αγώνισμα: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(1)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀγώνισμα]]) [[ἀγωνίζομαι]]<br /><b>1.</b> [[συναγωνισμός]], [[διαγωνισμός]]<br /><b>2.</b> [[αθλητικός]] [[αγώνας]], [[άθλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]], [[συμπλοκή]], [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[κατόρθωμα]], [[επίτευγμα]]<br /><b>3.</b> έπαθλο<br /><b>4.</b> [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]], [[συνέπεια]]<br /><b>5.</b> ρητορικό [[γύμνασμα]]<br /><b>6.</b> επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται μια [[υπόθεση]], η [[βάση]]<br /><b>7.</b> <b>πληθ.</b> <i>τα ἀγωνίσματα</i><br />γενναίες πράξεις, ανδραγαθήματα<br />(για τους ιππείς) δεξιοτεχνήματα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀγώνισμα]] ποιοῡμαί τι», [[θεωρώ]] [[κάτι]] μέλημά μου, έχω ως [[έργο]] μου.
|mltxt=το (Α [[ἀγώνισμα]]) [[ἀγωνίζομαι]]<br /><b>1.</b> [[συναγωνισμός]], [[διαγωνισμός]]<br /><b>2.</b> [[αθλητικός]] [[αγώνας]], [[άθλημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]], [[συμπλοκή]], [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[κατόρθωμα]], [[επίτευγμα]]<br /><b>3.</b> έπαθλο<br /><b>4.</b> [[έκβαση]], [[αποτέλεσμα]], [[συνέπεια]]<br /><b>5.</b> ρητορικό [[γύμνασμα]]<br /><b>6.</b> επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται μια [[υπόθεση]], η [[βάση]]<br /><b>7.</b> <b>πληθ.</b> <i>τα ἀγωνίσματα</i><br />γενναίες πράξεις, ανδραγαθήματα<br />(για τους ιππείς) δεξιοτεχνήματα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀγώνισμα]] ποιοῦμαί τι», [[θεωρώ]] [[κάτι]] μέλημά μου, έχω ως [[έργο]] μου.
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

το (Α ἀγώνισμα) ἀγωνίζομαι
1. συναγωνισμός, διαγωνισμός
2. αθλητικός αγώνας, άθλημα
αρχ.
1. σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη
2. κατόρθωμα, επίτευγμα
3. έπαθλο
4. έκβαση, αποτέλεσμα, συνέπεια
5. ρητορικό γύμνασμα
6. επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται μια υπόθεση, η βάση
7. πληθ. τα ἀγωνίσματα
γενναίες πράξεις, ανδραγαθήματα
(για τους ιππείς) δεξιοτεχνήματα
8. φρ. «ἀγώνισμα ποιοῦμαί τι», θεωρώ κάτι μέλημά μου, έχω ως έργο μου.