ὕπνος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(Autenrieth) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[sleep]]; epithets, [[ἡδύς]], [[νήδυμος]], [[λῦσιμελής]], [[πανδαμάτωρ]], [[χάλκεος]], [[fig]]. of [[death]], Il. 11.241.—Personified, Ὕπνος, [[Sleep]], the [[brother]] of [[Death]], Il. 14.231 ff. | |auten=[[sleep]]; epithets, [[ἡδύς]], [[νήδυμος]], [[λῦσιμελής]], [[πανδαμάτωρ]], [[χάλκεος]], [[fig]]. of [[death]], Il. 11.241.—Personified, Ὕπνος, [[Sleep]], the [[brother]] of [[Death]], Il. 14.231 ff. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ὕπνος]]<br /> <b>1</b>[[sleep]] τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις [[ὕπνον]] ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ (P. 9.25) met., ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. [[φάμα]] παλαιά) (I. 4.23) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 17 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A sleep, slumber, Od.11.245, al. (v. infr.); of the sleep of death, κοιμήσατο χάλκεον ὕ. Il.11.241; Κάλχανθ' ὕ. θανάτοιο κάλυψεν Hes.Fr.160 codd.Str.; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος Od.6.2, cf. 12.281; τάπητες μαλακώτεροι ὕπνω Theoc.15.125, cf. 5.51.— Special phrases: I of going to sleep, μιν ἐπήλυθε . . ὕ. Od. 4.793; ἐπὶ . . ὕ. ὄρουσεν Il.23.232; ἱκάνει 1.610; ἔχει 10.4, etc.; τὸν ὕ. ἔμαρπτε 23.62, al.; ᾕρει 24.4, al.; λαμβάνει S.Ph.767; opp. ὕπνος ἀνῆκέ τινα Il.2.71, Od.19.551, Pl.Prt.310d: of persons, ὕπνον ἀωτεῖν Il.10.159, etc.; ὕπνου δῶρον ἕλοντο Od.16.481, etc.; λαβεῖν Pl.Smp.223b; κοιμᾶσθαι X.Hier.6.7; ἡδὺν ὕπνον καθεύδειν Men.Kith.Fr.1.5; ὕπνου τυχεῖν Ar.Ach.713; μικρὸν ὕπνου λαχών X. An.3.1.11; ὕπνου λαχεῖν μέρος Cratin.218; ἐν ὕπνῳ or ὕπνῳ πεσεῖν to fall a-sleep, Pi.I.4(3).23(41), A.Eu.68; εἰς ὕπνον πεσεῖν S.Ph.826; οὐχ ὕπνῳ γ' ἐνδόντα (so Badham for εὕδοντά) μ' ἐξεγείρετε Id.OT65; also ὕπνῳ δεδμημένος, δαμείς, Il.10.2, 14.353, etc.; νικώμενος, κρατηθεῖσ', A.Ag.290, Eu.148 (lyr.); κάτοχος S.Tr.978 (lyr.); σκεδάσαι . . ἀπὸ βλεφάρων ὕπνον ib.991 (lyr.). 2 of waking from sleep, ἐγεῖραί τινα ἐξ ὕπνου Od.15.44, etc.: of the sleeper, ἀνόρουσε, ἔγρετο, ἐξ ὕ. Il. 10.162, 2.41; ἐξ ὕ. στῆναι S.Ph.277; ἀπολακτίσασ' ὕπνον A.Eu.141; ἀποσείσασθαι Luc. Tim.6. 3 with Preps., when the pl. also is not uncommon, ἐν ὕπνῳ in sleep, in a dream, E.IT44, Pl.R.476c; ἐν τοῖς ὕ. ib.572b, Sph.266b, Isoc.9.21, PCair.Zen.34.5 (iii B.C.); καθ' ὕπνον ὄντα S.Tr.970 (lyr.), cf. Pl.Lg.800a; καθ' ὕπνον, κατὰ τοὺς ὕπνους, Plu.2.717e,555b, Alex.50; περὶ πρῶτον ὕ. about one's first sleep, Ar.V.31, Th.2.2; περὶ πρώτους ὕ. Eub.13; ἀπὸ πρώτου ὕ. Th.7.43; διὰ μέσων τῶν ὕ. Plu.Them.28; ἐκ τῶν ὕ. ἐγείρεσθαι Pl.R.330e: pl., dreams, ὕ. ἀγένητοι Phld.D.1.22. II Sleep, as a god, twinbrother of Death, Il.14.231, 16.672,682; acc. to Hes.Th.212, son of Night without father. [ῠ by nature, A. Th.3, Ag.14,912, etc.; ῡ by position in Ep., etc.] (Cf. Skt. svápati 'sleep', Subst. svápnas 'sleep, dream'; Lat. somnus, sopor, etc.)
