δαιμόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=in Hom. only voc., δαιμόνιε, δαιμονίη, δαιμόνιοι: [[under]] the [[influence]] of a [[δαίμων]], [[possessed]]; used in [[both]] [[good]] and [[bad]] [[sense]], and to be translated according to the [[situation]] described in the [[several]] passages [[where]] it occurs, Il. 1.561, Il. 2.190, , Il. 3.399, Il. 4.31, Il. 6.407, Il. 24.194, Od. 4.774, Od. 10.472, Od. 18.15. Od. 23.174.
|auten=in Hom. only voc., δαιμόνιε, δαιμονίη, δαιμόνιοι: [[under]] the [[influence]] of a [[δαίμων]], [[possessed]]; used in [[both]] [[good]] and [[bad]] [[sense]], and to be translated according to the [[situation]] described in the [[several]] passages [[where]] it occurs, Il. 1.561, Il. 2.190, , Il. 3.399, Il. 4.31, Il. 6.407, Il. 24.194, Od. 4.774, Od. 10.472, Od. 18.15. Od. 23.174.
}}
{{Slater
|sltr=[[δαιμόνιος]] (-ίῳ, -ιον; -ίοισι: -ίᾳ, -ίαν; -ίαις, -ιαι: -ιον nom., voc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> given by [[heaven]] “δέξατο βώλακα δαιμονίαν” (P. 4.37) κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (N. 1.9) ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες [[θεῶν]] [[inspired]] by [[heaven]] (N. 9.27) ἔκλαγξέ θἱερ[ ][[δαιμόνιον]] [[κέαρ]] ὀλοαῖσι στοναχαῖς ?of Kassandra Πα. 8A. 11. ]εκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινί (δείματι e. g. supp. Wil.) (Pae. 9.34) [[with]] adv. [[force]], [[ἴστω]] γὰρ ἐν [[τούτῳ]] πεδίλῳ [[δαιμόνιον]] πόδἔχων Σωστράτου [[υἱός]] by [[divine]] [[grace]] (O. 6.8) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[generally]], of places, [[divine]] τεθμὸς δέ [[τις]] ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν (= Αἴγιναν) παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (O. 8.27) ὦ Συράκοσαι, δαιμόνιαι τροφοί (P. 2.2) κλειναὶ [[Ἀθᾶναι]], [[δαιμόνιον]] [[πτολίεθρον]] fr. 76. 2.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> δαιμονίᾳ, by [[divine]] [[grace]] ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ [[γεγάμεν]] εὔχειρα (θείᾳ μοίρᾳ. Σ.) (O. 9.110)
}}
{{Slater
|sltr=[[δαιμόνιος]] (-ίῳ, -ιον; -ίοισι: -ίᾳ, -ίαν; -ίαις, -ιαι: -ιον nom., voc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> given by [[heaven]] “δέξατο βώλακα δαιμονίαν” (P. 4.37) κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (N. 1.9) ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες [[θεῶν]] [[inspired]] by [[heaven]] (N. 9.27) ἔκλαγξέ θἱερ[ ][[δαιμόνιον]] [[κέαρ]] ὀλοαῖσι στοναχαῖς ?of Kassandra Πα. 8A. 11. ]εκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινί (δείματι e. g. supp. Wil.) (Pae. 9.34) [[with]] adv. [[force]], [[ἴστω]] γὰρ ἐν [[τούτῳ]] πεδίλῳ [[δαιμόνιον]] πόδἔχων Σωστράτου [[υἱός]] by [[divine]] [[grace]] (O. 6.8) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[generally]], of places, [[divine]] τεθμὸς δέ [[τις]] ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν (= Αἴγιναν) παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (O. 8.27) ὦ Συράκοσαι, δαιμόνιαι τροφοί (P. 2.2) κλειναὶ [[Ἀθᾶναι]], [[δαιμόνιον]] [[πτολίεθρον]] fr. 76. 2.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> δαιμονίᾳ, by [[divine]] [[grace]] ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ [[γεγάμεν]] εὔχειρα (θείᾳ μοίρᾳ. Σ.) (O. 9.110)
}}
}}

Revision as of 14:12, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμόνιος Medium diacritics: δαιμόνιος Low diacritics: δαιμόνιος Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΟΣ
Transliteration A: daimónios Transliteration B: daimonios Transliteration C: daimonios Beta Code: daimo/nios

English (LSJ)

