συνήδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(Bailly1_5)
(strοng)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συνησθήσομαι, <i>ao.</i> συνήσθην;<br /><b>1</b> se réjouir avec, τινι ; [[οὐ]] [[συνήδομαι]] SOPH je compatis à;<br /><b>2</b> féliciter : τινι [[ὅτι]] qqn de ce que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἥδομαι]].
|btext=<i>f.</i> συνησθήσομαι, <i>ao.</i> συνήσθην;<br /><b>1</b> se réjouir avec, τινι ; [[οὐ]] [[συνήδομαι]] SOPH je compatis à;<br /><b>2</b> féliciter : τινι [[ὅτι]] qqn de ce que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἥδομαι]].
}}
{{StrongGR
|strgr=[[middle]] [[voice]] from [[σύν]] and the [[base]] of [[ἡδονή]]; to [[rejoice]] in [[with]] [[oneself]], i.e. [[feel]] [[satisfaction]] [[concerning]]: [[delight]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήδομαι Medium diacritics: συνήδομαι Low diacritics: συνήδομαι Capitals: ΣΥΝΗΔΟΜΑΙ
Transliteration A: synḗdomai Transliteration B: synēdomai Transliteration C: synidomai Beta Code: sunh/domai

English (LSJ)

fut.

   A -ησθήσομαι X.An.5.5.8, Pl.R.462e, etc.: aor. -ήσθην E.Ion728, Isoc.5.8:—rejoice together, Pl.l.c., X.Mem.3.11.10, etc.; σ. τινί rejoice with, sympathize with, E. l.c., D.21.202, etc.; σ. τινὶ περιεόντι Hdt.3.36; opp. συλλυπεῖσθαι, Antipho 3.2.8, Pl.l.c.; opp. συνάχθεσθαι, X.Cyr.1.6.24, Arist.EN1171a8; opp. συναλγεῖν, ib.1166a27; σ. ὅτι . . X.An.5.5.8, etc.    2 c. dat. rei, rejoice at a thing, σ. τοῖς ἀγαθοῖς Arist.Rh.1381a4; τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ Ep.Rom.7.22; ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς X.Cyr.8.2.2, etc.; τινος because of . ., App.Mac.17, OGI504.5 (Aezani, ii A.D.), Lib.Or.53.2.    3 c. dat. pers. et rei, S.OC1398.    II sts. used like ἐφήδομαι of malicious joy at misfortune, οὐδὲ συνήδομαι . . ἄλγεσιν δώματος E.Med.136 (lyr.); τί τάλας τοῖσδε συνήδῃ . .; Id.Hipp.1286 (anap.); θανόντι γ' οὐδαμῶς σ. Id.Rh.958; συνηδόμενοι ταῖς συμφοραῖς restd. from Poll.3.101 for συνησθησόμενοι (v.l. ἐφησθ-) in Isoc.8.87.

Greek (Liddell-Scott)

συνήδομαι: μέλλ. -ησθήσομαι˙ ἀόρ. -ήσθην˙ ἀποθ. Ἥδομαι, χαίρω, τέρπομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Πολ. 462Ε, Ξεν., κλπ.˙ ― σ. τινι, χαίρω μετά τινος, ἐν συμπαθείᾳ πρός αὐτόν, Εὐρ. Ἴων 728, Δημ. 579. 19, κτλ.˙ σ. τινι περιεόντι Ἡρόδ. 3. 36˙ ἀντίθετον τῷ συλλυπεῖσθαι, Ἀντιφῶν 122. 4, Πλάτ. Πολ. 462Ε· τῷ συνάχθεσθαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 5˙ τῷ συναλγεῖν, αὐτόθι 9. 4, 5˙ σ. ὅτι... Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 8, κτλ. 2) μετὰ δοτ. πράγματ., χαίρω ἐπί τινι, τέρπομαι, εὐχαριστοῦμαι διά τι, χαίρω, ἐπιχαίρω, σ. τοῖς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 3˙ ἐπί τινι Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2, κτλ.˙ τινος, ἐξ αἰτίας τινός, Ἀππ. Μακεδ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 3832. 3) μετὰ δοτ. προσ. καὶ πράγμ., Σοφ. Ο. Κ. 1398. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκφέρει χαρὰν ἐπὶ εὐτυχίᾳ, ἐν ᾧ τὸ ἐφήδομαι ἐκφέρει κακεντρεχῆ χαρὰν ἐπὶ δυστυχίᾳ˙ ἀλλ’ ὑπάρχουσι παραδείγματα τοῦ ἀντιθέτου, οἷον οὐδὲ συνήδομαι... ἄλγεσι δώματος Εὐριπ. ἐν Μηδ. 136˙ τὶ τάλας τοῖσδε συνήδει...; ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1286˙ θανόντι γ’ οὐδαμῶς ξ. ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 958˙ συνησθησόμενοι ταῖς συμφοραῖς Ἰσοκρ. 176C Βεκκῆρ. (κοινῶς ἐφησθ-).

French (Bailly abrégé)

f. συνησθήσομαι, ao. συνήσθην;
1 se réjouir avec, τινι ; οὐ συνήδομαι SOPH je compatis à;
2 féliciter : τινι ὅτι qqn de ce que.
Étymologie: σύν, ἥδομαι.

English (Strong)

middle voice from σύν and the base of ἡδονή; to rejoice in with oneself, i.e. feel satisfaction concerning: delight.