σοφίζω: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἐσόφισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σοφισθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσοφίσθην, <i>pf.</i> σεσόφισμαι;<br /><b>1</b> rendre sage <i>ou</i> habile, acc. ; <i>Pass.</i> devenir habile, expérimenté;<br /><b>2</b> faire <i>ou</i> imaginer avec ruse;<br /><i><b>Moy.</b></i> σοφίζομαι (<i>f.</i> σοφίσομαι, <i>ao.</i> ἐσοφισάμην, <i>pf.</i> σεσόφισμαι) agir <i>ou</i> parler en sophiste, <i>càd</i> user d’arguments sophistiques <i>ou</i> de moyens frauduleux : [[περί]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] au sujet <i>ou</i> en vue de qqn <i>ou</i> de qch ; σ. πρὸς τὸν νόμον PLUT agir frauduleusement à l’égard de la loi ; <i>avec un acc. de chose</i> : σ. [[τι]] imaginer habilement qch.<br />'''Étymologie:''' [[σοφός]]. | |btext=<i>f. inus., ao.</i> ἐσόφισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> σοφισθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσοφίσθην, <i>pf.</i> σεσόφισμαι;<br /><b>1</b> rendre sage <i>ou</i> habile, acc. ; <i>Pass.</i> devenir habile, expérimenté;<br /><b>2</b> faire <i>ou</i> imaginer avec ruse;<br /><i><b>Moy.</b></i> σοφίζομαι (<i>f.</i> σοφίσομαι, <i>ao.</i> ἐσοφισάμην, <i>pf.</i> σεσόφισμαι) agir <i>ou</i> parler en sophiste, <i>càd</i> user d’arguments sophistiques <i>ou</i> de moyens frauduleux : [[περί]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] au sujet <i>ou</i> en vue de qqn <i>ou</i> de qch ; σ. πρὸς τὸν νόμον PLUT agir frauduleusement à l’égard de la loi ; <i>avec un acc. de chose</i> : σ. [[τι]] imaginer habilement qch.<br />'''Étymologie:''' [[σοφός]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[σοφός]]; to [[render]] [[wise]]; in a [[sinister]] acceptation, to [[form]] "sophisms", i.e. [[continue]] [[plausible]] [[error]]: [[cunningly]] devised, [[make]] [[wise]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 25 August 2017
English (LSJ)
A make wise, instruct, LXX Ps.18(19).8; τινὰ εἰς σωτηρίαν 2 Ep.Ti.3.15. 2 Pass., become or be clever or skilled in a thing, c. gen. rei, ναυτιλίης σεσοφισμένος skilled in seamanship, Hes.Op.649; Μοίσαι σεσοφισμέναι Ibyc.Oxy.1790.23; so ἐν τοῖς ὀνόμασι σ. X.Cyn. 13.6: abs., to become or be wise, freq. in LXX, Ec.7.24(23), al.; βέλτερος ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος ἀνήρ Ps.-Phoc.130. 3 Med., teach oneself, learn, ἐσοφίσατο ὅτι . .he became aware that... LXX 1 Ki.3.8. II Med. σοφίζομαι, with aor. Med. and pf. Pass. (v. infr.), practise an art, Thgn.19, IG12.678; play subtle tricks, deal subtly, E.IA744, D.18.227, etc.; οὐδὲν σοφιζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι we use no subtleties in dealing with the gods, E.Ba.200; to be scientific, speculate, περὶ τὸ ὄνομα Pl.R.509d, cf. Plt.299b, Muson.Fr.3p.12H., etc.; σοφιζόμενος φάναι to say rationalistically, Pl.Phdr.229c; καίπερ οὕτω τούτου σεσοφισμένου though he has dealt thus craftily, D.29.28; σοφίσασθαι πρός τι to use fraud for an end, Plb.6.58.12; οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι when they deal in subtleties, Hp.Fract. 1; οἱ μυθικῶς σοφ. Arist.Metaph.1000a18, cf. HA582a35, D.35.56; σ. πρὸς τὸν νόμον evade it, Plu.Dem.27. 2 c. acc. rei, devise cleverly or skilfully, Hdt.2.66, 8.27, cf. 1.80; καινὰς ἰδέας σοφίζεσθαι Ar.Nu.547; χαρίεντα καὶ σοφά Id.Av.1401; ἀλλότρια σ. meddle with other men's craft, Id.Eq.299; with internal acc., ἀνόητα σ. exercise one's skill without νοῦς, Pl.Hp.Ma.283a, cf. X.Mem.1.2.46; ὅσα . . σοφίζονται πρὸς τὸν δῆμον Arist.Pol.1297a14; ἀλλ' αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι this is the very thing one must gain by craft, S.Ph.77; οἶνον ἀπὸ τῶν φοινίκων σ. make spurious wine, Philostr.VA2.6; πορφύραν παρὰ τῆς κόχλου Id.Her.19.15:—Pass., σεσοφισμένοι μῦθοι craftily devised, 2 Ep.Pet.1.16. b σ. νόμον evade it, Philostr.VA2.40, cf. Ael.VH2.41, Palaeph.50, OGI383.208 (Commagene, i B.C.). 3 c. acc. pers., deceive, τὸν Τίτον J.BJ4.2.3; μή με σοφίζου AP12.25 (Stat. Flacc.); τὸν δῆμον Hdn.7.10.7; also σ. τὴν αἴσθησιν Aret.SD 1.15. 4 'counter' by a device, σοφίζεται τὴν βίαν τοῦ μηχανήματος J.BJ3.7.20.