α, ον: also ος, ον A.Th.892, Lys.6.32, OGI383.175 (Commagene):—

   A of or belonging to a δαίμων: properly miraculous, marvellous, but:    I in Hom. only in voc., δαιμόνιε, -ίη, good sir, or lady, addressed to chiefs or commoners, Il.2.190,200, al., Hes. Th.655: pl., Od.4.774: esp. in addressing strangers, 23.166,174; used by husbands and wives, Il.6.407,486 (Hector and Andromache), 24.194 (Priam to Hecuba): later c. gen., δαιμόνιε ἀνδρῶν Hdt.4.126, 7.48, 8.84: freq. in Com., in an iron. sense, ὦ δαιμόνι' ἀνδρῶν Ar. Ec.564,784, etc.; ὦ δαιμόνι' Id.Ra.44,175; ὦ δαιμόνι' ἀνθρώπων Id.Av.1638, cf. Pl.R.344d, 522b, Grg.489d, etc.    II from Hdt. and Pi. downwds. (Trag. in lyr.), heaven-sent, miraculous, marvellous, βῶλαξ Pi.P.4.37; τέρας B.15.35, S.Ant.376; ὁρμή Hdt.7.18; ἀραί, ἄχη, A.Th.892, Pers.581; ἡ φύσις δ. ἀλλ' οὐ θεία Arist.Div. Somn.463b14; εὐεργεσία D.2.1; εἰ μή τι δ. εἴη were it not a divine intervention, X.Mem.1.3.5, cf. S.El.1270; τὰ δαιμόνια visitations of heaven, ways of God, Th.2.64, X.Mem.1.1.12; πολλαὶ μορφαὶ τῶν δ. E.Alc.1159, al.; δ. ἀνάγκη Lys. l.c.; δ. τύχη of ill fortune, Pl.Hp. Ma.304b; Ἄπολλον, ἔφη, δαιμονίας ὑπερβολῆς ! Id.R.509c.    2 of persons, τῷ δ. ὡς ἀληθῶς καὶ θαυμαστῷ Id.Smp.219b; ὁ περὶ τοιαῦτα σοφὸς δ. ἀνήρ ib.203a; δαιμόνιος τὴν σοφίαν Luc.Philops.32: Comp. -ώτερος D.C.53.8.    III Adv. -ίως by Divine power, opp. ἀνθρωπίνως, Aeschin.3.133, cf.Pl.Ti.25e; marvellously, Ar.Nu.76; δ. περί τι ἐσπουδακώς Aeschin.1.41; δ. ποιεῖ, of remedies, Aët.15.14, al.; [οἶνος] δ. γέρων Alex.167.5; δ. καὶ μεγαλοπρεπῶς prob. in Epicur.Fr. 183 (cf. δάϊος): neut. pl. as Adv., δαιμόνια Ar.Pax585; δαιμονιώτατα ἀποθνῄσκει most clearly by the hand of the gods, X.HG7.4.3: also in fem. dat., δαιμονίᾳ, formed like κοινῇ, θεσπεσίῃ, etc., Pi.O.9.110.

German (Pape)

