ἡγεμονία: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(strοng) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[ἡγεμών]]; [[government]], i.e. (in [[time]]) [[official]] [[term]]: [[reign]]. | |strgr=from [[ἡγεμών]]; [[government]], i.e. (in [[time]]) [[official]] [[term]]: [[reign]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=ἡγεμονίας, ἡ ([[ἡγεμών]]) ([[Herodotus]], [[Thucydides]], [[Plato]], others), [[chief]] [[command]], [[rule]], [[sovereignty]]: of the [[reign]] of a Roman [[emperor]], Josephus, Antiquities 18,4, 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:11, 28 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A leading the way, going first, Hdt.2.93; τῇ τῶν δυναστευόντων ἡ. by their example, Pl.Lg.711c. II authority, rule, of dynasties or nations, Hdt.1.7, 3.65, etc.; of a general or officer, Th.4.91; ἐν ἡγεμονίαις Id.7.15; ἡ ἡ. τῶν Ἰώνων τοῦ πολέμου Hdt.6.2; ἡ κατὰ πόλεμον ἡ., τῶν πολεμικῶν ἡ ἡ., Arist.Pol. 1285b9, 18; αἱ ἡ. τῶν στρατοπέδων Pl.Euthd.273c; τῶν ὀπισθοφυλάκων X.An.4.7.8; ἡ. δικαστηρίου presidency in a court, Aeschin.3.14; headship of a philosophical school, Phld.Acad.Ind.p.59 M. 2 political supremacy, ἡ ἡ. τῆς 'Ελλάδος X.HG7.1.33; παρ' ἑκόντων τῶν 'Ελλήνων τὴν ἡ. ἐλάβομεν Isoc.8.30; ἡ. ἡ κατὰ θάλατταν Id.12.67, cf. Arist. Ath.23.2; ἡ ἐν 'Αρείῳ πάγῳ βουλὴ οὐδενὶ δόγματι λαβοῦσα τὴν ἡ. ib.1, cf.Pol.1304a23; political leadership of an individual, ib.1296a39; γένος ὑπερέχον πρὸς ἡ. πολιτικήν ib.1288a9. b = Lat. imperium, Plu. Mar.36, D.C.60.17, etc.; Αἴγυπτον δήμου 'Ρωμαίων ἡγεμονίᾳ προσέθηκα Mon.Anc.Gr.15.1; τοῖς καλοῖς τῆς ἡ. νόμοις Ath.Mech.39.7; τριῶν τῶν μεγίστων ἡ. Plu.Luc.30; reign of an Emperor, Ev.Luc.3.1; office of prefect, POxy.237v6 (ii A.D.), al. III military unit, regiment, IG22.657 (pl.), PRein.9.13 (ii B.C.), Plu.Cam.23 (pl.); but αἱ μείζονες ἡ. the higher commands, Ael.Tact.10.4. IV chief thing, principal part, ἡ. τῆς τέχνης Diph.17.5. V a principality, LXX Ge.36.30; a Roman governorship, ἡ 'Ιλλυρίδος ἡ. Hdn.6.7.2, cf. 7.5.2; tenure of office of a governor, PRyl.77.36 (ii A.D.); ἡ Ἡ. the Government, PGrenf.2.73.11 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1150] ἡ (von ἡγεμών abgeleitet; als v. l. findet sich öfter ἡγεμονεία, von ἡγεμονεύω, aber nirgends sicher), das Anführen, die Oberherrschaft, der Oberbefehl; ὑμεῖς οὕτω περιέχεσθε τῆς ἡγεμονίης Her. 7, 160, öfter, bes. auch von der Königsherrschaft, 1, 7. 7, 2; τοῦ πολέμου 6, 2; ἡγεμονίας οὔσης αὐτοῦ Thuc. 4, 91; πολλὰ ἐν ἡγεμονίᾳ ὑμᾶς εὖ ἐποίησα 7, 15; εἰ στράτευμα ὀρθῆς ἡγεμονίας τυγχάνοι Plat. Legg. I, 641 a; τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ IV, 711 c; τὰς ἡγεμονίας τῶν στρατοπέδων Euthyd. 273 c; τούτου γὰρ ἡ ἡγεμονία ἦν τῶν ὀπισθοφυλάκων, er hatte den Oberbefehl über die Nachhut, Xen. An. 4, 7, 8; Folgde; ὅσοι λαμβάνουσιν ἡγεμονίας δικαστηρίων, welche die Verwaltung, Leitung eines Gerichtshofes haben, Aesch. 3, 14, der hinzusetzt οἱ δὲ τῶν ἔργων ἐπιστάται ἡγεμονίᾳ χρῶνται δικαστηρίου; vgl. Harpocr.; – οἱ τὴν ἡγεμονίαν ἔχοντες χιλίαρχοι Plut. Camill. 