξ. 193, Ἐτυμ. Μέγ. 8. 23., 92. 30, κτλ. 2) [[προσθήκη]] ἐν τέλει συλλαβῆς, Ἀπολλ. Ἐνθ’ ἀνωτ. 100. 3) [[παραγωγή]], εξαγωγή, [[καρποφορία]], Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 153 Parthey. IV. (ἐκ τοῦ παθ.) ἐπὶ πλοίου, ἐπίπλους πρὸς τὴν ξηράν, Πολύβ. 8. 7, 4. | |lstext='''παραγωγή''': ἡ, μετακόμισις, τοῖς δὲ πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν, ἵνα διὰ τούτων μετακομίσωσι τὸν στρατόν, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 16. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἡ ἐξ ὀρθίου λόχου εἰς [[μέτωπον]] [[παράταξις]], ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 11. 6, Πολύβ. 10. 21, 5, Αἰλ. Τακτ. 37, κτλ.· ἴδε ἐπαγωγὴ 5, [[παράγω]] Ι. 2. 3) π. τῶν κωπῶν, ἡ [[ἄνευ]] ψόφου [[κίνησις]] τῶν κωπῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 8. 4) ἡ ἐπαναφορὰ ἐξαρθρώσεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795. ΙΙ. παραπλάνησις, (πρβλ. [[παράγω]] ΙΙ), τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ, [[ἕνεκα]] τῆς παραπληνήσεως ἣν ἐπήνεγκεν ἡ [[ἀπάτη]] αὐτή, [[ἕνεκα]] τῆς γενομένης ἐξαπατήσεως, Ἡρόδ. 6. 62· - [[συχνάκις]] παρὰ τοῖς Ρήτορσι ψευδές, ἐσφαλμένον [[ἐπιχείρημα]], [[σόφισμα]], [[ἀπάτη]], Δημ. 652. 14., 693. 2· [[λόγος]] [[ταῦτα]] καὶ π. τοῦ πράγματος, [[πρᾶγμα]] ξένον τῆς «ὑποθέσεως, 871. 7· περιπλοκαὶ καὶ π. Πλουτ. Φάβ. 3· - [[ὡσαύτως]], βραδύτης, [[ἀργοπορία]], ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλ. 29. Π. καὶ πρόφασιν ἐμβάλλειν ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28· [[οὔτε]] σκήψεις [[οὔτε]] π. πλάττεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι, Νεωτ. 63. 2) [[ἀλλοίωσις]], [[μεταβολή]], τροποποίησις, [[οἷον]] γλώσσης, Ἡρόδ. 1. 142· παρεκτροπὴ ἐκ τοῦ ὀρθοῦ, [[παράβασις]] τοῦ δικαίου, Πλάτ. Νόμ. 741D. 3) [[κατάπεισις]], [[μεταστροφή]], ἡ τῶν θεῶν υπ’ ἀνθρώπων π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 364D. ΙΙΙ. Ἐτυμολογία, παραγωγὴ λέξεως ἐξ ἄλλης, Ἀπολλ. Π. Συντάξ. 193, Ἐτυμ. Μέγ. 8. 23., 92. 30, κτλ. 2) [[προσθήκη]] ἐν τέλει συλλαβῆς, Ἀπολλ. Ἐνθ’ ἀνωτ. 100. 3) [[παραγωγή]], εξαγωγή, [[καρποφορία]], Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 153 Parthey. IV. (ἐκ τοῦ παθ.) ἐπὶ πλοίου, ἐπίπλους πρὸς τὴν ξηράν, Πολύβ. 8. 7, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action d’amener doucement;<br /><b>II.</b> action de naviguer le long de la côte;<br /><b>III.</b> action de conduire à côté :<br /><b>1</b> <i>t. de tactique</i> changement de marche d’une armée, de colonne en lignes, <i>d’où</i> marche par files <i>(à gauche ou à droite)</i>;<br /><b>2</b> action de dévier <i>ou</i> de faire dévier du droit chemin ; faute, délit, tromperie, fraude;<br /><b>3</b> altération du langage <i>particul. en parl. des</i> variations de formes selon les dialectes;<br /><b>IV.</b> action de prolonger ; remise, délai.