ἄφραστος: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(Bailly1_1) |
(big3_8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> indicible, inexprimable;<br /><b>II.</b> imperceptible :<br /><b>1</b> invisible (trace de pas, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> caché, secret;<br /><b>3</b> incompréhensible, étrange ; mystérieux;<br /><i>Sp.</i> ἀφραστότατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φράζω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> indicible, inexprimable;<br /><b>II.</b> imperceptible :<br /><b>1</b> invisible (trace de pas, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> caché, secret;<br /><b>3</b> incompréhensible, étrange ; mystérieux;<br /><i>Sp.</i> ἀφραστότατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φράζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inexplicable]], [[inefable]], [[indecible]] ἄφραστα ἠδ' ἀνόητα <i>h.Merc</i>.80, οὐδὲν ἀφραστότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Ps.Hdt.<i>Vit.Hom</i>.213, μέριμνα A.<i>Pers</i>.165, φάτις S.<i>Tr</i>.694, [[ἀοιδή]] Orph.<i>L</i>.46, κηλίς E.<i>Hipp</i>.820, σέλας Hld.1.30.2, δεσμοί Hes.<i>Fr</i>.239.4, πέδη S.<i>Tr</i>.1057, κλύδων Hld.5.22.7.<br /><b class="num">2</b> [[inimaginable]], [[insospechado]] κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι (χωρίον) Hdt.5.92δ ἰχθύες Opp.<i>H</i>.1.9.<br /><b class="num">3</b> [[invisible]] στίβος <i>h.Merc</i>.353, πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι A.<i>Supp</i>.90, ἀφράστοιο μυχῷ πεφυλαγμένον οἴκου Nonn.<i>D</i>.9.134, ἀφράστῳ [[Διόνυσος]] ἀνῃώρητο πεδίλῳ Nonn.<i>D</i>.16.342<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. ἔκποθεν ἀφράστοιο A.R.2.824.<br /><b class="num">4</b> en sent. act. de pers. [[que no puede hablar]], [[mudo]] por la locura παραπλῆγες δὲ καὶ ἄφραστοι γελόωσιν Nic.<i>Th</i>.776.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[contra todo lo que podría decirse]] ἐπεί σε νῦν ἀ. ἀέλπτως τ' [[εἰσεῖδον]] S.<i>El</i>.1262. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, (φράζω)
A unutterable, marvellous, ἄ. ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80; οὐδὲν -ότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Hom.Epigr.5.2; πέδη S.Tr.1057; inexpressible, μέριμνα A.Pers.165 codd.; too wonderful for words, φάτις S.Tr.694. II (φράζομαι) not perceived, unseen, h.Merc.353; not to be observed, known, or guessed, A.Supp.95 (lyr.); incomprehensible, Orph.L.46; κατακρύπτει ἐς τὸ -ότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι [χωρίον] the place least likely to be thought of, Hdt.5.92.δ; unforeseen, A.R.2.824. Adv. -τως beyond thought, S.El.1262 (lyr.). III Act., of persons, beside themselves, Nic.Th.776. 2 giving no sign, Nonn.D.9.134, 22.82.
German (Pape)
[Seite 414] 1) unbemerkt, unbekannt, ἔργα H. h. Merc. 80, Ilgen. ἄφρατος, was kein Wort ist; ἄφραστοι κατιδεῖν, unverständlich, Aesch. Suppl. 89; φάτις, worüber man nicht urtheilen kann, Soph. Tr. 691, neben ἀξύμβλητος ἀνθρώπῳ μαθεῖν, Schol. ἀνεκδιήγητος; unsichtbar, στίβος H. h. Merc. 353; πέδη Soph. Trach. 1046; unvorhergesehen, unerwartet, ὄλεθρος Ap. Rh. 2, 224, vgl. 825. – 2) nicht zu sagen, unaussprechlich, Aesch. Pers. 161; ungeheuer, Heliod. 5, 22. – 3) unvernünftig, wahnsinnig, γελᾶν Nic. Th. 776, Schol. ἀλογίστως. – Adv. ἀφράστως, unerwartet, Soph. El. 1254.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφραστος: -ον, (φράζω) ἀνέκφραστος, ἀνεκλάλητος, παράδοξος, θαυμαστός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80· Ἐπιγράμμ. 5. 2· πέδη Σοφ. Τρ. 1029· ― ἀπερίγραπτος, μέριμνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 165· φάτις Σοφ. Τρ. 694· ― ἄφατος, ἀναρίθμητος, σταγόνες ἄφρ., διάφ. γραφ. ἀντὶ ἄφρακτοι Αἰσχύλ. Χο. 186. ΙΙ. (φράζομαι) μὴ διακρινόμενος, ἀόρατος, ἄφραστος, γένετ’ ὦκα βοῶν στίβος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 353· ὃν δὲν δύναταί τις να παρατηρήσῃ, γνωρίσῃ ἢ εἰκάσῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 94· τὸ ἀφραστότατον χωρίον, θέσις περὶ ἧς ἥκιστα πάντων ἠδύνατο νὰ σκεφθῇ τις, Ἡρόδ. 5. 92, 4 ἀπρόβλεπτος, ὄλεθρος Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 224. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Ἠλ. 1263. 2) ἐπὶ προσ., ἀλόγιστος, ἄφραστοι γελόωσι «ἀλογίστως» (Σχόλ.) Νικ. Θ. 776.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. indicible, inexprimable;
II. imperceptible :
1 invisible (trace de pas, etc.);
2 caché, secret;
3 incompréhensible, étrange ; mystérieux;
Sp. ἀφραστότατος.
Étymologie: ἀ, φράζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inexplicable, inefable, indecible ἄφραστα ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80, οὐδὲν ἀφραστότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Ps.Hdt.Vit.Hom.213, μέριμνα A.Pers.165, φάτις S.Tr.694, ἀοιδή Orph.L.46, κηλίς E.Hipp.820, σέλας Hld.1.30.2, δεσμοί Hes.Fr.239.4, πέδη S.Tr.1057, κλύδων Hld.5.22.7.
2 inimaginable, insospechado κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι (χωρίον) Hdt.5.92δ ἰχθύες Opp.H.1.9.
3 invisible στίβος h.Merc.353, πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι A.Supp.90, ἀφράστοιο μυχῷ πεφυλαγμένον οἴκου Nonn.D.9.134, ἀφράστῳ Διόνυσος ἀνῃώρητο πεδίλῳ Nonn.D.16.342
•neutr. subst. ἔκποθεν ἀφράστοιο A.R.2.824.
4 en sent. act. de pers. que no puede hablar, mudo por la locura παραπλῆγες δὲ καὶ ἄφραστοι γελόωσιν Nic.Th.776.
II adv. -ως contra todo lo que podría decirse ἐπεί σε νῦν ἀ. ἀέλπτως τ' εἰσεῖδον S.El.1262.