συνδοκέω: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδοκέω''': μέλλ. -δόξω καὶ μεταγεν. -δοκήσω˙ ― φαίνομαι ὁμοίως ἢ [[ἐπίσης]] [[εὔλογος]], [[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ, καὶ εἰς ἐμὲ φαίνονται εὔλογα, καὶ ἐγὼ τὰ [[ἐγκρίνω]]. Ἀριστοφ. Ὄρν. 811· εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], κἀμοὶ ξυνδοκεῖ [[αὐτόθι]] 1630, πρβλ. Λυσ. 167˙ [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Θουκ. 8. 84˙ ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις... ξυνδοκῇ ὁ αὐτ. 6. 44˙ εἰ σοὶ συνδοκεῖ [[ὅπερ]] ἐμοὶ Πλάτ. Πρωτ. 340Β˙ πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28˙ συνδοκεῖ μοι [[μέτριος]] [[χρόνος]] Πλάτ. Πολ. 460Ε˙ διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 8˙ τοῦτο οὕτω σ. [[περί]] τινος Πλάτ. Σοφιστ. 235Β˙ ― ἀπολ., ἐν ἀποκρίσεσι, ξυνεδόκει ἡμῖν... [[ταῦτα]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 289Β˙ ξυνεδόκει [[αὐτόθι]] C· κ. ἀλλ. 2) ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπροσ., φαίνεται ὁμοίως καλόν, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεὼν Εὐρ. Ι. Τ. 71˙ εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, πρβλ. 811˙ ἢ καὶ σοὶ ξυνδοκεῖ [[οὕτως]] Πλάτ. Πρωτ. 331Β˙ σ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Β˙ μετ’ ἀπαρ., Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8˙ ξυνέδοξε... τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Τίμ. 75C. 3) μετοχ., συνδοκοῦντά τινι, πράγματα ἃ καὶ εἰς αὐτὸν ἀρεστά εἰσι, Διον. Ἁλ. 6. 44˙ ἀλλ’ ἡ μετοχ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, κτλ., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51· συνδόξαν τῷ πατρί, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 28, πρβλ. 8. 1, 8. β) ὁ [[Πλάτων]] ποιεῖται χρῆσιν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, ὃν καὶ οἱ ἐπιεικέστατοι ἐπιδοκιμάζουσιν, ἐγκρίνουσιν, Νόμ. 659D, πρβλ. 719C, Φαῖδρ. 267D· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, συνδεδογμένοι τινί, ἔχοντες τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, Νουμήν. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 727D. | |lstext='''συνδοκέω''': μέλλ. -δόξω καὶ μεταγεν. -δοκήσω˙ ― φαίνομαι ὁμοίως ἢ [[ἐπίσης]] [[εὔλογος]], [[ταῦτα]] κἀμοὶ συνδοκεῖ, καὶ εἰς ἐμὲ φαίνονται εὔλογα, καὶ ἐγὼ τὰ [[ἐγκρίνω]]. Ἀριστοφ. Ὄρν. 811· εἴ τοι δοκεῖ [[σφῷν]] [[ταῦτα]], κἀμοὶ ξυνδοκεῖ [[αὐτόθι]] 1630, πρβλ. Λυσ. 167˙ [[ταῦτα]] ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Θουκ. 8. 84˙ ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις... ξυνδοκῇ ὁ αὐτ. 6. 44˙ εἰ σοὶ συνδοκεῖ [[ὅπερ]] ἐμοὶ Πλάτ. Πρωτ. 340Β˙ πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28˙ συνδοκεῖ μοι [[μέτριος]] [[χρόνος]] Πλάτ. Πολ. 460Ε˙ διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 8˙ τοῦτο οὕτω σ. [[περί]] τινος Πλάτ. Σοφιστ. 235Β˙ ― ἀπολ., ἐν ἀποκρίσεσι, ξυνεδόκει ἡμῖν... [[ταῦτα]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 289Β˙ ξυνεδόκει [[αὐτόθι]] C· κ. ἀλλ. 2) ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπροσ., φαίνεται ὁμοίως καλόν, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεὼν Εὐρ. Ι. Τ. 71˙ εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, πρβλ. 811˙ ἢ καὶ σοὶ ξυνδοκεῖ [[οὕτως]] Πλάτ. Πρωτ. 331Β˙ σ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Β˙ μετ’ ἀπαρ., Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8˙ ξυνέδοξε... τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Τίμ. 75C. 3) μετοχ., συνδοκοῦντά τινι, πράγματα ἃ καὶ εἰς αὐτὸν ἀρεστά εἰσι, Διον. Ἁλ. 6. 44˙ ἀλλ’ ἡ μετοχ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, κτλ., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51· συνδόξαν τῷ πατρί, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 28, πρβλ. 8. 