<br />'''Étymologie:''' [[παράγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A leading by or past, carrying across, X.An.5.1.16. 2 production in court, παίδων καὶ γυναικῶν Hermog.Stat.3; συμβολαιογράφου ἢ μαρτύρων Cod.Just.4.21.16.2. 3 in Tactics, deploying from column into line, X.Lac.11.6 (pl.), Plb.10.23.5. 4 π. τῶν κωπῶν sliding motion of the oars, so that they made no splash in coming out of the water, X.HG5.1.8; drawing along of the hands in massage, Herod.Med. ap. Orib.6.20.9. 5 in Surgery, coaptation in reducing a dislocation, Hp.Art.22 (pl.), Orib.49.27.5; in setting a fracture, Gal.10.430. b twisting out of place, Alex.Aphr. in Sens. 17.15. 6 supplying, furnishing, ἡ π. τοῦ ὑγροῦ τῷ ὕδρωπι Metrod. Fr.46 K., cf. PRyl. iipp.255,421, BGU362 viii 9 (iii A. D.). 7 import- or transport-licence, PLond.3.1169.45 (ii A. D.). II leading astray, misleading, τῆς ἀπάτης τῇ π. by the seduction of the fraud, deception practised, Hdt.6.62: freq. in Oratt., false argument, quibble, D.23.95,219 (pl.); λόγος ταῦτα καὶ π. τοῦ πράγματος attempt to mislead as to the facts, Id.30.26; οὐ περιπλοκαὶ οὐδὲ π. Plu.Fab.3; ἐπὶ παραγωγῇ Eus.Mynd.63. 2 misbehaviour, Phld.Ir.p.50 W. (pl.). 3 variation of dialect, Hdt.1.142 (pl.). 4 persuading, turning, ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων π. Pl.R.364d. III Gramm., derivation, A.D.Synt.192.3, Adv.146.9 (pl.); π. Ἀττική (ἀγειρέθω from ἄγω) EM8.23; formation, ἡ π. ἡ διὰ τοῦ φι A.D.Adv.194.22; inflexion, ἡ ἐν τοῖς ὀνόμασι π. Id.Pron.18.14. 2 addition to the end of a syllable, Id.Synt.100.8, EM92.30. 3 generally, derivation, production, creation, Iamb.Myst.3.22, Dam.Pr.39. IV (παράγω B) coming to land, Plb.8.5.4. 2 march in battle-order, Ascl. Tact.10.1, 11.1, etc.: concrete, body of troops on the march, Arr.Tact.29.2, Ael.Tact.37.2. 3 deviation, transgression, Pl.Lg.741d, Iamb. Myst.10.5. 4 evasion, delay, π. καὶ πρόφασιν ἐμβάλλειν Plu.Sull. 28; εὐλάβεια καὶ π. Id.Luc.29.
German (Pape)
[Seite 475] ἡ, 1) das Nebenbeiführen, das Abführen vom rechten Wege, die Täuschung; ἀπάτης, Her. 6, 62; τοῦ πράγματος παραγωγή, Dem. 30, 26; παραγωγάς, ἃς οὗτοι ποιήσονται, 23, 219; die Ueberredung durch Bitten, τῆς τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγῆς, Plat. Rep. II, 364 d; Sp., οὐ περιπλοκάς, οὐδὲ παραγωγάς, ἀλλ' ἄντικρυς ἔφη, Plut. Fab. Max. 4. – Eine Seitenbewegung der Phalanx, Xen. Lacon. 11, 9; vgl. Pol. 10, 21, 5; aber ποιεῖσθαι τὴν παραγωγήν von Schiffen = die Landung bewerkstelligen, 8, 7, 4. – Xen. An. 5, 1, 16 scheint es = Fahren am Ufer entlang zu sein. – Hell. 5, 1, 8 ist παραγωγὴ τῶν κωπῶν eine Handhabung der Ruder, um kein Geräusch zu machen. – 2) Abweichung vom rechten Wege, von mundartlichen Verschiedenheiten, οἱ Ἴωνες γλῶσσαν οὐ τὴν αὐτὴν νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων, Her. 1, 142. – Uebertretung, Fehler, αἱ παρὰ ταῦτα ἑκάστοτε παραγωγαὶ γενόμεναι, Plat. Legg. V, 741 d. – 3) bei den Gramm. = Ableitung.
