ἄριστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[root]] ἀρ, cf. [[ἀρείων]], [[ἀρετή]]), [[ὤριστος]] = ὁ [[ἄριστος]]: [[best]], [[most]] [[excellent]] (see the [[various]] [[implied]] meanings [[under]] [[ἀγαθός]]); [[Ζεύς]], [[θεῶν]] [[ὕπατος]] καὶ [[ἄριστος]], Il. 19.258; freq. w. adv. prefixed, μέγ(α), ὄχ(α), ἔξοχ(α), Il. 1.69, Il. 12.103; [[often]] foll. by explanatory inf., dat., or acc. (μάχεσθαι, βουλῇ, [[εἶδος]]); ἦ σοὶ ἄριστα πεποίηται, ‘[[finely]] [[indeed]] hast thou been treated,’ Il. 6.56.
|auten=([[root]] ἀρ, cf. [[ἀρείων]], [[ἀρετή]]), [[ὤριστος]] = ὁ [[ἄριστος]]: [[best]], [[most]] [[excellent]] (see the [[various]] [[implied]] meanings [[under]] [[ἀγαθός]]); [[Ζεύς]], [[θεῶν]] [[ὕπατος]] καὶ [[ἄριστος]], Il. 19.258; freq. w. adv. prefixed, μέγ(α), ὄχ(α), ἔξοχ(α), Il. 1.69, Il. 12.103; [[often]] foll. by explanatory inf., dat., or acc. (μάχεσθαι, βουλῇ, [[εἶδος]]); ἦ σοὶ ἄριστα πεποίηται, ‘[[finely]] [[indeed]] hast thou been treated,’ Il. 6.56.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰριστος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[best]], finest [[ἄριστον]] μὲν [[ὕδωρ]] (O. 1.1) νοῆσαι δὲ καιρὸς [[ἄριστος]] (O. 13.48) τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας [[ἄριστον]] is the [[best]] [[part]] of (poetic) [[wisdom]] (P. 2.56) [[ἄριστος]] εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων [[ἰατρός]] (N. 4.1) ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς [[ἄριστος]] (N. 8.8) προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι [[ἔσχον]] πολέμοιο [[νεῖκος]] (I. 7.35) [[ἀνδρῶν]] [[δικαίων]] Χρόνος σωτὴρ [[ἄριστος]] fr. 159.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰριστος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[best]], finest [[ἄριστον]] μὲν [[ὕδωρ]] (O. 1.1) νοῆσαι δὲ καιρὸς [[ἄριστος]] (O. 13.48) τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας [[ἄριστον]] is the [[best]] [[part]] of (poetic) [[wisdom]] (P. 2.56) [[ἄριστος]] εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων [[ἰατρός]] (N. 4.1) ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς [[ἄριστος]] (N. 8.8) προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι [[ἔσχον]] πολέμοιο [[νεῖκος]] (I. 7.35) [[ἀνδρῶν]] [[δικαίων]] Χρόνος σωτὴρ [[ἄριστος]] fr. 159.
}}
}}

Revision as of 14:13, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄριστος Medium diacritics: ἄριστος Low diacritics: άριστος Capitals: ΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: áristos Transliteration B: aristos Transliteration C: aristos Beta Code: a)/ristos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, (with Art. Ep.