[Seite 514] auch 2 End., Aesch. Spt. 873; Lys. 6, 32 u. Sp., wie Hdn. 1, 9; a) bei Hom. nur Anrede im vocat., δαιμόνιε, Iliad. 6, 407, δαιμονίη, 6, 486, δαιμόνιοι, Odyss. 4, 774. 18, 406, als Ausdruck des Staunens über etwas Außerordentliches, über die menschliche Natur Hinausgehendes u. Einwirkung eines göttlichen Wesens Verrathendes; sowohl bewundernd als in tadelndem Sinn: Verblendeter, Heilloser, Unseliger, Il. 6, 826. 9, 40 u. sonst. Vgl. Scholl. Iliad. 2, 190 und Lehrs Aristarch. 158. Sogar die Hera wird Il. 1, 561. 4, 31 vom Zeus, u. Aphrodite 3, 399 von der Helena so angeredet. Mit einem genitiv., δαιμόνιε ξείνων Od. 14, 443; δαιμόνιε ἀνδρῶν Her. 7, 48; letzteres, wie oft bei Att., ironisch: Wunderlicher, Sonderbarer; doch auch schmeichelhafte Anrede, Ar. Lys. 883 Ran. 44; vgl. Plat. Gorg. 489 d Theaet. 180 b. – b) von Pind. an, was von einer Gottheit verhängt ist, von ihr herrührt, sowohl glücklich als unglücklich, z. B. πούς, glücklicher Fuß, Pind. Ol. 6, 8; κίων, göttlicher, 8, 27 u. öfter; so Tragg., ἄχη Aesch. Pers. 573; τέρας Soph. Ant. 372; ὁρμή Her. 7, 18; φέρειν χρὴ τά τε δαιμόνια ἀναγκαίως, τά τε ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀνδρείως Thuc. 2, 64; Ggstz τὰ ἀνθρώπεια Xen. Mem. 1, 1, 12; σοφία Plat. Crat. 396 d; μηχανή Soph. 266 b; πράγματα Apol. 27 c; τύχη, unglücklich, Hipp. mai. 304 b; ἀνάγκη Lys. 6, 32; δαιμονίᾳ τινὶ καὶ θείᾳ εὐεργεσίᾳ Dem. 2, 1; – δαιμονίᾳ, durch göttliches Geschick, Pind. Ol. 9, 110, wie δαιμονίως, im Ggstz von ἀνθρωπίνως, Aesch. 3, 133; δαιμ ονιώτατα θνήσκει, sehr glücklich, Xen. Hell. 7, 4, 3. – c) übh. anßerordentlich, σοφὸς δ. ἀνήρ Plat. Conv. 203 a; δαιμόνιος τὴν σοφίαν, von übermenschlicher Weisheit, 25 e; Ar. Pl. 675; ἐσπουδακὼς περί τι Aesch. 1, 41, u. sonst; ebenso δαιμόνια Ar. Pax 585.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμόνιος: α, ον· ὡσαύτως ος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 891· -ὁ ἐκ δαίμονος ἢ ἀνήκων εἰς δαίμονα. Ι. παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ κλητ., δαιμόνιε, δαιμονίη, καὶ ὑποθέτει ὅτι τὸ πρόσωπον τὸ οὕτως ἀποκαλούμενον εὑρίσκεται εἰς ἀκατανόητον ἢ παράδοξον κατάστασιν· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐπὶ ἐπιπλήξεων : «κακόμοιρε !» ἄθλιε ! μπᾶ, κύριε ! μπᾶ, κυρία ! Ἰλ. Β. 190, 200, Δ. 31, Ι. 40, Ὀδ. Σ. 15, κτλ.· πρβλ. δαιμόνιοι Δ. 774· -σπανιώτερον ἐπὶ θαυμασμοῦ, ὦ ἔνδοξε ἄνθρωπε ! εὐγενές, μεγαλόφρον, ἄνερ ! Ψ. 174, Ἡσ. Θ. 655· δαιμόνιε ξείνων Ὀδ. Ξ. 443· -ὡσαύτως ἐπὶ οἴκτου, δυστυχῆ ! Ἰλ. Ζ. 486, Ω. 194· -οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ., δαιμόνιε ἀνδρῶν Δ. 126, Η. 48· -οὕτω παρ’ Ἀττ., ὦ βέλτιστε, ἐπὶ εἰρωνικῆς ἢ κολακευτικῆς ἐννοίας, θαυμάσιε, καλὲ ἄνθρωπε !, ὦ δαιμόνι’ ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 564, 784, κτλ.· ὦ δαιμόνι’ ὁ αὐτ. Βατρ. 44, 175· ὦ δαιμόνι’ ἀνθρώπων ὁ αὐτ. Ὄρ. 1638· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 344D, 522Β, Γοργ. 489D, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ τοῦ Ἡροδ. καὶ Πινδ. καὶ ἐφεξῆς, πᾶν τὸ ἐκ τῆς θεότητος προερχόμενον, θεόπεμπτος, θεῖος, θαυμαστός, θαυμάσιος, δαιμονίη ὁρμὴ

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
qui prονient de la divinité, envoyé par un dieu, d’où
1 divin : τὰ δαιμόνια THC ce qui vient des dieux ; μή τι δαιμόνιον εἴη XÉN si ce n’était pas qqe inspiration de la divinité ; τὸ δαιμόνιον faveur des dieux;
2 qui a un caractère divin, merveilleux, extraordinaire ; en mauv. part comme expression • de pitié : δαιμονίη (ion.) IL infortunée ! ; • de dédain : δαιμόνιε IL insensé ! misérable !.
Étymologie: δαίμων.

English (Autenrieth)

in Hom. only voc., δαιμόνιε, δαιμονίη, δαιμόνιοι: under the influence of a δαίμων, possessed; used in both good and bad sense, and to be translated according to the situation described in the several passages where it occurs, Il. 1.561, Il. 2.190, , Il. 3.399, Il. 4.31, Il. 6.407, Il. 24.194, Od. 4.774, Od. 10.472, Od. 18.15. Od. 23.174.