σχάζω: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(Bailly1_5) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> σχάσω, <i>ao.</i> ἔσχασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σχασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσχάσθην, <i>pf.</i> ἔσχασμαι, <i>pqp.</i> ἐσχάσμην;<br /><b>1</b> ouvrir en coupant, inciser : φλέβα XÉN ouvrir une veine, saigner;<br /><b>2</b> laisser tomber ; <i>fig.</i> laisser aller, relâcher, abandonner.<br />'''Étymologie:''' R. Σχαδ, ouvrir ; cf. χάζομαι, [[σκεδάννυμι]]. | |btext=<i>f.</i> σχάσω, <i>ao.</i> ἔσχασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σχασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσχάσθην, <i>pf.</i> ἔσχασμαι, <i>pqp.</i> ἐσχάσμην;<br /><b>1</b> ouvrir en coupant, inciser : φλέβα XÉN ouvrir une veine, saigner;<br /><b>2</b> laisser tomber ; <i>fig.</i> laisser aller, relâcher, abandonner.<br />'''Étymologie:''' R. Σχαδ, ouvrir ; cf. χάζομαι, [[σκεδάννυμι]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[σχάζω]]<br /> <b>1</b>[[check]] κώπαν σχᾰσον (P. 10.51) [[πῦρ]] δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχᾰσαις ὀδόντων (sc. [[Πηλεύς]]: having [[overcome]]) (N. 4.64) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 17 August 2017
English (LSJ)
Hp.Epid.6.5.15, Aff.4, X.HG5.4.58; also σχάω, inf.
A σχᾶν Pl.Com.127, κατα-σχᾶν Hp.Epid.7.76; so impf. ἔσχων, Ar. Nu.409; 3pl. ἔσχαζον Anon. ap. Phryn.194; also ἐσχάζοσαν Lyc. 21: fut. σχάσω (ἀπο-) Crates Com.41: aor. ἔσχᾰσα Pi.P.10.51, E.Tr.811 (lyr.), Ar.Nu.740:—Med., aor. ἐσχασάμην ib.107, Pl. Com.32:—Pass., 3sg. pres. σχᾶται Hp.Art.30: fut. σχασθήσομαι LXX Am.3.5: aor. ἐσχάσθην Hp.Ulc.24, Antisth. ap. Stob.3.18.26, etc.: pf. ἔσχασμαι in plant-name ἐσχασμένη, = ὀνοβρυχίς, Ps.-Dsc.3.153. 1 slit open so as to let something escape, οὐκ ἔσχων ἀμελήσας [τὴν γαστέρα] I carelessly forgot to slit the haggis, Ar.Nu.409 (anap.); σ. φλέβα open a vein, Hp.Epid.6.5.15, X.HG 5.4.58, Plu.Ages.27, etc.; ἐκ βραχιόνων τὰς φλέβας Arr.Fr.168J. (so σ. τὸ φλεγμαῖνον μόριον lance the boil, Gal.11.119); freq. also without φλέβα, Aret.CA2.7, etc.; σ. ὑπὸ τὴν γλῶτταν bleed it under the tongue, Arist.HA603b15; σ. τὸν ἀγκῶνα, i.e. bleed in the arm, Hp.Int.37; τὴν κεφαλήν Id.Aff.2: c. acc. cogn., σ. τομήν make an incision, Aret.CA1.7; αἷμα σ. Poll.2.215; τὸ πρωτόσφακτον ὅρκιον σχάσας slaying the . . victim, Lyc.329: metaph. in Pass., to be purged by bleeding, Antisth. ap. Stob.3.18.26. 2 open, ἐσχάσαμεν κάλυκας we (roses) have opened our buds, AP6.345 (Crin.); στόμα Lyc.28. 