German (Pape)
[Seite 914] Einen geschickt machen, unterrichten, ihn klug und weise machen; im act. selten u. nur bei Sp., wie 2 Timoth. 3, 15, LXX.; – pass., οὔτε τι ναυτιλίης σεσοφισμένος, οὔτε τι νηῶν, Hes. O. 649, der Schifffahrt nicht kundig; ἀλλ' αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, klug erwägen, Soph. Phil. 77, kann aktivisch und passivisch genommen werden; in andern Stellen zweifellos dep., = klug, verständig sein, reden und handeln, u. mit dem acc. der Sache, Etwas geschickt, künstlich ersinnen, verständig machen u. einrichten; aor. med. Aristoph. Av. 1401 χαρίεντα ἐσοφίσω καὶ σοφά; Eur. I. A. 744 Bacch. 200, wie Ar. Equ. 718; ἀλλότρια, 299; Her. 2, 66. 8, 27; σεσόφισμαι mit aktiv. Sinne 1, 80; οὐκ οἶδ', ἅττα σοφίζει, Plat. Gorg. 497 a; περί τι, Rep. VI, 509 d Polit. 299 b; im entschieden guten Sinne, τοιαῦτα καὶ ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα, Xen. Mem. 1, 2, 46; καί περ οὕτω τούτου σεσοφισμένου, Dem. 29, 28, u. öfter; aor. med., ὁ σοφισάμενος πρὸς τὸ λῦσαι τὸν ὅρκον, Pol. 6, 58, 12, wie ein Sophist, listig sprechen und handeln; πρὸς τὸν νόμον, gegen das Gesetz listig handeln, es schlau umgehen, Plut. Dem. 27; a. Sp., μή με σοφίζου, täusche, überliste mich nicht, Flacc. 2 (XII, 25).
Greek (Liddell-Scott)
σοφίζω: ποιῶ τινα σοφόν, ἐκπαιδεύω, διδάσκω, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΘ΄, 7)· τινὰ εἴς τι Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. γ΄, 15. 2) Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι σοφός, γίνομαι δεξιὸς ἢ ἔμπειρος περὶ τι, μετὰ γενικ. πράγμ., ναυτίλίης σεσοφισμένος, πεπειραμένος εἰς ναυτιλίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 647 (ὡς τὸ νηῶν πεπείρημα αὐτόθι 658)· οὕτω, σοφ. ἐν ὀνόμασι Ξεν. Κυν. 13, 6· - ἀπολ., ἐπιδιώκω σοφίαν, καλῶς διδάσκομαι, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 283Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 46· βέλτερος ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος ἀνὴρ Ψευδο-Φωκυλ. 130. 3) Μέσ., διδάσκω ἐμαυτόν, μανθάνω, τοιαῦτα ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2. 46· ἐσοφίσατο ὅτι.., ἔμαθεν, ἐπληροφορήθη ἢ ἐσκέφθη ὅτι.., Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Γ΄, 8). ΙΙ. σοφίζομαι. ὡς ἀποθ., μετὰ μέσ. ἀορ. καὶ παθ. πρκμ. (ἴδε κατ.), μηχανῶμαι τεχνάσματα εὐφυᾶ, εὐφυῶς ἢ δεξιῶς φέρομαι, Θέογν. 19, Εὐρ. Ι. Α. 744, Δημ. 303. 19, κτλ.· οὐδὲν σοφίζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι, δὲν ἰσχυριζόμεθα περὶ τῶν θεῶν σοφιστικῶς ἢ μετὰ λεπτολογημάτων, Εὐρ. Βακχ. 200, ἔνθα ἴδε τὸν Elmsl.· - ἐπὶ ὁμιλίας, μεταχειρίζομαι σοφιστικὰ ἐπιχειρήματα, σοφιστεύομαι, λεπτολογῶ, περὶ τὸ ὄνομα Πλάτ. Πολ. 509D, πρβλ. Πολιτικ. 