ὑποστατός: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποστᾰτός''': ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ [[ὑποκάτω]] τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, [[στήριγμα]], βάσις, ὡς τὸ [[ὑποστάτης]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, [[Πολυδ]]. Ι΄, 46. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, οὐχ ὑποστατὸν Εὐρ. Ἱκ. 737· [[θεός]]… θνητοῖς [[οὐδαμῶς]] ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 177. 2. ΙΙΙ. ὁ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχων, Λατιν. subsistens, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 60, Κλήμ. Ἀλέξ. 915, κλπ. | |lstext='''ὑποστᾰτός''': ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ [[ὑποκάτω]] τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, [[στήριγμα]], βάσις, ὡς τὸ [[ὑποστάτης]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, [[Πολυδ]]. Ι΄, 46. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, οὐχ ὑποστατὸν Εὐρ. Ἱκ. 737· [[θεός]]… θνητοῖς [[οὐδαμῶς]] ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 177. 2. ΙΙΙ. ὁ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχων, Λατιν. subsistens, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 60, Κλήμ. Ἀλέξ. 915, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut supporter, auquel on peut résister;<br /><b>2</b> qui existe.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
όν, or ὑπόστᾰτος, ον, (ὑφίσταμαι)
A set under: as Subst., ὑπόστατον, τό, stand, = ὑποστάτης, IG22.1388.43,11(2).161 B 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46. II to be borne or withstood, οὐχ ὑποστατόν E.Supp.737; θεὸς . . θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.Fr.177.2 (as Scal. for -της). III substantially existing, Stoic.2.114, A.D. Synt.201.9, S.E.M.10.60, Iamb.Comm. Math.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστᾰτός: ἢ ὑπόστατος (ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 476), ον, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ ὑφίσταμαι, ὁ ὑποκάτω τιθέμενος· - ὡς οὐσιαστικ., ὑπόστατον, τό, στήριγμα, βάσις, ὡς τὸ ὑποστάτης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 150. 42., 151. 25, Παυσ. 10. 26, 9, Πολυδ. Ι΄, 46. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, οὐχ ὑποστατὸν Εὐρ. Ἱκ. 737· θεός… θνητοῖς οὐδαμῶς ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 177. 2. ΙΙΙ. ὁ κατ’ οὐσίαν ὑπάρχων, Λατιν. subsistens, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 60, Κλήμ. Ἀλέξ. 915, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu’on peut supporter, auquel on peut résister;
2 qui existe.
Étymologie: ὑφίστημι.