   A ὤριστος Il.11.288, Att. ἅριστος) best in its kind, and so in all sorts of relations, serving as Sup. of ἀγαθός:    I of persons,    1 best in birth and rank, noblest: hence, like ἀριστεύς, a chief, Ἀργείων οἱ ἄριστοι Il.4.260, cf. 6.209; ἄ. ἔην πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς 2.580; θεῶν ὕπατος καὶ ἄ. 19.258; πατρὸς πάντων ἀ. παῖδα S.El.366; ἀνδρῶν τῶν ἀ. ὁμιλίη, opp. δῆμος, Hdt.3.81, cf. Cic.Att.9.4.2.    2 best in any way, bravest, ἀνδρῶν αὖ μέγ' ἄ. ἔην Τελαμώνιος Αἴας Il.2.768, cf. 7.50, etc.; οἰωνοπόλων, σκυτοτόμων ὄχ' ἄ., 6.76, 7.221.    b c. dat. modi, βουλῇ μετὰ πάντας . . ἔπλευ ἄ. 9.54, al.; ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od.4.211.    c c. acc. rei, εἶδος ἄριστε Il.3.39; ψυχὴν ἄ. Ar.Nu.1048.    d c. inf., ἄριστοι μάχεσθαι X.Cyr.5.4.44; ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι readiest to give ear to calumnies, Hdt.3.80; ἄ. ἀπατᾶσθαι best, i.e. easiest, to cheat, Th.3.38.    3 morally best, εἴς τινα E.Alc.83(lyr.); οἱ ἄ. ἁπλῶς κατ' ἀρετήν Arist.Pol.1293b3.    4 best, most useful, πόλει E.Fr.194 codd. (leg. ἀρεστός) αὑτῷ Id.Heracl.5.    II of animals, things, etc., best, finest, ἵπποι Il.2.763; μήλων, ὑῶν, Od.9.432, 14.414; τεύχε' ἄριστα Il.15.616; χῶρος Od.5.442; ποταμῶν ἄ. τά τε ἄλλα καὶ ἀκέσασθαι Hdt.4.90; ἄριστα φέρεσθαι win an excellent reward, S.El.1097 (lyr.).    III neut. pl. as Adv., ἄριστα best, most excellently, ὄχ' ἄ. Il.3.110, Od.13.365, cf. Hdt.1.193, al., etc.; ἄριστά γε, in answers, well said! Pl.Tht.163c: later also ἀρίστως Iamb.Myst.3.14.

German (Pape)

