σκυθρωπός: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />sombre, triste, chagrin : σκυθρωπὸς [[ἡμέρα]] PLUT jour néfaste ; τὸ σκυθρωπόν EUR air sombre, tristesse ; <i>p. ext.</i> grave, sévère.<br />'''Étymologie:''' [[σκυθρός]], [[ὤψ]]. | |btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />sombre, triste, chagrin : σκυθρωπὸς [[ἡμέρα]] PLUT jour néfaste ; τὸ σκυθρωπόν EUR air sombre, tristesse ; <i>p. ext.</i> grave, sévère.<br />'''Étymologie:''' [[σκυθρός]], [[ὤψ]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from skuthros ([[sullen]]) and a derivative of [[ὀπτάνομαι]]; [[angry]]-visaged, i.e. [[gloomy]] or affecting a [[mournful]] [[appearance]]: of a [[sad]] [[countenance]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:46, 25 August 2017
English (LSJ)
όν, also ή, όν Hp.Epid.3.17.ιδ, Ephor.Fr.96J., Plu. 2.417c, etc.: (σκυθρός, ὤψ):—
A of sad or angry countenance, sullen, E. Med.271, Hipp.1152; ὄμμα καὶ πρόσωπον Id.Ph.1333; σ. τοῖς ξένοις Id.Alc.774; ἐπὶ τοῖς κακοῖς X.Mem.3.10.4; opp. ἱλαρός, φαιδρός, ib. 2.7.12, 3.10.4; also of affected gravity, D.45.68, Aeschin.3.20: τὸ σ.,= sq., E.Alc.797, cf. Pl.Smp.206d. Adv., -πῶς ἔχειν X.Mem.2.7.1: Comp. -ότερον with greater severity, J.BJ6.2.7. II of things, gloomy, sad, melancholy, γῆρας E.Ba.1252; ὁδός Archyt. ap. Stob.3.1.105 (Comp.); μέλη Paus.10.7.5; ἡμέρα Plu.Dem.30 (Sup.). 2 of colour, sad-coloured, dark and dull, of the river Μέλας, Him.Or.23.22; of wine, ib.9.4.
German (Pape)
[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig von Ansehen od. Miene; πρὸς μὲν οἰκέτας θέτο σκυθρωπὸν ἐντὸς ὀμμάτων γέλων κεύθουσα, Aesch. Ch. 727; Eur. Hipp. 1152 Med. 271; σκυθρωποὺς ὀμμάτων ἕξω κόρας, Or. 1319, vgl. Phoen. 1343; Ar. Lys. 707; σκυθρωπὸν καὶ λυπούμενον, Plat. Conv. 206 d; Xen. Cyr. 1, 4, 14; ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῖς κακοῖς σκυθρωποί, Mem. 3, 10, 4; auch adv., σκυθρωπῶς ἔχειν, 2, 7, 1; dem σύννους gegenüberstehend, Isocr. 1, 15; βουλή, vom Areopag, Aesch. 3, 20; Dem. u. Folgde; σκυθρωπότατον τοῦ θανάτου, Plut. non posse 10. Auch dreier Endgn, Lob. Phryn. 105. – Von der Farbe, dunkel, trübe, Ggstz von λαμπρός, Jac. Philostr. imagg. p. 378, lect. Stob. p. 53.
Greek (Liddell-Scott)
σκυθρωπός: -όν, ὡσαύτως ἡ, Ἱππ. 1114Α, Ἐφόρ. Ἀποσπ. 155, Πλούτ. 2. 417C, κλπ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 105· (σκυθρός, ὤψ)· - ὁ φαινόμενος ὡς ὠργισμένος, ἔχων ὄψιν τεθλιμμένην ἢ ὠργισμένην, δυσηρεστημένος, κατηφής, Εὐρ. Μήδ. 271, Ἱππ. 1172· γέλως Αἰσχύλ. Χο. 738· ὄνομα, πρόσωπον Εὐρ. Φοίν. 1333, κτλ.· σκ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 774· ἐπὶ τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4· ἀντίθετον τῷ ἱλαρός, φαιδρός, αὐτόθι 2. 7, 12., 3. 10, 4· - ὡσαύτως ἐπὶ προσπεποιημένης σοβαρότητος, Δημ. 1122. 20, Αἰσχίν. 56. 31· - τὸ σκυθρωπόν, = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Ἄλκ. 797, πρβλ. Βάκχ. 1252, Πλάτ. Συμπ. 206D. - Ἐπίρρ. σκυθρωπῶς ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 1. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, κατηφές, μελαγχολικόν, λυπηρόν, γῆρας Εὐρ. Βάκχ. 1252· σκυθρωποτέρα ὁδός Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 13. 2· μέλη Παυσ. 10. 7. πύλαι Πλουτ. Δημοσθ. 30, κτλ.· - ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων χρῶμα μελαγχολικόν, σκοτεινὸς καὶ ἀμυδρός, Λατ. tristis, ἀντίθετον τῷ λαμπρός, Ἰακώψ. εἰς φιλοστ. Εἰκ. σ. 378.
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
sombre, triste, chagrin : σκυθρωπὸς ἡμέρα PLUT jour néfaste ; τὸ σκυθρωπόν EUR air sombre, tristesse ; p. ext. grave, sévère.
Étymologie: σκυθρός, ὤψ.
English (Strong)
from skuthros (sullen) and a derivative of ὀπτάνομαι; angry-visaged, i.e. gloomy or affecting a mournful appearance: of a sad countenance.