εὐχωλή: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vœu, prière;<br /><b>2</b> jactance, parole orgueilleuse ; <i>particul.</i> chant de triomphe ; <i>p. ext.</i> sujet d’orgueil.<br />'''Étymologie:''' [[εὔχομαι]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vœu, prière;<br /><b>2</b> jactance, parole orgueilleuse ; <i>particul.</i> chant de triomphe ; <i>p. ext.</i> sujet d’orgueil.<br />'''Étymologie:''' [[εὔχομαι]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[εὔχομαι]]): (1) [[prayer]], [[vow]], Od. 13.357, Il. 1.65.—(2) [[boast]], [[exultation]], [[shout]] of [[triumph]], Il. 4.450, Il. 8.229, Il. 2.160; ‘my [[pride]],’ Il. 22.433. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:29, 15 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (εὔχομαι) Ep. form of εὐχή,
A prayer, vow, οὔτ' ἄρ' ὅγ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὔθ' ἑκατόμβης Il.1.93, cf. 65; θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσι 9.499, cf. Od.13.357; εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Hes.Sc.68; also in Inscr.Cypr.94 H. and Ion. Prose, Hdt.2.63, Protag.A 1 Diels, Luc.Syr.D.28, 29. 2 votive offering, Sammelb.1719, al. II boast, vaunt, πῇ ἔβαν εὐχωλαί, ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι Il.8.229; shout of triumph, ἔνθα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450. 2 object of boasting, glory, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἑλένην 2.160, cf. 4.173; ὅ μοι . . εὐ. κατὰ ἄστυ πελέσκεο 22.433.
German (Pape)
[Seite 1110] ἡ (εὔχομαι), 1) das Gelübde, οὔτ' ἄρ' ὅγ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὔθ' ἑκατόμβης, Il. 1, 65. 93; Pind. frg. 87; εὐχωλὰς ἐπιτελέειν Her. 2, 63; das Gebet, Flehen, θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσιν Il. 9, 499; Od. 13, 358; ἀλλά οἱ εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Hes. Sc. 68; sp. D., wie Antiphil. 5 (VI, 199); auch Luc. Dea Syr., εὐχωλὴν ποιέεται ἐς ἕκαστον, betet für Jeden, 29, τῶν εὐχωλέων ἐπαΐειν 28. – 2) das Rühmen, Prahlen, πῇ ἔβαν εὐχωλαὶ ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι Il. 8, 229. – Jubel, Siegesruf, Ggstz οἰμωγή, Il. 8, 64; – der Gegenstand des Ruhmes, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ λίποιεν Ἑλένην Il. 4, 173; τέκνον, ὅ μοι εὐχωλὴ κατὰ ἄστυ πελέσκετο, πᾶσί τ' ὄνειαρ 22, 433.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχωλή: ἡ, (εὔχομαι) Ἐπικ. τύπος τοῦ εὐχή, προσευχή, «τάξιμον», οὔτ’ ἄρ’ ὅγ’ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὔθ’ ἑκατόμβης Ἰλ. Α. 65, 93· θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσιν Ι. 499, Ὀδ. Ν. 357· εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 68· ὡσαύτως παρ’ Ἴωσι πεζολόγοις, πρβλ. εὐχωλιμαῖος καὶ ἴδε Πρωταγ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 53, Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 28. 29 ΙΙ. καύχησις μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη, πῇ ἔβαν εὐχωλαί, ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι Ἰλ. Θ. 229· κραυγὴ θριάμβου, ἔνθ’ ἅμ’ οἰμωγὴ καὶ εὐχωλή πέλεν ἀνδρῶν Δ. 450, Θ. 64. 2) ἀφορμὴ καυχήσεως, καύχημα, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἐλένην Ἰλ. Β. 160, πρβλ. Δ. 173· ὅ μοι… εὐχ. κατὰ ἄστυ πελέσκεο Χ. 433.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 vœu, prière;
2 jactance, parole orgueilleuse ; particul. chant de triomphe ; p. ext. sujet d’orgueil.
Étymologie: εὔχομαι.
English (Autenrieth)
(εὔχομαι): (1) prayer, vow, Od. 13.357, Il. 1.65.—(2) boast, exultation, shout of triumph, Il. 4.450, Il. 8.229, Il. 2.160; ‘my pride,’ Il. 22.433.