ταλασία: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(12) |
|||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=talasia | |Transliteration C=talasia | ||
|Beta Code=talasi/a | |Beta Code=talasi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[wool-spinning]], = [[ταλασιουργία]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''805e, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.9.11, ''Oec.''7.41, Ph.2.328 (pl.), Plu.''Rom.''15, etc. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1065.png Seite 1065]] ἡ, das Wollespinnen, die Wollspinnerei; Plat. Legg. VII, 805 e; Xen. Mem. 3, 9, 11 (s. [[ταλασιουργία]]); wahrscheinlich mit [[τάλαντον]] zusammenhangend, weil die Wolle zum Spinnen den Arbeitern zugewogen wurde; Andere denken an [[τάλαρος]]. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[travail avec la laine]], [[métier de fileuse]].<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰλᾰσία:''' ἡ [[τλῆναι]] шерстопрядение Plat., Xen., Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τᾰλᾰσία''': ἡ, τὸ κλώθειν ἔρια, = [[ταλασιουργία]], Πλάτ. Νόμ. 805Ε, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 11, Οἰκ. 7. 41, Πλούτ., κλπ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ταλασιουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταλασία]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τον τ. [[τάλαντον]] ως [[εξής]]: [[τάλαντον]] > <i>ταλαντία</i> > <i>ταλανσία</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i>) > [[ταλασία]] (με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>νσ</i>-). Το -[[ατού]] τ. <i>ταλ</i>-<i>α</i>-<i>σία</i> [[είναι]] [[μάλλον]] βραχύ, αναλογικά [[προς]] το -<i>ă</i>- τών τ. <i>γυμνάσια</i>, [[εργασία]] και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως [[αποτέλεσμα]] της αντέκτασης [[μετά]] από τη σίγηση του -<i>ν</i>-. Η λ. [[ταλασία]], [[τέλος]], αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. <i>tarasija</i>, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη [[ποσότητα]] χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη [[ποσότητα]] μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰλᾰσία:''' ἡ, [[κλώσιμο]] μαλλιού, σε Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τᾰλᾰσία, ἡ,<br />[[wool]]-[[spinning]], Xen., etc. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ταλασία''': {talasía}<br />'''Forms''': myk. ''ta''-''ra''-''si''-''ja''?<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wollarbeit]], [[Wollspinnerei]] (Pl. ''Lg''., X., Ph., Plu.);<br />'''Composita''': Als Vorderglied in [[ταλασιουργός]] f. [[Wollspinnerin]] (Pl. ''Ion'', Trypho ap. Ath.) mit -ικός (Pl. ''Plt''., X.; Chantraine Études 137), -ία f. (Pl. Plt. u.a.), -έω (X., D. S., Luk.) nach [[δημιουργός]], -ικός, -ία, -έω.<br />'''Derivative''': Davon [[ταλάσιος]] (-α ἔργα) [[auf die Wollspinnerei bezüglich]] (X.), -ήϊα ἔργα (A. R., Nonn.; nach πολεμήϊα ἔργα); ταλάσια· τὰ ἔρια H.<br />'''Etymology''': Als Vorbild von [[ταλασία]] hat zunächst [[ἐργασία]] gedient, vgl. Pl. ''Ion'' 540 c ἀλλ’ [[οἷα]] γυναικὶ πρέποντά ἐστιν [[εἰπεῖν]] ταλασιουργῳ̃ περὶ ἐρίων ἐργασίας. Nach ἐργάσασθαι: [[ἐργασία]], γυμνάσασθαι: [[γυμνασία]], δοκιμάσαι: [[δοκιμασία]] usw. (Schwyzer 469) trat zu ταλάσ(σ)αι [[ταλασία]]; ein vermittelndes *ταλάτης (Solmsen IF 31, 503 ff.) ist entbehrlich. Als (unbelegte) Bed. von ταλάσ(σ)αι kommt zunächst [[wiegen]] in Betracht wie in τάλαντα; somit wäre [[ταλασία]] eig. *’das Zuwiegen’, wie lat. ''pensum'' ‘(zugewogene) Wolle, Wollarbeit, weibliche Tagesarbeit’. Anders Solmsen a. O.: *ταλάτης eig. [[wer mühevolle Arbeit zu ertragen hat]]; vgl. russ. ''stradátь'' [[leiden]], dial. [[ernten]], ''stradá'' [[schwere Arbeit]], [[Erntearbeit]].<br />'''Page''' 2,848 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[wool spinning]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:25, 23 March 2024
English (LSJ)
ἡ, wool-spinning, = ταλασιουργία, Pl.Lg.805e, X.Mem.3.9.11, Oec.7.41, Ph.2.328 (pl.), Plu.Rom.15, etc.
