αἰανής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />éternel.<br />'''Étymologie:''' [[αἰών]] temps.<br /><span class="bld">2</span>ής, ές :<br /><b>1</b> déplorable, triste;<br /><b>2</b> pénible, dur.<br />'''Étymologie:''' cf. [[αἰάζω]].
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />éternel.<br />'''Étymologie:''' [[αἰών]] temps.<br /><span class="bld">2</span>ής, ές :<br /><b>1</b> déplorable, triste;<br /><b>2</b> pénible, dur.<br />'''Étymologie:''' cf. [[αἰάζω]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>αἰᾱνής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> irritating, [[nagging]] ἀπὸ γὰρ [[κόρος]] ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας (P. 1.83) ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ [[κέντρον]] αἰανὲς (P. 4.236) γαστρὶ δὲ [[πᾶς]] [[τις]] ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ [[τέταται]] (I. 1.49) εἴ [[τις]] [[ἀνδρῶν]] κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.2)
}}
{{Slater
|sltr=<b>αἰᾱνής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> irritating, [[nagging]] ἀπὸ γὰρ [[κόρος]] ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας (P. 1.83) ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ [[κέντρον]] αἰανὲς (P. 4.236) γαστρὶ δὲ [[πᾶς]] [[τις]] ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ [[τέταται]] (I. 1.49) εἴ [[τις]] [[ἀνδρῶν]] κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.2)
}}
}}

Revision as of 14:10, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰᾱνής Medium diacritics: αἰανής Low diacritics: αιανής Capitals: ΑΙΑΝΗΣ
Transliteration A: aianḗs Transliteration B: aianēs Transliteration C: aianis Beta Code: ai)anh/s

English (LSJ)

Ion. αἰηνής, ές, poet. word,

   A δεῖπνον αἰηνές Archil.38; αἰανὴς κόρος, κέντρον, λιμός, Pi.P.1.83, 4.236, I.1.49: also in Trag. (not E.), Νυκτὸς αἰανῆ τέκνα A.Eu.416; νυκτὸς αἰ. κύκλος S.Aj.672; αἰ. νόσος A.Eu.479,942 (lyr); αἰ. βάγματα Id.Pers.636 (lyr.); αἰ. πάνδυρτον αὐδάν ib.941 (lyr.); Πέλοπος . . ἱππεία, ὡς ἔμολες αἰ. τᾷδε γᾷ S.El.506; of Time, εἰς τὸν αἰ. χρόνον A.Eu.572, IG9(1).886.2 (Corcyra); eternal, θεός Lyc.928. Adv. αἰανῶς for ever, A.Eu.672:— αἰανός, Hsch., Suid. s.v. λεύκη ἡμέρα, and v.l. in A.Eu.416,479, S.Aj.672, El.506, is dub. (Prob. fr. αἰεί, everiasting, perpetual, hence in bad sense, wearisome, persistent.)

Greek (Liddell-Scott)

αἰᾱνής: Ἰων. αἰηνής, ές, παλαιὰ ποιητ. λέξις πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 38· δεῖπνον αἰηνές, ἔπειτα παρὰ Πινδ., αἰανὴς κόρος, κέντρον, λιμός, Π. 1. 161., 4. 420, Ἴ. 3. 4· - ἀκολούθως παρ’ Αἰσχύλ. κ. Σοφ., νυκτὸς αἰανῆ τέκνα, Εὐμ. 416· νυκτὸς αἰανὴς κύκλος, Σοφ. Αἰ. 672· αἰανὴς νόσος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 479, 942· αἰανῆ βάγματα, ὁ αὐτ. Πέρσ. 635· αἰανῆ πάνδυρτον αὐδάν, αὐτόθι 940· Πέλοπος ... ἱππεία, ὡς ἔμολες αἰανὴς τᾷδε γᾷ, Σοφ. Ἠλ. 506: ἐπὶ χρόνου, εἰς τὸν αἰανῆ χρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 572, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 263· ὁμοίως καὶ ἐπίρρ. αἰανῶς = αἰωνίως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 672. - Ὁ τύπος αἰανός, ὁ ἀπαντῶν ὡς ἄλλη γραφὴ ἐν Εὐμ. 416, 479, Σοφ. Αἴ. 672, Ἠλ. 506, εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένος, ἴδε Nauck Melanges gréco-Romains, 1862, 2. σ. 441. (Ἡ πιθανὴ παραγωγὴ εἶναι ἐκ τοῦ αἰεὶ = αἰωνίως· (ὡς πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ πρᾶγμα ἐν τῇ φράσει αἰανὸς χρόνος καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ. τύπῳ αἰανῶς), ὁπόθεν πιθανῶς προέκυψεν ἡ σημασία τοῦ ὁ μηδέποτε τελευτῶν, ὀχληρὸς, ὡς ὅτανμετὰ τοῦ οὐσ. νύξ· καὶ ἔπειτα ἡ τοῦ ἀνιαρός, ὀδυνηρός, δεινός, ἀπεχθής, φοβερός, ὡς ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι χωρίοις, ἂν καὶ κοινῶς νομίζεται ὅτι αὕτη ἡ σημασία σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ αἰνός).

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
éternel.
Étymologie: αἰών temps.
2ής, ές :
1 déplorable, triste;
2 pénible, dur.
Étymologie: cf. αἰάζω.