βρομώ: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(7) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(-άω) (Μ βρομῶ, -έω<br />Α βρωμῶ (-έω)) [[βρόμος]] (II), [[βρώμος]] (II)]<br />[[μυρίζω]] άσχημα, [[αποπνέω]] [[δυσοσμία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αηδιαστικός]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[αηδία]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[μεταδίδω]] [[δυσοσμία]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σαπίζω]], αλλοιώνομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «το ένα του βρομάει, το [[άλλο]] του μυρίζει» — για δύστροπους και ιδιότροπους ανθρώπους που [[τίποτε]] δεν τους ευχαριστεί<br />β) «το [[ψάρι]] βρομάει από το [[κεφάλι]]» — η [[διαφθορά]] ξεκινάει από τους ανωτέρους<br />γ) «όποιος κάθεται βρομάει» — η [[οκνηρία]] έχει ολέθριες συνέπειες<br />δ) «η [[υπόθεση]] βρόμησε» — η [[διαιώνιση]] μιας κατάστασης από [[αδιαφορία]] ή [[οκνηρία]] συνεπάγεται την [[καταστροφή]]<br />ε) (για είδη) «βρομάνε στους δρόμους» — υπάρχουν σε [[μεγάλη]] [[αφθονία]] και πολύ χαμηλή [[τιμή]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />(-άω) (Μ βρομῶ, -έω<br />Α βρωμῶ (-έω)) [[βρόμος]] (II), [[βρώμος]] (II)]<br />[[μυρίζω]] άσχημα, [[αποπνέω]] [[δυσοσμία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αηδιαστικός]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[αηδία]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> [[μεταδίδω]] [[δυσοσμία]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σαπίζω]], αλλοιώνομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «το ένα του βρομάει, το [[άλλο]] του μυρίζει» — για δύστροπους και ιδιότροπους ανθρώπους που [[τίποτε]] δεν τους ευχαριστεί<br />β) «το [[ψάρι]] βρομάει από το [[κεφάλι]]» — η [[διαφθορά]] ξεκινάει από τους ανωτέρους<br />γ) «όποιος κάθεται βρομάει» — η [[οκνηρία]] έχει ολέθριες συνέπειες<br />δ) «η [[υπόθεση]] βρόμησε» — η [[διαιώνιση]] μιας κατάστασης από [[αδιαφορία]] ή [[οκνηρία]] συνεπάγεται την [[καταστροφή]]<br />ε) (για είδη) «βρομάνε στους δρόμους» — υπάρχουν σε [[μεγάλη]] [[αφθονία]] και πολύ χαμηλή [[τιμή]].<br /><b>(II)</b><br />βρομῶ (-έω) (Α) (για τον άνεμο, τα έντομα, τη [[φωτιά]] ή το [[νερό]] που βράζει) [[βομβώ]], [[βουίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[βρομώ]] (II) μπορεί να θεωρηθεί [[είτε]] θαμιστικό - επιτατικό του ρ. [[βρέμω]] [[είτε]] παράγωγο του [[βρόμος]] (III) ]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
(-άω) (Μ βρομῶ, -έω
Α βρωμῶ (-έω)) βρόμος (II), βρώμος (II)]
μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία
μσν.- νεοελλ.
1. γίνομαι αηδιαστικός
2. προκαλώ αηδία σε κάποιον
3. μεταδίδω δυσοσμία σε κάποιον
νεοελλ.
1. σαπίζω, αλλοιώνομαι
2. φρ. α) «το ένα του βρομάει, το άλλο του μυρίζει» — για δύστροπους και ιδιότροπους ανθρώπους που τίποτε δεν τους ευχαριστεί
β) «το ψάρι βρομάει από το κεφάλι» — η διαφθορά ξεκινάει από τους ανωτέρους
γ) «όποιος κάθεται βρομάει» — η οκνηρία έχει ολέθριες συνέπειες
δ) «η υπόθεση βρόμησε» — η διαιώνιση μιας κατάστασης από αδιαφορία ή οκνηρία συνεπάγεται την καταστροφή
ε) (για είδη) «βρομάνε στους δρόμους» — υπάρχουν σε μεγάλη αφθονία και πολύ χαμηλή τιμή.
(II)
βρομῶ (-έω) (Α) (για τον άνεμο, τα έντομα, τη φωτιά ή το νερό που βράζει) βομβώ, βουίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βρομώ (II) μπορεί να θεωρηθεί είτε θαμιστικό - επιτατικό του ρ. βρέμω είτε παράγωγο του βρόμος (III) ].