μετάληψις: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(Bailly1_3) |
(T22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de prendre part, participation à, gén.;<br /><b>II.</b> action de prendre ensuite, après un autre;<br /><b>III.</b> action de prendre en échange :<br /><b>1</b> changement;<br /><b>2</b> échange, permutation.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλαμβάνω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de prendre part, participation à, gén.;<br /><b>II.</b> action de prendre ensuite, après un autre;<br /><b>III.</b> action de prendre en échange :<br /><b>1</b> changement;<br /><b>2</b> échange, permutation.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=(L T Tr WH [[μετάλημψις]] ([[see]] Mu)), μεταληψεως, ἡ ([[μεταλαμβάνω]]), a [[taking]], [[participation]], ([[Plato]], [[Plutarch]], others): of the [[use]] of [[food]], [[εἰς]] μετάληψιν, to be taken or [[received]], 1 Timothy 4:3. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:07, 28 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A participation, Pl.Prm.131a; λόγων in philosophy, Id.R.539d; γένεσις μ. οὐσίας Id.Def.411a; γίνεσθαι κατὰ τὴν μ. [τοῦ εἴδους] Arist.GC335b14, cf. Metaph.1072b20, etc.; partaking of food, 1 Ep.Ti.4.3. 2 concurrence, POxy.1273.39 (iii A. D.), etc. 3 Gramm., τὸ λέγων μ. ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ is shared by... A.D.Adv.124.1. II alternation, τῶν λόγων Pl.Tht.173b; αἱ μ. τοῦ σχήματος Plb.9.20.2; ἐκ μεταλήψεως Id.2.33.4. 2 succession, μ. τῆς ἀρχῆς Id.31.13.3. 3 taking one thing instead of another, ἡ ἀντὶ τοῦ μείζονος ἐλάττονος μ. Arist.Rh.1369b25. 4 Rhet., use of one word for another, as of Ἥφαιστος for πῦρ, Quint.8.6.37, Trypho Trop.5, etc.; transference of meaning, Eust.79.12. 5 objection, counterplea, Sch.Pl.Euthphr.4d; esp. concurrence coupled with objection, Syrian. in Hermog.2.153 R., Corn. Rh.p.391 H. 6 συλλογισμοὶ κατὰ μετάληψιν hypothetical syllogisms involving the substitution of a proposition for the original thesis, Arist.APr.45b17; cf. μεταλαμβάνω VI. 7 Gramm., change of construction, A.D.Synt.210.3; change in dialect, ib.335.1; change of name, Demetr.Lac.Herc.1014.60. 8 translation, rendering, Eust. ad D.P.180; ἡ εἰς τὸ Ἑλληνικὸν μ. Id.ib.294. 9 transference, αἱ ἐς νεφροὺς καὶ κύστιας -λήψιες Aret.SD1.9. 10 κατὰ μετάληψιν κατατεῖναι, of reflex tension over a pulley (cf. μεταληπτικός 11), Heliod. ap. Orib.48.9.25.
German (Pape)
[Seite 148] ἡ, das Theilnehmen, die Theilnahme, λόγων, Plat. Rep. VII, 539 d. – Veränderung, Vertauschung, Theaet. 173 d u. Sp.; ἐκ μεταλήψεως τοῖς ξίφεσι χρῆσθαι, d. i. den Speer mit dem Schwerte vertauschen u. dies brauchen, Pol. 2, 33, 4; übh. Veränderung, σχήματος, 9, 20, 2; τῆς ἀρχῆς, die Nachfolge im Amte, 31, 21, 3. – Bei den Rhetoren von verschiedenen Figuren. – Auch = Auslegung, Deutung.
Greek (Liddell-Scott)
μετάληψις: ἡ, μετοχή, συμμετοχή, κοινωνία, Πλάτ. Παρμ. 131Α· τινος, ἔν τινι πράγματι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 539D· γίνεσθαι κατὰ τὴν μ. [τοῦ εἴδους] Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 9, 5, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 7, 8, καὶ ἴδε τὴν λ. μεταληπτικός. ΙΙ. παρέκβασις, περιτροπή, τῶν λόγων Πλάτ. Θεαίτ. 173Β· ἀλλαγή, περὶ τὰς τῶν σχημάτων μεταλήψεις Πολύβ. 9. 20, 2· ἐκ μεταλήψεως τοῖς ξίφεσι χρῆσθαι, ἐκ περιτροπῆς, ὁ αὐτ. ἐν 2. 33, 4· πρβλ. μεταβολὴ ΙΙ. 5. 2) διαδοχή, μ. τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. ἐν 31. 21, 3. 3) τὸ λαμβάνειν τι ἀντὶ ἑτέρου, ἡ ἀντὶ τοῦ μείζονος ἐλάττονος μ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 10, 18. 4) ἐν τῇ Ρητορ., ἡ χρῆσις λέξεώς τινος ἀντὶ ἑτέρας, οἷον Ἥφαιστος ἀντὶ πῦρ, Κοϊντιλ. 8. 6, 37. 5) περὶ τῆς σημασίας αὐτοῦ ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. ἴδε μεταλαμβάνω V. 6) παρὰ τοῖς Γραμμ., μεταβολὴ συντάξεως· ― ὡσαύτως μεταβολὴ διαλέκτου, μεταλλαγή, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 328· ― ὡσαύτως ἑρμηνεία, ἐξήγησις, Εὐστ. 79. 12 κἑξ. ΙΙΙ. Ἐκκλησ., ἡ θεία μετάληψις, Ἰουστίνου Ἀπολ. Ι, 67, Πέτρ. Ἀλεξ. 480D, Βασίλ. ΙΙΙ, 1573, κλ. ― ἀκολουθία τῆς μεταλήψεως, ἀναγινωσκομένη ὑπὸ τοῦ μέλλοντος μεταλαβεῖν τῶν θείων μυστηρίων, Τυπικ. 33. 2) ὁ μεταλαμβανόμενος ἄρτος καὶ οἶνος τῆς εὐχαριστίας, Εἰρην. 1236Β, Ἰω. Μόσχος 2989Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. action de prendre part, participation à, gén.;
II. action de prendre ensuite, après un autre;
III. action de prendre en échange :
1 changement;
2 échange, permutation.
Étymologie: μεταλαμβάνω.
English (Thayer)
(L T Tr WH μετάλημψις (see Mu)), μεταληψεως, ἡ (μεταλαμβάνω), a taking, participation, (Plato, Plutarch, others): of the use of food, εἰς μετάληψιν, to be taken or received, 1 Timothy 4:3.