χυδαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />commun, ordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[χύδην]].
|btext=ος, ον :<br />commun, ordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[χύδην]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / χυδαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται [[χωρίς]] [[ευγένεια]], με [[προστυχιά]], [[βάναυσος]], [[αγροίκος]] (α. «[[χυδαίος]] [[άνθρωπος]]» β. «[[πολλά]] ὁ [[νόμος]] τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.<br />γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, [[αναξιοπρεπής]], [[πρόστυχος]], [[απρεπής]] (α. «χυδαία [[έκφραση]]» β. «χυδαία [[συμπεριφορά]]» γ. «χυδαῑα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.<br />δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χυδαία [[γλώσσα]]»<br />(παλαιότερα) ([[κατά]] τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η [[δημοτική]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χυδαῑον</i><br />[[κοινοτοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολυπληθής]], [[πολυάριθμος]] («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῑοι ἐγένοντο», ΠΔ)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, [[κοινός]], [[ευτελής]] (α. «χυδαῑοι στέφανοι», <b>Αθήν.</b><br />β. «[[ξύλον]] τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῑν χυδαῑον», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «τὸν χυδαῑον [[οἶνον]] καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χυδαίως]] ΝΜΑ, και <i>χυδαία</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[χυδαιότητα]], πρόστυχα, απρεπώς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει [[σύγχυση]] («[[χυδαίως]] ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χύδην]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῠδαῖος Medium diacritics: χυδαῖος Low diacritics: χυδαίος Capitals: ΧΥΔΑΙΟΣ
Transliteration A: chydaîos Transliteration B: chydaios Transliteration C: chydaios Beta Code: xudai=os

English (LSJ)

ον, (χέω)

   A poured out in streams, abundant, LXX Ex.1.7; στέφανοι, i.e. χύδην πεπλεγμένοι, Ath.15.686a. Adv. -ως pell-mell, Herm. ap. Stob.1.49.68.    II common, ordinary, φοίνικες Dsc.5.31, cf. Plin.HN13.46; λίθος Plu.2.85f; ἔλαιον Hippiatr.69.    b of persons, χ. πλῆθος Str.1.2.8; ὁ χ. Porph.Abst.4.18; οἱ χ. Str.3.1.5, Ph.Bybl. 5, Porph.Chr.63; opp. οἱ σοφοί, Phld.Po.5.23, cf. Rh.2.157S., al.: Comp. οἱ χυδαιότεροι (misspelt χυδεώτεροι) Sch.E.Hipp.948.    2 metaph., common, vulgar, coarse, λαλιά Plb.14.7.8; χυδαῖα καὶ φαῦλα Phld.Mus.p.95K.

German (Pape)

[Seite 1384] ον, in Menge, Masse ausgegossen, ausgeschüttet, übertr., gemein, gering, schlecht; λαλιά Pol. 14, 7,8; στέφανοι Ath. XV, 686 a; – τὸ χυδαῖον τοῦ λόγου, = Folgdm, Phot. bibl. cod. 88.

Greek (Liddell-Scott)

χῠδαῖος: -ον, (χέω) ὁ πεπληθυσμένος, πολυπληθής, πολυάριθμος, Ἑβδ. (Ἔξ. Α΄, 7), Ἀθήν. 686D. ΙΙ. ἀνάμικτος, κοινός, Διοσκ. 5.40, Πλούτ. 2. 85F. 2) μεταφ, κοινός, «πρόστυχος», χυδαῖος, λαλιὰ Πολύβ. 14. 7, 8. - Ἐπίρ. -ως, Ἐπιφάν. 1. 760Α, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
commun, ordinaire.
Étymologie: χύδην.

Greek Monolingual

-α, -ο / χυδαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλάνόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.
γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)
2. (για λόγια και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, αναξιοπρεπής, πρόστυχος, απρεπής (α. «χυδαία έκφραση» β. «χυδαία συμπεριφορά» γ. «χυδαῑα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.
δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «χυδαία γλώσσα»
(παλαιότερα) (κατά τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η δημοτική
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χυδαῑον
κοινοτοπία
αρχ.
1. πολυπληθής, πολυάριθμος («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῑοι ἐγένοντο», ΠΔ)
2. κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, κοινός, ευτελής (α. «χυδαῑοι στέφανοι», Αθήν.
β. «ξύλον τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῑν χυδαῑον», Πλούτ.
γ. «τὸν χυδαῑον οἶνον καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
χυδαίως ΝΜΑ, και χυδαία Ν
νεοελλ.
με χυδαιότητα, πρόστυχα, απρεπώς
μσν.-αρχ.
με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει σύγχυσηχυδαίως ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύδην + κατάλ. -αῖος].