1. – Bes. wird dadurch der politische Vorrang eines griechischen Staates vor den übrigen bezeichnet, der bes. darin besteht, daß er im Kriege voranzieht u. die Kriegsangelegenheiten leitet, ein Begriff, der mit den Perserkriegen sich ausbildete, Thuc. u. Oratt.; ἀμφισβητήσαντες ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίας Pol. 1, 2, 3. – Plut. braucht es neben ἀρχή für imperium u. nennt z. B. das Consulat τὴν μεγίστην ἡγεμονίαν καὶ ἀρχήν, Mar. 36. – Uebertr., τῆς τέχνης ἡγεμονία τίς ἐστιν αὐτῆς – τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι, das ist die Hauptsache ihrer Kunst, Diphil. Ath. VI, 132 d. – Plut. Camill. 23 braucht es auch für eine Abtheilung des Heeres.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμονία: ἡ, τὸ προπορεύεσθαι, ὁδηγεῖν, Ἡρόδ. 2. 93· τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγ., διὰ τοῦ παραδείγματος, Πλάτ. Νόμ. 711C. ΙΙ. ἡ πρώτη, ἀνωτάτη ἀρχή, Ἡρόδ. 1. 7., 3. 65, κτλ.· ἐπὶ στρατηγοῦ ἢ ὑπαλλήλου, Θουκ. 4. 91· ἐν ἡγεμονίαις ὁ αὐτ. 7. 15· ἡ ἡγ. τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 6. 2· ἡ κατὰ πόλεμον ἡγ., τῶν πολεμικῶν ἡ ἡγ. Ἀριστ. Πολ. 3, 14, 12 καὶ 13· τῶν στρατοπέδων Πλάτ. Εὐθυδ. 273C· τῶν ὀπισθοφυλάκων Ξεν. Ἀν. 4. 7, 8· ἡγ. δικαστηρίων, ἐξουσία ἐπ’ αὐτῶν, διεύθυνσις, Αἰσχίν. 56. 1. 2) ἐν τῷ πολιτικῷ ὀργανισμῷ τῶν Ἑλληνικῶν πολιτειῶν, ἡ ἡγεμονία ἢ ἡ ἀνωτάτη ἀρχὴ μιᾶς τινος αὐτῶν ἐπὶ πολλῶν ἄλλων ὑποδεεστέρων, οἷον ἡ τῶν Ἀθηνῶν ἐν τῇ Ἀττικῇ, τῶν Θηβῶν ἐν Βοιωτίᾳ, κτλ. Ἡ ἡγεμονία τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων καὶ στόλων κατὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον εἶχε παραχωρηθῆ εἰς τοὺς Σπαρτιάτας· μετὰ ταῦτα ἡ στρατιωτικὴ αὕτη ἡγεμονία ἔλαβε τύπον κυριαρχίας, ἣν κατώρθωσαν νὰ ἀποσπάσωσιν ἀπὸ τῶν Σπαρτιατῶν οἱ Ἀθηναῖοι· ἐπὶ τέλους τοῦ Πελοπονν. πολέμου σκοπὸς ἦτο νὰ ὁρισθῇ εἰς τίνα πόλιν ἐκ τῶν δύο ἀνῆκεν ἡ ἡγεμονία, ἤτοι ἡ κυριαρχία τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος· ἡ ἡγ. τῆς Ἑλλάδος Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 33, Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 18· ἡ περὶ Σαλαμῖνα νίκη καὶ διὰ ταύτης ἡ ἡγ. αὐτόθι 5. 4, 8. β) ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ imperium, Πλούτ. Μαρ. 36, κτλ.· Αἴγυπτον δήμου Ρωμαίων ἡγεμονίᾳ προσέθηκα Ἐπιγρ. Ἀγκύρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. IV. 1· ἡ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 1. ΙΙΙ. διαίρεσις τοῦ στρατοῦ ὑπ’ ἀξιωματικόν, Πλούτ. Καμίλλ. 23. IV. τὸ πρῶτον καὶ κύριον (πράγματός τινος), ἡγ. τῆς τέχνης τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 5. V. ἡγεμονία, ἀρχή, Ἑβδ. (Γεν. λς΄, 30)· ἡ Ἰλλυρίδος ἡγ. Ἡρῳδιαν. 6. 7. - Πρβλ. Κόντον Γλωσσ. Παρατ. 122 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. action de marcher en tête, de guider, de conduire, fig. direction;
II. fig.
1 direction, autorité, prééminence;
2 particul. dans la constitution des États grecs ἡ ἡγεμονία τῆς Ἑλλάδος XÉN prééminence ou souveraineté d’un État grec sur toute la Grèce, sur les Grecs, hégémonie;
3 à Rome commandement d’un chef de corps ; corps de troupes, division militaire ; magistrature en gén. : ἡ μεγίστη ἡγεμονία καὶ ἀρχή PLUT la magistrature suprême, le consulat.
Étymologie: ἡγεμών.
English (Strong)
from ἡγεμών; government, i.e. (in time) official term: reign.
English (Thayer)
ἡγεμονίας, ἡ (ἡγεμών) (Herodotus, Thucydides, Plato, others), chief command, rule, sovereignty: of the reign of a Roman emperor, Josephus, Antiquities 18,4, 2.