ἱμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(17)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imaios
|Transliteration C=imaios
|Beta Code=i(mai=os
|Beta Code=i(mai=os
|Definition=[<b class="b3">ῐ], α, ον,</b> (ἱμάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for drawing water</b>, <b class="b3">ἱμαῖον</b> (sc. <b class="b3">μέλος</b>) <b class="b2">song of the draw-well</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Hec.</span>1.4.12</span>, cf. Trypho ap. <span class="bibl">Ath.14.618d</span>.</span>
|Definition=[ῐ], α, ον, ([[ἱμάω]]) of or for [[draw]]ing [[water]], [[ἱμαῖον]] (''[[sc.]]'' [[μέλος]]) [[song]] of the [[draw]]-[[well]], Call.''Hec.''1.4.12, cf. Trypho ap. Ath.14.618d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1252.png Seite 1252]] zum Wasserschöpfen gehörig; sc. [[μέλος]], τό, Brunnenschöpferlied, Callim. frg. bei Schol. Ar. Ran. 1297, τὸ [[ᾆσμα]], ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ ἱμαῖον; Suid.; bei Ath. XIV, 619 b wird [[ἱμαῖος]] ᾠδὴ μυλωθρῶν u. 618 e aus Sophron [[ἱμαῖος]] ἡ [[ἐπιμύλιος]] καλουμένη, ein Müllerlied, erwähnt, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος, vielleicht mit Ilgen Scol. p. XXII [[ἱμάλιος]] zu schreiben; Hesych. erkl. [[ἱμαῖος]] ῲδή, [[ἐπιμύλιος]] ἢ ἐπανταῖος, wo man am wahrscheinlichsten [[ἐπαντλαῖος]] vermuthet.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1252.png Seite 1252]] zum Wasserschöpfen gehörig; ''[[sc.]]'' [[μέλος]], τό, Brunnenschöpferlied, Callim. frg. bei Schol. Ar. Ran. 1297, τὸ [[ᾆσμα]], ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ ἱμαῖον; Suid.; bei Ath. XIV, 619 b wird [[ἱμαῖος]] ᾠδὴ μυλωθρῶν u. 618 e aus Sophron [[ἱμαῖος]] ἡ [[ἐπιμύλιος]] καλουμένη, ein Müllerlied, erwähnt, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος, vielleicht mit Ilgen Scol. p. XXII [[ἱμάλιος]] zu schreiben; Hesych. erkl. [[ἱμαῖος]] ῲδή, [[ἐπιμύλιος]] ἢ ἐπανταῖος, wo man am wahrscheinlichsten [[ἐπαντλαῖος]] vermuthet.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἱμαῑος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[άντληση]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμαῑον</i> (ενν. [[μέλος]])<br />εργατικό [[τραγούδι]] [[κατά]] την [[άντληση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμᾶ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιμάντας]])].
|mltxt=ἱμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[άντληση]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμαῖον</i> (ενν. [[μέλος]])<br />εργατικό [[τραγούδι]] [[κατά]] την [[άντληση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμᾶ</i> ([[πρβλ]]. [[ιμάντας]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαῖος Medium diacritics: ἱμαῖος Low diacritics: ιμαίος Capitals: ΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: himaîos Transliteration B: himaios Transliteration C: imaios Beta Code: i(mai=os

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, (ἱμάω) of or for drawing water, ἱμαῖον (sc. μέλος) song of the draw-well, Call.Hec.1.4.12, cf. Trypho ap. Ath.14.618d.

German (Pape)

[Seite 1252] zum Wasserschöpfen gehörig; sc. μέλος, τό, Brunnenschöpferlied, Callim. frg. bei Schol. Ar. Ran. 1297, τὸ ᾆσμα, ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ ἱμαῖον; Suid.; bei Ath. XIV, 619 b wird ἱμαῖος ᾠδὴ μυλωθρῶν u. 618 e aus Sophron ἱμαῖοςἐπιμύλιος καλουμένη, ein Müllerlied, erwähnt, ἴσως ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος, vielleicht mit Ilgen Scol. p. XXII ἱμάλιος zu schreiben; Hesych. erkl. ἱμαῖος ῲδή, ἐπιμύλιος ἢ ἐπανταῖος, wo man am wahrscheinlichsten ἐπαντλαῖος vermuthet.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαῖος: ῐ, -α, -ον, (ἱμάω) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἄντλησιν ὕδατος· οὐσ., «τὸ ᾆσμα ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1293)· ἀείδει καὶ που τις ἀνὴρ ὑδατηγὸς ἱμαῖον Καλλ. Ἀποσπ. 42, πρβλ. Τρύφωνα παρ’ Ἀθην. 618Ε κἑξ., Ilgen Προοίμ. Σχολ. 5· οὕτως, ἱμονιοστρόφου μέλη Ἀριστοφ. Βάτρ. 1293. - Κατὰ Σουΐδ. «ἱμαῖον ᾆσμα, τὸ ἐπὶ τῇ ἀντλήσει λεγόμενον, παρὰ τὸ ἱμᾶν. οἱ δὲ τὸ μυλωθρικὸν» καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἱμαῖος· ᾠδὴ ἐπιμύλιος, καὶ ἐπαντ(λ)αῖος, καὶ ἐπίνοστος».

Greek Monolingual

ἱμαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που αναφέρεται στην άντληση του νερού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμαῖον (ενν. μέλος)
εργατικό τραγούδι κατά την άντληση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος και προέρχεται πιθ. από ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)].