Greek (Liddell-Scott)
ὕπνος: ὁ· [ῠ φύσει· καὶ συχνάκις εὕρηται οὕτω παρ’ Ἀττ. καὶ ἐν τῇ Ἀνθολ.· ἴδε Αἰσχύλ. Θήβ. 3, Ἀγ. 14, 912, κτλ.· ῡ ἀείποτε παρ’ Ὁμ., καὶ πολλάκις παρὰ τοῖς λοιποῖς ποιηταῖς]· (ἴδε ἐν τέλει)· - ὕπνος, Ὅμ., κλπ., λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην κατὰ δὲ ὕπνον ἔχευεν Ὀδ. Λ. 245· - ὁ ὕπνος τοῦ θανάτου, χάλκεος ὕπνος Ἰλ. Λ. 241· Κάλχανθ’ ὕπνος θανάτοιο κάλυψεν Ἡσ. παρὰ Στοβ. 642· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρήμενος (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατ. ludo fatigatumque somno), Ὀδ. Ζ. 2, πρβλ. Μ. 281· τάπητες μαλακώτεροι ὕπνῳ (τὸ τοῦ Οὐεργιλ. somno mollior herba) Θεόκρ. 15. 125, πρβλ. 5. 51. - Ἰδιάζουσαι φράσεις: 1) ὕπνος τινὰ ἐπέρχεται, ἐπορρούει, ἱκάνει Ὀδ. Δ. 793, Ἰλ. Ψ. 232, Α. 610· ἔχει Κ. 4, κ. ἀλλαχ., καὶ Ἀττ.· μάρπτει Ψ. 62, κ. ἀλλ.· αἱρεῖ Ω. 4, κ. ἀλλαχ.· λαμβάνει Σοφ. Φιλ. 767· - ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὕπνος ἀνίησί τινα Ἰλ. Β. 71, Ὀδ. Τ. 551, Πλάτ. Πρωτ. 310D· - ἐπὶ προσώπων, ὕπνον ἀωτεῖν Ἰλ. Κ. 159 κτλ.· αἱρεῖσθαι Ὀδ. Π. 481, καὶ Ἀττ.· λαμβάνειν Πλάτ. Συμπ. 223Β· κοιμᾶσθαι Ξεν. Ἱέρων 6, 7· ἡδὺν δὲ καὶ πρᾶόν τινα. ὕπνον καθεύδειν Μένανδρ. ἐν «Κιθαρισταῖς» 1. 5· ὕπνου τυγχάνειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 713· μικρὸν ὕπνου λαγχάνειν Ξεν. Ἀνάβ. 3. 1, 11· ὕπνου λαχεῖν μέρος Κρατῖνος ἐν «Τροφωνίῳ» 2· ἐν ὕπνῳ ἢ ὕπνῳ πίπτειν, ἀποκοιμᾶσθαι, Πινδ. Ι. 4, 39 (3. 41), Αἰσχύλ. Εὐμ. 68· εἰς ὕπνον πεσεῖν Σοφ. Φιλ. 826· οὐχ ὕπνῳ γ’ ἐνδόντα (οὕτως ὁ Badh. ἀντὶ εὕδοντα) μ’ ἐξεγείρετε ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 65· - ὡσαύτως, ὕπνῳ δεδμημένος, δαμεὶς Ἰλ. Κ. 2, Ξ. 353, κτλ.· νικᾶσθαι, κρατεῖσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 290, Εὐμ. 148· κάτοχος Σοφ. Τρ. 978· σκεδάσαι... ἀπὸ βλεφάρων τινὸς ὕπνον αὐτόθι 991. 2) ἐπὶ τῆς ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγέρσεως, ἀνεγείρειν τινὰ ἐξ ὕπνου Ὀδ. Ο. 44, κλπ.· ἐπὶ προσώπων, ἀνορούειν, ἐγείρεσθαι ἐξ ὕπνου Ἰλ. Κ. 162, Β. 41· ἐξ ὕπνου στῆναι Σοφ. Φιλ. 277· ὕπνον ἀπολακτίζειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 141· ἀποσείσασθαι Λουκ. Τίμ. 6. 3) μετὰ προθέσεων, ὅτε καὶ δὲν εἶναι ἀσυνήθης ὁ πληθ., ἐν ὕπνῳ, ἐν καιρῷ ὕπνου, ἐν ὀνείρῳ, Εὐρ. Ι. Τ. 44, Πλάτ. Πολ. 476C· ἐν τοῖς ὕπνοις αὐτόθι 572Β, Ἰσοκρ. 193Α· - καθ’ ὕπνον ὄντα Σοφ. Τρ. 970, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 800Α· κατὰ τὸν ὕπνον, κατὰ τοὺς ὕπνους Πλούτ., Λουκ., κλπ.· - περὶ πρῶτον ὕπνον Ἀριστοφ. Σφ. 31, Θουκ. 2. 2· περὶ πρώτους ὕπνους Εὔβουλος ἐν «Ἀντιόπῃ» 4· ἀπὸ πρώτου ὕπνου Θουκ. 7. 43· διὰ μέσων τῶν ὕπνων Πλουτ. Θεμιστ. 28· ἐκ τῶν ὕπνων ἐγείρεσθαι Πλάτ. Πολ. 330Ε, πρβλ. Σοφιστ. 266Β. ΙΙ. ὡς θεὸς ὁ Ὕπνος, δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ θανάτου, Ἰλ. Ξ. 231, Π. 672, 682· κατὰ τὴν Ἡσιόδ. Θεογ. 212, υἱὸς τῆς Νυκτὸς ἄνευ πατρός. (Πρὸς τὴν √ΥΠ, πρβλ. Σανσκρ. svap (dormire), svap-mas· Λατ. som-nus, sop-or· Ἀρχ. Γερμ. sveb-jan (sopire)· Σλαυ. sun-u (somnus), sup-ati (dormire).)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sommeil : ἐν ὕπνῳ, καθ’ ὕπνον ATT pendant le sommeil ; particul. sommeil de la mort;
2 Hypnos ou le Sommeil personnifié.
Étymologie: R. Ὑπ de Συπ, dormir ; cf. lat. sopor, somnus.
English (Autenrieth)
sleep; epithets, ἡδύς, νήδυμος, λῦσιμελής, πανδαμάτωρ, χάλκεος, fig. of death, Il. 11.241.—Personified, Ὕπνος, Sleep, the brother of Death, Il. 14.231 ff.
English (Slater)
ὕπνος
1sleep τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ (P. 9.25) met., ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) (I. 4.23)