αυστηρός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐστηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]], [[ανεπιεικής]]<br /><b>2.</b> [[σοβαρός]], [[αξιοπρεπής]], [[εγκρατής]]<br /><b>3.</b> (για ύφος κειμένων) [[λιτός]], [[απέριττος]], [[χωρίς]] στολίδια<br /><b>4.</b> (για τη [[γεύση]]) [[πικρός]], [[οξύς]], [[στυφός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκληρός]], [[πιεστικός]], [[επαχθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για πρόσωπα) [[δύστροπος]], [[στρυφνός]], [[σκυθρωπός]]<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) [[τραχύς]], [[ανώμαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αυστ</i>- (πιθ. του ρηματικού επιθ. <i>αυστός</i> του <i>αὔω</i> ή <i>αὕω</i> «[[ξεραίνω]], [[στεγνώνω]]») <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αυχμηρός]], [[λυπηρός]], [[μοχθηρός]], [[οδυνηρός]], [[τολμηρός]] <b>κ.ά.</b>). Η λ. [[αυστηρός]] με την αρχική [[σημασία]] της «[[ξηρός]], [[οξύς]], [[πικρός]] στη [[γεύση]]» χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα μεν για το [[νερό]], από τον Ιπποκράτη δε για το [[κρασί]] και κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[γλυκύς]], ενώ με ανάλογη [[χρήση]] απαντά και [[σήμερα]] σε ορισμένα ιδιώματα (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυστηρό [[ξίδι]], Κεφαλονιά). Ήδη από την ελληνιστική περίοδο το επίθ. [[αυστηρός]] αποκτά την τρέχουσα [[ηθική]] [[σημασία]] «[[σοβαρός]], [[σκληρός]], [[ανεπιεικής]]» και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει πρόσωπα. Ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στο συγγενές μ' αυτό επίθ. [[δριμύς]], το οποίο αρχικά μεν σημαίνει [[επίσης]] «[[οξύς]], [[πικρός]]», αργότερα όμως προσλαμβάνει κι αυτό τη [[σημασία]] «[[τραχύς]], [[ανεπιεικής]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυστηρότητα]] (-<i>ότης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυστηρία]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[αὐστηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]], [[ανεπιεικής]]<br /><b>2.</b> [[σοβαρός]], [[αξιοπρεπής]], [[εγκρατής]]<br /><b>3.</b> (για ύφος κειμένων) [[λιτός]], [[απέριττος]], [[χωρίς]] στολίδια<br /><b>4.</b> (για τη [[γεύση]]) [[πικρός]], [[οξύς]], [[στυφός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκληρός]], [[πιεστικός]], [[επαχθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για πρόσωπα) [[δύστροπος]], [[στρυφνός]], [[σκυθρωπός]]<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) [[τραχύς]], [[ανώμαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αυστ</i>- (πιθ. του ρηματικού επιθ. <i>αυστός</i> του <i>αὔω</i> ή <i>αὕω</i> «[[ξεραίνω]], [[στεγνώνω]]») <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ηρός</i> (πρβλ. [[αυχμηρός]], [[λυπηρός]], [[μοχθηρός]], [[οδυνηρός]], [[τολμηρός]] <b>κ.ά.</b>). Η λ. [[αυστηρός]] με την αρχική [[σημασία]] της «[[ξηρός]], [[οξύς]], [[πικρός]] στη [[γεύση]]» χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα μεν για το [[νερό]], από τον Ιπποκράτη δε για το [[κρασί]] και κατ' [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[γλυκύς]], ενώ με ανάλογη [[χρήση]] απαντά και [[σήμερα]] σε ορισμένα ιδιώματα (πρβλ. <i>αυστηρό [[ξίδι]], Κεφαλονιά). Ήδη από την ελληνιστική περίοδο το επίθ. [[αυστηρός]] αποκτά την τρέχουσα [[ηθική]] [[σημασία]] «[[σοβαρός]], [[σκληρός]], [[ανεπιεικής]]» και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει πρόσωπα. Ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] παρατηρείται και στο συγγενές μ' αυτό επίθ. [[δριμύς]], το οποίο αρχικά μεν σημαίνει [[επίσης]] «[[οξύς]], [[πικρός]]», αργότερα όμως προσλαμβάνει κι αυτό τη [[σημασία]] «[[τραχύς]], [[ανεπιεικής]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυστηρότητα]] (-<i>ότης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυστηρία]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐστηρός, -ά, -όν)
1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής
2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής
3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια
4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός
νεοελλ.
σκληρός, πιεστικός, επαχθής
αρχ.
1. (μτφ. για πρόσωπα) δύστροπος, στρυφνός, σκυθρωπός
2. (για έδαφος) τραχύς, ανώμαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ- (πιθ. του ρηματικού επιθ. αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») + (επίθημα) -ηρός (πρβλ. αυχμηρός, λυπηρός, μοχθηρός, οδυνηρός, τολμηρός κ.ά.). Η λ. αυστηρός με την αρχική σημασία της «ξηρός, οξύς, πικρός στη γεύση» χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα μεν για το νερό, από τον Ιπποκράτη δε για το κρασί και κατ' αντιδιαστολή προς το γλυκύς, ενώ με ανάλογη χρήση απαντά και σήμερα σε ορισμένα ιδιώματα (πρβλ. αυστηρό ξίδι, Κεφαλονιά). Ήδη από την ελληνιστική περίοδο το επίθ. αυστηρός αποκτά την τρέχουσα ηθική σημασία «σοβαρός, σκληρός, ανεπιεικής» και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει πρόσωπα. Ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη παρατηρείται και στο συγγενές μ' αυτό επίθ. δριμύς, το οποίο αρχικά μεν σημαίνει επίσης «οξύς, πικρός», αργότερα όμως προσλαμβάνει κι αυτό τη σημασία «τραχύς, ανεπιεικής».
ΠΑΡ. αυστηρότητα (-ότης)
αρχ.
αυστηρία].