ενέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
(12)
 
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνέχω]]) [[έχω]]<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> έχω [[ενοχή]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ένοχος]], [[είμαι]] μπλεγμένος σε κολάσιμη [[πράξη]] («ενέχεται σε φόνο»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[υπεύθυνος]], [[συμμετέχω]] στην [[ευθύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εμπεριέχω]], [[κρύβω]] [[μέσα]] μου («το [[γεγονός]] ενέχει κινδύνους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) [[διατηρώ]] [[εναντίον]] κάποιου [[οργή]], [[μίσος]], δυσμενή [[διάθεση]] κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῑχε χόλον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μνησικακώ]], έχω [[έχθρα]] [[εναντίον]] κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά<br /><b>3.</b> (με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) [[εισχωρώ]], [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] («[[ὅπως]] ἅν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ τοῡ φέγγους ὡς [[μάλιστα]] ἐνέχωσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> δεσμεύομαι από [[κάτι]], εμπλέκομαι σε [[κάτι]] («τῇ πάγῃ ένέχεσθαι, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[εμπίπτω]], [[περιέρχομαι]] σε [[κάτι]], καταλαμβάνομαι από [[κάτι]] («φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[υπόκειμαι]] σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> (ως δικαν. όρος) καταδικάζομαι ως [[ένοχος]] («ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[στέκομαι]] σε μια [[θέση]], [[σταματώ]], [[μένω]] («ἐν δέ [[ταύτη]] πως ἐνέσχετο» — σ' αυτήν όμως στάθηκε, σταμάτησε [[κάπως]], <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐνέχω]]) [[έχω]]<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> έχω [[ενοχή]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ένοχος]], [[είμαι]] μπλεγμένος σε κολάσιμη [[πράξη]] («ενέχεται σε φόνο»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[υπεύθυνος]], [[συμμετέχω]] στην [[ευθύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εμπεριέχω]], [[κρύβω]] [[μέσα]] μου («το [[γεγονός]] ενέχει κινδύνους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) [[διατηρώ]] [[εναντίον]] κάποιου [[οργή]], [[μίσος]], δυσμενή [[διάθεση]] κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῖχε χόλον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μνησικακώ]], έχω [[έχθρα]] [[εναντίον]] κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά<br /><b>3.</b> (με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) [[εισχωρώ]], [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] («[[ὅπως]] ἅν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς [[μάλιστα]] ἐνέχωσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> δεσμεύομαι από [[κάτι]], εμπλέκομαι σε [[κάτι]] («τῇ πάγῃ ένέχεσθαι, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[εμπίπτω]], [[περιέρχομαι]] σε [[κάτι]], καταλαμβάνομαι από [[κάτι]] («φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[υπόκειμαι]] σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> (ως δικαν. όρος) καταδικάζομαι ως [[ένοχος]] («ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[στέκομαι]] σε μια [[θέση]], [[σταματώ]], [[μένω]] («ἐν δέ [[ταύτη]] πως ἐνέσχετο» — σ' αυτήν όμως στάθηκε, σταμάτησε [[κάπως]], <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:41, 25 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐνέχω) έχω
1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο»)
2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη
νεοελλ.
εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους»)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) διατηρώ εναντίον κάποιου οργή, μίσος, δυσμενή διάθεση κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῖχε χόλον», Ηρόδ.)
2. μνησικακώ, έχω έχθρα εναντίον κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά
3. (με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) εισχωρώ, εισέρχομαι κάπουὅπως ἅν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς μάλιστα ἐνέχωσιν», Ξεν.)
4. παθ. δεσμεύομαι από κάτι, εμπλέκομαι σε κάτι («τῇ πάγῃ ένέχεσθαι, Ηρόδ.)
5. παθ. εμπίπτω, περιέρχομαι σε κάτι, καταλαμβάνομαι από κάτι («φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται», Ευρ.)
6. υπόκειμαι σε κάτι
7. (ως δικαν. όρος) καταδικάζομαι ως ένοχος («ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ», Πλάτ.)
8. στέκομαι σε μια θέση, σταματώ, μένω («ἐν δέ ταύτη πως ἐνέσχετο» — σ' αυτήν όμως στάθηκε, σταμάτησε κάπως, Πλάτ.).