αγρός: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:17, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο (Α ἀγρός)
1. έκταση γης προς καλλιέργεια ετήσιων φυτών και μάλιστα δημητριακών (στους αρχ. συνήθως στον πληθ.)
2. στον πληθ. οι αγροί
εκτάσεις γης έξω από την πόλη, η εξοχή σε αντίθεση προς την πόλη (στους αρχ. και στον εν.)
με την ίδια σημασία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή, στο τοπωνύμιο Λούσιος αγρός, δηλ. «περιοχή στους Λουσούς» (a-ko-ro)
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «ἀγρὸν ἠγόρασε», γι’ αυτόν που αδιαφορεί εντελώς για κάτι (η φρ. από την Καινή Διαθήκη, Λουκάς ιδ΄, 18).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές με το σανσκρ. ajra-, το λατ. ager (= αγρός), πιθανότατα από επαυξημένη ρίζα του ἄγω.
ΠΑΡ. αγρότης
αρχ.
ἀγρεῖος, ἀγριώτης, ἀγρόθεν, ἀγρόνδε, ἀγρότερος (Ι), ἀγροτήρ, ἀγρωστήρ, ἀγρώστης, ἄγρωστις, ἀγρώτης
νεοελλ.
άγρωστη.
ΣΥΝΘ. ἀγροκήπιον, ἀγρόκηπος, ἀγροκόμος, ἀγρονόμος (Ι)
αρχ.
ἀγροβότης, ἀγρογείτων, ἀγροδίαιτος, ἀγρομενής, ἀγρόνομος, ἀγρονόμος (ΙΙ)
νεοελλ.
αγροβιολόγος, αγροδεσπότης, αγροδικείο, αγροδότης, αγροζημία, αγροζημιωτής, αγροκαλλιέργεια, αγροκατοικία, αγροκλοπή, αγρόκτημα, αγρολήπτης, αγροληψία, αγρομετεωρολογία, αγρομέτρης, αγρομίσθωμα, αγρομίσθωση, αγρόπολη, αγρόσκυλος, αγροφάγος, αγροφθορά, αγροφύλακας].