1, 8. β) ὁ [[Πλάτων]] ποιεῖται χρῆσιν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., [[λόγος]] τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, ὃν καὶ οἱ ἐπιεικέστατοι ἐπιδοκιμάζουσιν, ἐγκρίνουσιν, Νόμ. 659D, πρβλ. 719C, Φαῖδρ. 267D· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, συνδεδογμένοι τινί, ἔχοντες τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, Νουμήν. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 727D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=sembler bon également : πᾶσι συνέδοξε [[ταῦτα]] XÉN tous furent de cet avis ; • <i>impers.</i> συνδοκεῖ μοι il me paraît bon également, j’en conviens, j’y consens ; avec un inf., convenir également que, consentir également à ce que ; <i>participe abs.</i> • συνδοκοῦν [[ὑμῖν]] XÉN puisque vous consentez ; • [[συνδόξαν]] [[τῷ]] πατρί XÉN le père ayant consenti.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δοκέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
A seem to one as to another, seem good also, ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ Ar.Av.811; εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, κἀμοὶ ξυνδοκεῖ ib.1630, cf. Lys.167; ξυνεδόκει τοῖς ἄλλοις ξυμμάχοις ταῦτα Th.8.84; ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις . . ξυνδοκῇ Id.6.44; εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί Pl.Prt. 340b; πᾶσι συνέδοξε ταῦτα X.Cyr.2.2.28; ἆρ' οὖν σοι συνδοκεῖ μέτριος χρόνος; Pl.R.460e; διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Arist.Pol.1273a23; κἀμοὶ τοῦτο οὕτω περὶ αὐτοῦ σ. Pl.Sph.235b; συνεδόκει ἡμῖν . . ταῦτα Id.Euthd.289b: abs., συνεδόκει ib.c. 2 more freq. impers., it seems good also, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεών E.IT71; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ar Av.197; ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ οὕτως; Pl.Prt. 331b; σ. ὅτι . . Id.Hp.Ma.283b: folld. by inf., X.Cyr.1.6.8; συνέδοξε . . τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (sc. εἶναι) Pl.Ti.75c. 3 part., οὐκ ἐμοὶ -οῦντα πεπόνθατε not with my approval, D.H.6.44; but the part. is mostly used abs. like ἐξόν, παρόν, etc., συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν since we all agree, X.HG2.3.51; συνδόξαν τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί since the father and mother approved, Id.Cyr.8.5.28, cf. 8.1.8. b Plato has also part. pf. Pass., λόγος τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος in which they also agree, Lg.659d, cf. 719c, Phdr.267d; also of persons, συνδεδογμένοι τινί of like opinion with him, Numen. ap. Eus.PE 14.5. II apparently = δοκέω, οὕτω μοι συνέδοξεν BCH56.293 (Stobi, ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1009] (s. δοκέω), zusammen meinen, zu-, beistimmen; gew. impers., es gefällt mir auch, ich stimme bei; εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις, Ar. Av. 197; εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, χἡμῖν ξυνδοκεῖ, Lys. 167; u. öfter; πολλοῖς συνδοκεῖ, Isocr. 4, 31; ἢ καὶ σοὶ συνδοκεῖ οὕτως, Plat. Prot. 331 b; εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί, 340 b, wie Phaed. 64 c; συνεδόκει ἡμῖν ἀμφοῖν, Prot. 354 a, u. öfter; τὸ τέλος τῶν λόγων κοινῇ πᾶσιν ἔοικε συνδεδογμένον εἶναι, Phaedr. 267 d; ξυνεδόκει καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις ταῦτα, Thuc. 8, 84; Folgde; ἢ καὶ σοὶ ταῦτα συνδοκεῖ, Luc. D. D. 20, 2; Pol. 1, 62, 8. – Absolut συνδόξαν, da ihnen dies Allen gut geschienen hatte, Xen. Cyr. 8, 1, 8; συνδόξαν τῷ πατρί, 8, 5, 28, mit Genehmigung des Vaters.
