σταθερός: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰθερός''': ά, Ἰων. ή, όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁ στερεῶς ἱστάμενος, [[ἀμετακίνητος]], [[στερεός]], σταθ. [[γαῖα]], terra firma, ἀντίθετον τῷ ἄστατος, Ὀππ. Κυν. 2. 412· ἡ σταθερὰ (ἐξυπακ. γῆ) Ἀνθ. Π. 7. 393., 8. 159· ― ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[ἥσυχος]], [[γαλήνιος]], στ. [[χεῦμα]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274 (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[χεῖμα]])· βύθος Διον. Ἁλ. 1. 71· ἡ στ. (ἐξυπακ. [[θάλασσα]]) Ἀνθ. Π. 10. 17, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 106· στ. [[ὕδωρ]], στάσιμον, Ἀππ. Καρχηδ. 99· στ. [[μέλαν]], ἐπὶ μελάνης, Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) στ. [[μεσημβρία]], ἀκριβῶς [[μεσημβρία]], ὅτε, [[οὕτως]] εἰπεῖν, ὁ [[ἥλιος]] [[ἵσταται]] [[ἀκίνητος]] ἐπὶ τοῦ μεσημβρινοῦ κύκλου, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α· οὕτω, στ. ἧμαρ, [[μεσημβρία]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 450· τὸ σταθερώτατον τῆς μεσημβρίας Συνέσ. 202C· νυκτὸς τὸ σταθερώτατον Εὐνάπ. σ. 74· [[θέρος]] σταθερόν, τὸ [[μέσον]] τοῦ θέρους, Ἀντίμ. 76. 3) [[σταθερός]], ἀματάβλητος, ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἀὴρ [[εὔδιος]] καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 7· στ. [[εὐδία]] Πλουτ. Διον. 37, πρβλ. Μᾶρκ. Ἀντων. 12. 22· οὐ σταθερὸν φῶς οὐδ’ ἠρεμοῦν ὁ αὐτ. 2. 934Ε. 4) μεταφορ., στ. [[κάλυξ]] ἥβης Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 74· στ. [[ἡλικία]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 1, 3· ἡ [[ἀρετὴ]] στ. τι Ἀνθ. Π. 10. 74· [[σωφροσύνη]] Ἑλλ. Ἐπιγγράμμ. 910. 2· στ. [[βάδισμα]], [[βλέμμα]], κτλ., Φίλων, κλπ.· ἐπὶ λόγου ἢ ὁμιλίας, [[ἥσυχος]], [[μετὰ]] περισκέψεως λαλούμενος, τὸ βραδὺ καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23. 5) δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ([[κυρίως]]) ἐπὶ προσώπων, Φρύνιχ. 215, Θωμ. Μάγιστρ. 301. ἀλλ’ ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 277. 49. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὡς καὶ νῦν, Κρατῖν. ἐν «Σεριφίοις» 4. (Ἡ √ΣΤΑΘ ἐμηκύνθη ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, στῆναι, ὡς ἐν τοῖς σταθμός, σταθμή, ἀσταθής, Λατ. stab-ulum).
|lstext='''στᾰθερός''': ά, Ἰων. ή, όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁ στερεῶς ἱστάμενος, [[ἀμετακίνητος]], [[στερεός]], σταθ. [[γαῖα]], terra firma, ἀντίθετον τῷ ἄστατος, Ὀππ. Κυν. 2. 412· ἡ σταθερὰ (ἐξυπακ. γῆ) Ἀνθ. Π. 7. 393., 8. 159· ― ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[ἥσυχος]], [[γαλήνιος]], στ. [[χεῦμα]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274 (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[χεῖμα]])· βύθος Διον. Ἁλ. 1. 71· ἡ στ. (ἐξυπακ. [[θάλασσα]]) Ἀνθ. Π. 10. 17, πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 106· στ. [[ὕδωρ]], στάσιμον, Ἀππ. Καρχηδ. 99· στ. [[μέλαν]], ἐπὶ μελάνης, Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) στ. [[μεσημβρία]], ἀκριβῶς [[μεσημβρία]], ὅτε, [[οὕτως]] εἰπεῖν, ὁ [[ἥλιος]] [[ἵσταται]] [[ἀκίνητος]] ἐπὶ τοῦ μεσημβρινοῦ κύκλου, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α· οὕτω, στ. ἧμαρ, [[μεσημβρία]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 450· τὸ σταθερώτατον τῆς μεσημβρίας Συνέσ. 202C· νυκτὸς τὸ σταθερώτατον Εὐνάπ. σ. 74· [[θέρος]] σταθερόν, τὸ [[μέσον]] τοῦ θέρους, Ἀντίμ. 76. 3) [[σταθερός]], ἀματάβλητος, ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἀὴρ [[εὔδιος]] καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 7· στ. [[εὐδία]] Πλουτ. Διον. 37, πρβλ. Μᾶρκ. Ἀντων. 12. 22· οὐ σταθερὸν φῶς οὐδ’ ἠρεμοῦν ὁ αὐτ. 2. 934Ε. 4) μεταφορ., στ. [[κάλυξ]] ἥβης Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 74· στ. [[ἡλικία]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 1, 3· ἡ [[ἀρετὴ]] στ. τι Ἀνθ. Π. 10. 74· [[σωφροσύνη]] Ἑλλ. Ἐπιγγράμμ. 910. 2· στ. [[βάδισμα]], [[βλέμμα]], κτλ., Φίλων, κλπ.· ἐπὶ λόγου ἢ ὁμιλίας, [[ἥσυχος]], [[μετὰ]] περισκέψεως λαλούμενος, τὸ βραδὺ καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23. 5) δὲν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ([[κυρίως]]) ἐπὶ προσώπων, Φρύνιχ. 215, Θωμ. Μάγιστρ. 301. ἀλλ’ ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 277. 49. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὡς καὶ νῦν, Κρατῖν. ἐν «Σεριφίοις» 4. (Ἡ √ΣΤΑΘ ἐμηκύνθη ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, στῆναι, ὡς ἐν τοῖς σταθμός, σταθμή, ἀσταθής, Λατ. stab-ulum).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />fixe, immobile : σταθερὰ [[εὐδία]] PLUT temps au beau fixe.<br />'''Étymologie:''' R. Σταθ de Στα ; cf. [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰθερός Medium diacritics: σταθερός Low diacritics: σταθερός Capitals: ΣΤΑΘΕΡΟΣ
Transliteration A: statherós Transliteration B: statheros Transliteration C: statheros Beta Code: staqero/s