Greek (Liddell-Scott)
παραγωγή: ἡ, μετακόμισις, τοῖς δὲ πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν, ἵνα διὰ τούτων μετακομίσωσι τὸν στρατόν, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 16. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἡ ἐξ ὀρθίου λόχου εἰς μέτωπον παράταξις, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 11. 6, Πολύβ. 10. 21, 5, Αἰλ. Τακτ. 37, κτλ.· ἴδε ἐπαγωγὴ 5, παράγω Ι. 2. 3) π. τῶν κωπῶν, ἡ ἄνευ ψόφου κίνησις τῶν κωπῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 8. 4) ἡ ἐπαναφορὰ ἐξαρθρώσεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795. ΙΙ. παραπλάνησις, (πρβλ. παράγω ΙΙ), τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ, ἕνεκα τῆς παραπληνήσεως ἣν ἐπήνεγκεν ἡ ἀπάτη αὐτή, ἕνεκα τῆς γενομένης ἐξαπατήσεως, Ἡρόδ. 6. 62· - συχνάκις παρὰ τοῖς Ρήτορσι ψευδές, ἐσφαλμένον ἐπιχείρημα, σόφισμα, ἀπάτη, Δημ. 652. 14., 693. 2· λόγος ταῦτα καὶ π. τοῦ πράγματος, πρᾶγμα ξένον τῆς «ὑποθέσεως, 871. 7· περιπλοκαὶ καὶ π. Πλουτ. Φάβ. 3· - ὡσαύτως, βραδύτης, ἀργοπορία, ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλ. 29. Π. καὶ πρόφασιν ἐμβάλλειν ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28· οὔτε σκήψεις οὔτε π. πλάττεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι, Νεωτ. 63. 2) ἀλλοίωσις, μεταβολή, τροποποίησις, οἷον γλώσσης, Ἡρόδ. 1. 142· παρεκτροπὴ ἐκ τοῦ ὀρθοῦ, παράβασις τοῦ δικαίου, Πλάτ. Νόμ. 741D. 3) κατάπεισις, μεταστροφή, ἡ τῶν θεῶν υπ’ ἀνθρώπων π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 364D. ΙΙΙ. Ἐτυμολογία, παραγωγὴ λέξεως ἐξ ἄλλης, Ἀπολλ. Π. Συντάξ. 193, Ἐτυμ. Μέγ. 8. 23., 92. 30, κτλ. 2) προσθήκη ἐν τέλει συλλαβῆς, Ἀπολλ. Ἐνθ’ ἀνωτ. 100. 3) παραγωγή, εξαγωγή, καρποφορία, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 153 Parthey. IV. (ἐκ τοῦ παθ.) ἐπὶ πλοίου, ἐπίπλους πρὸς τὴν ξηράν, Πολύβ. 8. 7, 4.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action d’amener doucement;
II. action de naviguer le long de la côte;
III. action de conduire à côté :
1 t. de tactique changement de marche d’une armée, de colonne en lignes, d’où marche par files (à gauche ou à droite);
2 action de dévier ou de faire dévier du droit chemin ; faute, délit, tromperie, fraude;
3 altération du langage particul. en parl. des variations de formes selon les dialectes;
IV. action de prolonger ; remise, délai.
Étymologie: παράγω.