Greek (Liddell-Scott)
συνδοκέω: μέλλ. -δόξω καὶ μεταγεν. -δοκήσω˙ ― φαίνομαι ὁμοίως ἢ ἐπίσης εὔλογος, ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ, καὶ εἰς ἐμὲ φαίνονται εὔλογα, καὶ ἐγὼ τὰ ἐγκρίνω. Ἀριστοφ. Ὄρν. 811· εἴ τοι δοκεῖ σφῷν ταῦτα, κἀμοὶ ξυνδοκεῖ αὐτόθι 1630, πρβλ. Λυσ. 167˙ ταῦτα ξυνέδοξε τοῖς ἄλλοις Θουκ. 8. 84˙ ὅ τι ἂν καὶ τοῖς ἄλλοις... ξυνδοκῇ ὁ αὐτ. 6. 44˙ εἰ σοὶ συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοὶ Πλάτ. Πρωτ. 340Β˙ πᾶσι συνέδοξε ταῦτα Ξεν. Κύρ. 2. 2, 28˙ συνδοκεῖ μοι μέτριος χρόνος Πλάτ. Πολ. 460Ε˙ διάνοιαν ἣ σ. τοῖς πολλοῖς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 8˙ τοῦτο οὕτω σ. περί τινος Πλάτ. Σοφιστ. 235Β˙ ― ἀπολ., ἐν ἀποκρίσεσι, ξυνεδόκει ἡμῖν... ταῦτα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 289Β˙ ξυνεδόκει αὐτόθι C· κ. ἀλλ. 2) ἀλλὰ συνηθέστερον ἀπροσ., φαίνεται ὁμοίως καλόν, σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεὼν Εὐρ. Ι. Τ. 71˙ εἰ ξυνδοκοίη τοῖσιν ἄλλοις ὀρνέοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 197, πρβλ. 811˙ ἢ καὶ σοὶ ξυνδοκεῖ οὕτως Πλάτ. Πρωτ. 331Β˙ σ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Β˙ μετ’ ἀπαρ., Ξενοφ. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 8˙ ξυνέδοξε... τὸν ἐλάττονα αἱρετέον (ἐξυπακ. εἶναι) Πλάτ. Τίμ. 75C. 3) μετοχ., συνδοκοῦντά τινι, πράγματα ἃ καὶ εἰς αὐτὸν ἀρεστά εἰσι, Διον. Ἁλ. 6. 44˙ ἀλλ’ ἡ μετοχ. εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., ὡς τὸ ἐξόν, παρόν, κτλ., συνδοκοῦν ἅπασιν ὑμῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51· συνδόξαν τῷ πατρί, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 5, 28, πρβλ. 8. 1, 8. β) ὁ Πλάτων ποιεῖται χρῆσιν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ., λόγος τοῖς ἐπιεικεστάτοις συνδεδογμένος, ὃν καὶ οἱ ἐπιεικέστατοι ἐπιδοκιμάζουσιν, ἐγκρίνουσιν, Νόμ. 659D, πρβλ. 719C, Φαῖδρ. 267D· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, συνδεδογμένοι τινί, ἔχοντες τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, Νουμήν. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 727D.
French (Bailly abrégé)
sembler bon également : πᾶσι συνέδοξε ταῦτα XÉN tous furent de cet avis ; • impers. συνδοκεῖ μοι il me paraît bon également, j’en conviens, j’y consens ; avec un inf., convenir également que, consentir également à ce que ; participe abs. • συνδοκοῦν ὑμῖν XÉN puisque vous consentez ; • συνδόξαν τῷ πατρί XÉN le père ayant consenti.
Étymologie: σύν, δοκέω.