English (LSJ)

ά, Ion. ή, όν,

   A standing fast, firm, fixed, γαῖα, opp. ἄστατος, Opp.C.2.412; of the sea, calm, still, σ. χεῦμα A.Fr.276; βύθος D.H.1.71; σταθερῆς (sc. θαλάσσης) AP10.17 (Antiphil.), cf. 7.393 (Diocl., dub. sens.), Poll.1.106; σ. ὕδωρ stagnant, App.Pun.99; σ. μέλαν, of ink, AP6.66 (Paul. Sil.).    2 σ. μεσημβρία high noon, when the sun as it were stands still in the meridian, Pl.Phdr.242a; σ. ἦμαρ mid-day, A.R.1.450; νυκτὸς τὸ-ώτατον Eun.VS p.485 B.; θέρος σ. mid-summer, Antim.95.    3 steady, settled, of weather, ἀὴρ εὔδιος καὶ σ. D.H.Dem.7; εὐδία σ. Plu.Dio 38, cf. M.Ant.12.22; οὐ σ. φῶς οὐδ' ἠρεμοῦν Plu.2.934e.    4 metaph., σ. κάλυξ ἥβης Ar.Fr.467; σ. ἡλικία J.BJ3.1.3; ἡ ἀρετὴ σ. τι AP10.74 (Paul. Sil.); σαοφροσύνη IG3.776; σ. βάδισμα, βλέμμα, Ph.2.267, 26; ἀνάληψις Id.1.179 (Sup.); of speech, calm, deliberate, τὸ βραδὺ καὶ σ. D.H.Comp.23.    5 not used, properly, of persons, Phryn.189, Thom.Mag.p.110 R., but v. EM277.49.    6 Adv. -ρῶς constantly, Cratin.206; firmly, Procl. Inst.156. Adv. Comp., -ώτερον ὁ νοῦς ἵδρυτο Ph.1.372.