[Seite 353] (vgl. άρείων), superlat. zu ἀγαθός, der Beste; bei Hom. bes. Bezeichnung der tapfersten Helden, der Vornehmen, Fürsten; οὕνεκ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 580; ἄνδρα ἄριστον 5, 839; φῶτες ἄριστοι 18, 230; λαὸν ἄριστον Od. 11, 500; πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοί Iliad. 2, 577; ἄριστον Ἀχαιῶν 1, 244; Ἀργείων πάντας ἀρίστους 3, 19; δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω 12, 447; ἕταρον, φαινομένων τὸν ἄριστον 10, 236; ἄριστος ἐνὶ Θρῄκεσσι τέτυκτο 6, 7; ὅσσοι ἄριστοι ἐνὶ στρατῷ εὐχόμεθ' εἶναι 15, 296; verstärkt durch μέγα, πολλόν, ὄχα, ἔξοχα: ὃς μέγ' ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι 2, 82; πολλὸν ἄριστος ἀνήρ Od. 15, 521; τίς τ' ἂρ τῶν ὄχ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 761; δύο δ' ἀνέρες ἔξοχ' ἄριστοι 20, 158; mit dat.: ἀρετῇ δ' ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι Od. 4, 629; οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι 22, 244; ἄριστος Ἀχαιῶν τοξοσύνῃ, ἀγαθὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ Iliad. 13, 313; ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος 23, 891; υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od. 4, 211 ποσὶ κραιπνῶς θέομεν καὶ νηυσὶν ἄριστοι 8, 247; βουλῇ μετὰ πάντας ὁμήλικας ἔπλευ ἄριστος Iliad. 9, 54; βροτῶν ὄχ' ἄριστος ἁπάντων βουλῇ καὶ μύθοισιν Od. 13, 297; mit acc.: νεῖκος ἄριστε, v. l. νείκει, Iliad. 23, 483; εἶδος ἄριστε 3, 39; ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλείωνα Od. 11, 469; mit inf.: τῶν δὲ θέειν ὄχ' ἄριστος ἔην Κλυτόνηος Od. 8, 123; οὕνεκ' ἄριστοι πᾶσαν ἐπ' ἰθύν ἐστε μάχεσθαί τε φρονέειν τε Iliad. 6, 78; von den Göttern : Ζηνὸς τοῦ ἀρίστου Iliad. 14, 213; Ζεύς, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος 19, 258; φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν κάρτεΐ τε σθένεΐτε διακριδὸν εἶναι ἄριστος 15, 108; Ζεύς, τόν περ ἄριστον ἀνδρῶν ἠδὲ θεῶν φασ' ἔμμεναι 19, 95; den Poseidon nennt Zeus πρεσβύτατον καὶ ἄριστον Od. 13, 142; ἄριστοι ἀθανάτων Iliad. 20, 122; θεάων ἀρίστη, Hera, 18, 364; ἄριστοι μάρτυροι, die Götter, 22, 254; ἱερῆας ἀρίστους 9, 575; Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων θῆκε βροτῶν ὄχ' ἄριστον Od. 15, 253; οἰωνοπόλων ὄχ' ἄριστος Iliad. 1, 69; σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ τέκτονες ἄνδρες 6, 314; σκυτοτόμων ὄχ' ἄριστος Iliad. 7, 221; Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Od. 8, 250; χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι Iliad. 24, 261; von Weibern: γυναικῶν εἶδος ἀρίστη Od. 7, 57; θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Iliad. 6, 252; ἑπτὰ ἔξοχ' ἀρίστας, κούρας, 9, 638; δμωάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι Od. 15, 25; von Thieren: ἵπποι μέγ' ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο Iliad. 2, 763; ἄριστοι ἴππων 5, 266; συῶν τὸν ἄριστον Od. 14, 108; σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων 14, 19; τρεῖς σιάλους, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι 20, 163; ἀρνειός, μήλων ὄχ' ἄριστος ἁπάντων 9, 432; αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14, 106; βοῦν, ἥ τις ἀρίστη Iliad. 17, 62; von andern Sachen: τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος Od. 5, 442; τεύχε' ἄριστα Iliad. 15, 616; ἀ σπίδες ὅσσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται 14, 371; νῆα, ἥ τις ἀρίστη Od. 1, 280; εἰδήσεις ὅσσον ἄρισται νῆες ἐμαί 7, 327; χηλόν, ἥ τις ἀρίστη 8, 424; ἀρίστην βουλήν Iliad. 9, 74; μῆτιν ἀρίστην 17, 634; εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης 12, 243; τόδε μέγ' ἄριστον' ἔρεξεν 2, 274; ὃ γάρ κ' ὄχ' ἄριστον ἁπάντων εἴη 12, 344; δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον Od. 5, 360; ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Iliad. 9, 103; ὅπως ὄχ' ἄριστα μετ' ἀμφοτέροισι γένηται 3, 110; ἦ σοῐ ἄριστα πεποίηται κατὰ οἶκον πρὸς Τρώων 6, 56. Statt ὁ ἄριστος öfters ὤριστος, z. B. ἀνὴρ ὤριστος Iliad. 11, 288; θεῶν ὤριστος 13, 154; λοῖσθος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει ἴππους 23, 536; οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν ἔμμεναι, ἀλλ' ὤριστος: Od. 17, 416. Bei Art. oft sittliche Vorzüge; doch nicht sel-ten tapfer, Plat.; Xen.; ὦ ἄριστε, eine häufige Anrede bei Plat.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
sert de Sp. à ἀγαθός (cf. le Cp. ἄρείων);
excellent ; le meilleur, le plus brave, le plus noble, etc. ; ἄριστος τινι ou τι le meilleur en qch ; avec l’inf. très bon ou très propre à ; plur. neutre adv. • ἄριστα très bien, parfaitement.
Étymologie: R. Ἀρ ajuster, d’où le préf. ἀρι-, le Cp. ἀρείων.

English (Autenrieth)

(root ἀρ, cf. ἀρείων, ἀρετή), ὤριστος = ὁ ἄριστος: best, most excellent (see the various implied meanings under ἀγαθός); Ζεύς, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος, Il. 19.258; freq. w. adv. prefixed, μέγ(α), ὄχ(α), ἔξοχ(α), Il. 1.69, Il. 12.103; often foll. by explanatory inf., dat., or acc. (μάχεσθαι, βουλῇ, εἶδος); ἦ σοὶ ἄριστα πεποίηται, ‘finely indeed hast thou been treated,’ Il. 6.56.