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, das Wollespinnen, die Wollspinnerei; Plat. Legg. VII, 805 e; Xen. Mem. 3, 9, 11 (s. ταλασιουργία); wahrscheinlich mit τάλαντον zusammenhangend, weil die Wolle zum Spinnen den Arbeitern zugewogen wurde; Andere denken an τάλαρος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
travail avec la laine, métier de fileuse.
Étymologie: τλῆναι.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰσία: ἡ τλῆναι шерстопрядение Plat., Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσία: ἡ, τὸ κλώθειν ἔρια, = ταλασιουργία, Πλάτ. Νόμ. 805Ε, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 11, Οἰκ. 7. 41, Πλούτ., κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ταλασιουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταλασία, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. τάλαντον ως εξής: τάλαντον > ταλαντία > ταλανσία (με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-, πρβλ. δημόσιος < δημότιος) > ταλασία (με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -νσ-). Το -ατού τ. ταλ-α-σία είναι μάλλον βραχύ, αναλογικά προς το -ă- τών τ. γυμνάσια, εργασία και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως αποτέλεσμα της αντέκτασης μετά από τη σίγηση του -ν-. Η λ. ταλασία, τέλος, αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. tarasija, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη ποσότητα χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη ποσότητα μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»].
Greek Monotonic
τᾰλᾰσία: ἡ, κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
τᾰλᾰσία, ἡ,
wool-spinning, Xen., etc.
Frisk Etymology German
ταλασία: {talasía}
Forms: myk. ta-ra-si-ja?
Grammar: f.
Meaning: Wollarbeit, Wollspinnerei (Pl. Lg., X., Ph., Plu.);
Composita: Als Vorderglied in ταλασιουργός f. Wollspinnerin (Pl. Ion, Trypho ap. Ath.) mit -ικός (Pl. Plt., X.; Chantraine Études 137), -ία f. (Pl. Plt. u.a.), -έω (X., D. S., Luk.) nach δημιουργός, -ικός, -ία, -έω.
Derivative: Davon ταλάσιος (-α ἔργα) auf die Wollspinnerei bezüglich (X.), -ήϊα ἔργα (A. R., Nonn.; nach πολεμήϊα ἔργα); ταλάσια· τὰ ἔρια H.
Etymology: Als Vorbild von ταλασία hat zunächst ἐργασία gedient, vgl. Pl. Ion 540 c ἀλλ’ οἷα γυναικὶ πρέποντά ἐστιν εἰπεῖν ταλασιουργῳ̃ περὶ ἐρίων ἐργασίας. Nach ἐργάσασθαι: ἐργασία, γυμνάσασθαι: γυμνασία, δοκιμάσαι: δοκιμασία usw. (Schwyzer 469) trat zu ταλάσ(σ)αι ταλασία; ein vermittelndes *ταλάτης (Solmsen IF 31, 503 ff.) ist entbehrlich. Als (unbelegte) Bed. von ταλάσ(σ)αι kommt zunächst wiegen in Betracht wie in τάλαντα; somit wäre ταλασία eig. *’das Zuwiegen’, wie lat. pensum ‘(zugewogene) Wolle, Wollarbeit, weibliche Tagesarbeit’. Anders Solmsen a. O.: *ταλάτης eig. wer mühevolle Arbeit zu ertragen hat; vgl. russ. stradátь leiden, dial. ernten, stradá schwere Arbeit, Erntearbeit.
Page 2,848