299Β· σοφιζόμενος φάναι, λέγω σοφιστικῶς, «ὀρθολογιστικῶς», ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 229C· καίπερ οὕτω τούτου σεσοφισμένου, ἂν καὶ οὕτω πανούργως προσηνέχθη, Δημ. 853. 5· σοφίσασθαι πρός τι, πανουργίαν μεταχειρίζομαι πρός τινα σκοπόν, Πολύβ. 6. 58, 12· οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι, ὅταν εἰς λεπτὰ ζητήματα ἀσχολῶνται, Ἱππ. 750D· οἱ μυθικῶς σοφ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 14, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1, Δημ. 942. 26· σ. πρὸς τὸν νόμον, ὅπως ἐκφύγω αὐτόν, Πλουτ. Δημοσθ. 27. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ., ἐπινοῶ τι μετὰ πανουργίας ἢ δεξιότητος, Ἡρόδ. 1. 80., 2. 66., 8. 27· καινὰς ἰδέας σοφίζεσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 547· χαρίεντα καὶ σοφὰ ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1401· ἀλλότρια σ., ἀναμιγνύομαι εἰς τὰς πανουργίας ἄλλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 299· ὅσα.. σοφίζονται πρὸς τὸν δῆμον Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 10, 6· ἀλλ’ αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι τὸ πρᾶγμα τὸ ὁποῖον πρέπει τις νὰ κερδήσῃ διὰ πανουργίας, Σοφ. Φιλ. 77· σοφ. οἶνον ἀπὸ τῶν φοινίκων, ἐξάγω νόθον οἶνον, Φιλοστρ. 54· πορφύραν παρὰ τῆς κόχλου ὁ αὐτ. 744· -παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ παθητ., σεσοφισμένοι μῦθοι, πανούργως ἐπινοηθέντες, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 16· τὴν σεσοφισμένην μητέρα, τὴν ἀπατηθεῖσαν δι’ ὑποβολιμαίου τέκνου, Γρηγ. Νύσσ. 1. 171D. β) σ. τὴν ἀλήθειαν, σοφιστικῶς παραμορφώνω, κρύπτω καὶ παραλλάσσω διὰ σοφισμάτων τὴν ἀλήθειαν, Κλήμ. Ἀλ. 547· σ. νόμον, ἐκφεύγω διὰ τεχνάσματος, Φιλόστρ. 92, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41. γ) σ. τάς τρίχας, βάπτω αὐτάς, Κλήμ. Ἀλ. 262. 3) μετ’ αἰτ. προσώπ., ἀπατῶ, μή με σοφίζου Ἀνθ. Π. 12. 25· οὕτω, σ. τὴν αἴσθησιν Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15, Ἡσύχ. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 476.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἐσόφισα, pf. inus.
Pass. f. σοφισθήσομαι, ao. ἐσοφίσθην, pf. σεσόφισμαι;
1 rendre sage ou habile, acc. ; Pass. devenir habile, expérimenté;
2 faire ou imaginer avec ruse;
Moy. σοφίζομαι (f. σοφίσομαι, ao. ἐσοφισάμην, pf. σεσόφισμαι) agir ou parler en sophiste, càd user d’arguments sophistiques ou de moyens frauduleux : περί τι, πρός τι au sujet ou en vue de qqn ou de qch ; σ. πρὸς τὸν νόμον PLUT agir frauduleusement à l’égard de la loi ; avec un acc. de chose : σ. τι imaginer habilement qch.
Étymologie: σοφός.
English (Strong)
from σοφός; to render wise; in a sinister acceptation, to form "sophisms", i.e. continue plausible error: cunningly devised, make wise.