3 let go, σχάσας τὴν φροντίδα letting your mind go, relaxing your thought, Ar.Nu.740; σχάσαντες τὴν ἀγκύλην τοῦ βρόχου slackening, Paul.Aeg.6.51; σ. τὰς μηχανάς let off the engines, Plu.Marc.15; σχάσει τὴν χεῖρα, ὥστε ἀφεθῆναι τὸ βέλος Hero Spir.1.41:—Pass., ἐσχάζετο αὐτόματον [τὸ βέλος] Ph. Bel.73.51, cf. 70.45, 78.31; -όμενον παττάλιον (in a mousetrap) Poll.7.114; εἰ σχασθήσεται παγὶς ἄνευ τοῦ συλλαβεῖν τι; LXX Am.3.5; ἔσχαστο ἡ ὕσπληξ the ὕσπληξ ( σχαστηρία 1) had been let off, Hld.4.3; βαλβῖδα μηρίνθου σχάσας, i.e. starting the race, Lyc.13 ( = βαλβῖδος μήρινθον acc. to Sch.); κἀπὸ γῆς ἐσχάζοσαν ὕσπληγγας were starting off from shore, Id.21; of the jaw, ἐκπίπτει μὲν γνάθος ὀλιγάκις, σχᾶται μέντοι πολλάκις ἐν χάσμῃσι slips, Hp.Art.30 ( = χαλᾶται acc. to Paul.Aeg.6.112):—also Act., of the surgeon, ἐξαπίνης σχάσαι let the jaw slip back into position, let it go, ibid. καὶ κατὰ παλαίστραν δὲ τὸ σχάσαι σημαίνει τὴν χεῖρα ταχέως ἄγειν πρὸς αὐτὴν (leg. αὑτὴν) ἐκ τῆς ἔμπροσθεν θέσεως Gal.18(1).438. 4 relax effort, cease an action, esp. rowing, κώπαν σχάσον easy!, i.e. cease rowing, Pi.P.10.51, cf. E.Tr.811 (lyr.), Call.Fr.104; τί σιγᾷς γῆρυν ἄφθογγον σχάσας; E.Ph.960; σχάσον δὲ δεινὸν ὄμμα καὶ θυμοῦ πνοάς ib.454: abs., φοβοῦμαι μὴ σχάσῃ, νεναυσίακε γάρ I fear he may give up, BGU1097.4 (i A.D.):—Med., σχασάμενος τὴν ἱππικήν giving up horses, Ar.Nu.107; τὰς ὀφρῦς σχάσασθε καὶ τὰς ὄμφακας Pl.Com.32 (cf. ὄμφαξ 11.3). 5 let fall, drop, τὴν οὐράν X.Cyn.3.5; πεύκης ὀδόντας, i.e. the anchor, Lyc.99; λάθρᾳ κατὰ μηχανὰς σχασθέντων τῶν φραγμάτων Hippoloch. ap. Ath.4.130a. 6 cause to collapse, θάλαμον σχάσε μῆνις AP9.422 (Apollonid.); σχάσας . . ἐν πέδῳ γόνυ, i.e. kneel down, Sammelb.5629.3 (iii B.C.):—Pass., μήπω σχασθῇ lest the dyke collapse, PLond.1.131.243 (i A.D., abbrev.). 7 metaph., cause to collapse or fail, foil, πῦρ... λεόντων . . ὄνυχας, ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων, of Peleus subduing the metamorphosed Thetis, Pi.N.4.64; φεῦ, οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον ἔσχασεν στραταγέταν B.16.121.
German (Pape)
[Seite 1053] 1) stechen, ritzen, aufschlitzen, übh. aufklaffen machen, öffnen, θάλαμον, Apollnds. 19 (19, 422); bes. bei den Aerzten, τὴν φλέβα, die Ader öffnen, um Blut zu lassen, s. Lob. Phryn. 219; auch ohne φλέβα, zur Ader lassen, Xen. Hell. 5, 4, 58. – 2) fallen lassen; τὴν οὐράν, den Schwanz hangen lassen, Xen. Cyr. 3, 5; βαλβῖδα, das vor der Rennbahn gezogene Seil fallen lassen und dadurch die Rennbahn öffnen, Lycophr. 13; ἄγκυραν, den Anker auswerfen, 99, vgl. 329. – Bei den Fechtern auch τὴν χεῖρα, die Hand schnell zurückziehen und in die vorige Lage bringen. – 3) zurückhalten, anhalten, hemmen; κώπαν σχάσον, Pind. P. 10, 51, was der Schol. Ar. Nubb. 730 durch ἀτρεμέω erklärt; ἀκμὰν σχάσαις ὀδόντων, Pind. N. 4, 64; γῆρυν ἄφθογγον σχάσας, Eur. Phoen. 967, wie σχάσον δεινὸν ὄμμα 457; σχάσας τὴν φροντίδα, Ar. Nubb. 730; auch med., σχασάμενος τὴν ἱππικήν, sie aufgebend, unterlassend, 108; vgl. σχάσασθε τὰς ὀφρῦς, Plat. com. b. Schol. Ar. Ach. 351; – τὰς μηχανάς, Plut. Marcell. 15. – 4) intrans., klaffen, offen stehen, aus einander gehen; nachlassen, allmälig aufhören; Sp., wie Plut.; – Lycophr. 71 hat die alexandrinische Form ἐσχάζοσαν für ἔσχαζον.