German (Pape)

[Seite 927] stehend, feststehend, unbeweglich, fest; Aesch. frg. 261 bei Plat. Phaedr. 242 a, ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς σχεδὸν μεσημβρία ἵσταται ἤδη (vulg. ἡ δὴ) καλουμένη σταθερά, der hohe Mittag, wenn die Sonne im Zenith gleichsam stille steht; u. dem analog νυκτὸς τὸ σταθερώτατον, die hohe Mitternacht, θέρος σταθερόν, der hohe, heißeste Sommer, Antimach. 76; σταθερὸν ἦμαρ, Ap. Rh. 1, 450; vgl. Ruhnk. Tim. p. 235. – Vom ruhigen Meere, Antiphil. ep. (X, 17), wo Jac. zu vergleichen; μέλαν σταθερόν, Paul. Sil. 52 (VI, 62); vgl. βύθος, D. Hal. 1, 71; ἡ σταθερή sc. γῆ, das feste Land, Diocl. 4 (VII, 393); εὐδία, übtr. Ruhe im Staate, Plut. Dio 38. – S. auch σταθηρός.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰθερός: ά, Ἰων. ή, όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁ στερεῶς ἱστάμενος, ἀμετακίνητος, στερεός, σταθ. γαῖα, terra firma, ἀντίθετον τῷ ἄστατος, Ὀππ. Κυν. 2. 412· ἡ σταθερὰ (ἐξυπακ. γῆ) Ἀνθ. Π. 7. 393., 8. 159· ― ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἥσυχος, γαλήνιος, στ. χεῦμα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274 (ἂν μὴ ἀναγνωστέον χεῖμα)· βύθος Διον. Ἁλ. 1. 71· ἡ στ. (ἐξυπακ. θάλασσα) Ἀνθ. Π. 10. 17, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 106· στ. ὕδωρ, στάσιμον, Ἀππ. Καρχηδ. 99· στ. μέλαν, ἐπὶ μελάνης, Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) στ. μεσημβρία, ἀκριβῶς μεσημβρία, ὅτε, οὕτως εἰπεῖν, ὁ ἥλιος ἵσταται ἀκίνητος ἐπὶ τοῦ μεσημβρινοῦ κύκλου, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α· οὕτω, στ. ἧμαρ, μεσημβρία, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 450· τὸ σταθερώτατον τῆς μεσημβρίας Συνέσ. 202C· νυκτὸς τὸ σταθερώτατον Εὐνάπ. σ. 74· θέρος σταθερόν, τὸ μέσον τοῦ θέρους, Ἀντίμ. 76. 3) σταθερός, ἀματάβλητος, ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἀὴρ εὔδιος καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 7· στ. εὐδία Πλουτ. Διον. 37, πρβλ. Μᾶρκ. Ἀντων. 12. 22· οὐ σταθερὸν φῶς οὐδ’ ἠρεμοῦν ὁ αὐτ. 2. 934Ε. 4) μεταφορ., στ. κάλυξ ἥβης Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 74· στ. ἡλικία Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 1, 3· ἡ ἀρετὴ στ. τι Ἀνθ. Π. 10. 74· σωφροσύνη Ἑλλ. Ἐπιγγράμμ. 910. 2· στ. βάδισμα, βλέμμα, κτλ., Φίλων, κλπ.· ἐπὶ λόγου ἢ ὁμιλίας, ἥσυχος, μετὰ περισκέψεως λαλούμενος, τὸ βραδὺ καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23. 5) δὲν εἶναι ἐν χρήσει (κυρίως) ἐπὶ προσώπων, Φρύνιχ. 215, Θωμ. Μάγιστρ. 301. ἀλλ’ ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 277. 49. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὡς καὶ νῦν, Κρατῖν. ἐν «Σεριφίοις» 4. (Ἡ √ΣΤΑΘ ἐμηκύνθη ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, στῆναι, ὡς ἐν τοῖς σταθμός, σταθμή, ἀσταθής, Λατ. stab-ulum).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fixe, immobile : σταθερὰ εὐδία PLUT temps au beau fixe.
Étymologie: R. Σταθ de Στα ; cf. ἵστημι.