Greek (Liddell-Scott)
σχάζω: ἀπαρ. κατασχᾶν, ὥσπερ ἐξ ὁριστικῆς σχάω, παρ’ Ἱππ. 122. Β οὕτω παρατ. ἔσχων Ἀριστοφ. Νεφ. 409· γ΄ πληθ. ἐσχάζοσαν Λυκόφρ. 21· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 219 - μέλλ. σχάσω (ἀπο-) Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5· ἀόρ. ἔσχᾰσα Πίνδ., Ἀττ.· - Μέσ., ἀόρ. ἐσχασάμην Ἀριστοφ. Νεφ. 107, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 5· -Παθητ., μέλλ. σχασθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐσχάσθην Ἱππ. 881Η, Πλούτ., κλπ.· πρκμ. ἔσχασμαι Διοσκ. 3. 160. (Πιθ. συγγενὲς τῷ σκεδάννυμι, πρβλ. καὶ χάζομαι). Πρώτη σημασία, ἀφίνω ἐλεύθερον, λύω, 1) σχίζω, ἀνοίγω, οὐκ ἔσχων ἀμελήσας [τὴν γαστέρα], ἐξ ἀμελείας δὲν ἤνοιξα τὴν κοιλίαν, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 409· σχ. φλέβα, ἀνοίγω φλέβα, Ἱππ. 1185C, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58, Πλούτ., κλπ.· ἐκ βραχιόνων τὰς φλέβας Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.· (οὕτω, σχ. φλεγμονήν, δι’ ἐγχειρητικοῦ μαχαιρίου ἀνοίγω οἴδημά τι, σχίζω αὐτό, Γαλην.)· συχνάκις καὶ ἄνευ τοῦ φλέβα, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 6, 7, κλπ· σχ. ὑπὸ τὴν γλῶτταν, φλεβοτομῶ ὑποκάτω τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 3· σχ. τὸν ἀγκῶνα, δηλ. φλεβοτομῶ κατὰ τὸν ἀγκῶνα ἢ τὸν βραχίονα, Ἱππ. 552. 40, πρβλ. 516. 47· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., σχ. τομὴν, κάμνω ἐντομήν, ἐγκοπήν, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1, 7· σχ. αἶμα Πολυδ. Β΄, 215· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., διὰ φλεβοτομίας καθαίρομαι, Ἀντισταθ. παρὰ Στοβ. 165. 17. 2) ἐπὶ ἀνθέων πορφυρέας ἐσχάσαμεν κάλυκας Ἀνθ. Π. 6. 345· στόμα Λυκόφρ. 28· οὕτω μεταφορ., θάλαμον σχάσε μῆνις Ἀνθ. Π. 9. 422. ΙΙ. ἀφίνω τι νὰ πέσῃ, σχ. τὴν οὐρὰν Ξεν. Κυν. 3. 5· ἄκραν βαλβῖδα μηρίνθου σχάσας, ἀνοίξας διὰ τοῦ σχοινίου τὴν ἀφετηρίαν, Λατ. aperire carceres, Λυκόφρ. 13· οὕτω, σχ. ὕσπληγγα Ἡλιόδ. 4. 3. σχ. πεύκης ὀδόντας = σχ. ἄγκυραν, Λυκόφρ. 99 (ἀλλά, κἀπὸ γῆς ἐσχάζοσαν ὕσπληγγας, «ἀνέσπασαν τὰς ἀγκύρας» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 21)· σ. τὰ φράγματα Ἀθήν. 130Α. ― Μέσ., τὰς ὀφρῦς σχάσασθε, καταβιβάσατε τὰς ὀφρῦς, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Ἑορταῖς» 5 μεταφορ., σχασάμενος τὴν ἱππικήν, καταλιπών, ἐγκαταλιπὼν τὴν ἱππικήν, «καταπαύσας» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 107. 2) ἀφίνω, παραμελῶ, ἐγκαταλείπω, σχάσας τὴν φροντίδα, ἀποβαλών, αὐτόθι 740 (κατ’ ἄλλους, φλεβοτομήσας τὸν νοῦν σου, καθαρίσας αὐτὸν διὰ φλεβοτομίας, ἴδε ἀνωτ.)· σχ. τὰς μηχανάς, ἀφίνω τὰς μηχανὰς νὰ ἐνεργήσωσι, Πλουτ. Μάρκελλ. 15· σχ. τὸ παττάλιον Πολυδ. ϛʹ, 114· ἀφίνω ἄρθρον τι ἐλεύθερον καὶ ἔπειτα πάλιν μετὰ βίας σύρω αὐτό, τοποθετῶ ἢ διορθώνω διὰ βιαίας κινήσεως, ἐν τῷ παθ. τύπῳ σχᾶται, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797, κλπ. 3) ἀναχαιτίζω, ἐμποδίζω, σταματῶ, Λατ. inhibere, κώπαν σχάσον, δηλ. παῦσαι κωπηλατῶν, Πινδ. Π. 10. 79, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 809, Καλλ. Ἀποσπ. 104· σχάσον δὲ δεινὸν ὄμμα καὶ θυμοῦ πνοὰς Εὐρ. Φοίν. 454· γῆρυν ἄφθογγον σχάσας αὐτόθι 969, πρβλ. Πινδ. Ν. 4. 104. 4) παραδίδω, προδίδω, ἐγκαταλείπω, τινί τι Λυκόφρ. 329.
French (Bailly abrégé)
f. σχάσω, ao. ἔσχασα, pf. inus.
Pass. f. σχασθήσομαι, ao. ἐσχάσθην, pf. ἔσχασμαι, pqp. ἐσχάσμην;
1 ouvrir en coupant, inciser : φλέβα XÉN ouvrir une veine, saigner;
2 laisser tomber ; fig. laisser aller, relâcher, abandonner.
Étymologie: R. Σχαδ, ouvrir ; cf. χάζομαι, σκεδάννυμι.
English (Slater)
σχάζω
1check κώπαν σχᾰσον (P. 10.51) πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχᾰσαις ὀδόντων (sc. Πηλεύς: having overcome) (N. 4.64)