δείπνο: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
(8) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το και [[δείπνος]], ο (AM | |mltxt=το και [[δείπνος]], ο (AM [[δεῖπνον]], το και [[δεῖπνος]], ο)<br /><b>1.</b> το βραδινό [[φαγητό]] («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το [[δείπνο]] να χωνέψει»<br />«ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῖπνον ὀνειδισμένον»<br />«χωρεῖν ἐπὶ δεῖπνον»)<br /><b>2.</b> η ώρα του βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε [[κατά]] το [[δείπνο]]» β. «ἀπὸ δείπνου» — [[αμέσως]] [[μετά]] το βραδινό [[φαγητό]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος» <br />α) το τελευταίο [[δείπνο]] του Ιησού με τους μαθητές του προ του Πάθους<br />β) το [[μυστήριο]] της Θείας Ευχαριστίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στα Ομηρικά έπη) το κύριο [[φαγητό]] της ημέρας, [[άλλοτε]] μεσημεριανό, [[άλλοτε]] βραδινό<br /><b>2.</b> (στους Αττικούς συγγραφείς) απογευματινό ή βραδινό [[φαγητό]]<br /><b>3.</b> [[τροφή]] ή [[ζωοτροφή]] («ἵπποισι δεῖπνον δότε», «ὄρνισι δεῖπνον»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δεῖπνα Θυέστου», «Θυέστεια δεῖπνα» — το μυθικό [[δείπνο]] [[κατά]] το οποίο ο Θυέστης έφαγε εν αγνοία του κομμάτια από τις σάρκες τών παιδιών του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως ([[πρβλ]]. [[δαις]], [[δαίτη]]), ενώ φαίνεται πιθανή η ετυμολογική σύνδεσή της με τη λ. [[δαπάνη]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>daps</i>). Το [[δείπνον]] [[είναι]] στον Όμηρο το [[γεύμα]] που παρατίθεται στους αρχηγούς σε διάφορες ώρες ([[πρβλ]]. Ι, 578, όπου με τη λ. [[δείπνον]] χαρακτηρίζεται το 3ο [[κατά]] σειράν [[γεύμα]] του Οδυσσέα [[μέσα]] στην [[ίδια]] [[νύχτα]]). Στην Αττική ως [[δείπνον]] θεωρείται το βραδινό [[φαγητό]]. Τέλος, στον Ησύχιο αναφέρεται η [[διαφορά]] [[ανάμεσα]] στο [[δείπνον]], [[άριστον]] (το πρωινό [[γεύμα]]) και [[δόρπον]] (το απογευματινό [[φαγητό]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δειπνίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δειπνάριον]], [[δειπνεύς]], [[δειπνίον]], [[δειπνίτις]], [[δειπνοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δειπνοθήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δείπνηστος]], [[δειπνοκλήτωρ]], [[δειπνολόγος]], [[δειπνολόχος]], [[δειπνομανής]], [[δειπνοπίθηκος]], [[δειπνοποιός]], [[δειπνοσοφιστής]], [[δειπνοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δειπνογάμιον|δειπνογάμιο]], [[δειπνοκλητόριον|δειπνοκλητόριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δειπνογράφος]]<br />(Β' συνθετικό -[[δείπνον]]) <b>αρχ.</b> [[αριστόδειπνον]], [[επίδειπνον]], [[κατάδειπνον]], [[λογόδειπνον]], [[περίδειπνον]], [[σύνδειπνον]], [[ψευδόδειπνον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ἀπόδειπνος|απόδειπνον]], [[νεκρόδειπνο|νεκρόδειπνον]], [[πρόδειπνον]]<br />(Β' συνθετικό, -<i>δειπνος</i>) [[άδειπνος]], [[ομόδειπνος]], [[σύνδειπνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίδειπνος]],[[ἀπόδειπνος|απόδειπνος]], [[αὐτόδειπνος|αυτόδειπνος]], [[δωρόδειπνος]], [[επιθυμόδειπνος]], [[εύδειπνος]], [[ηδύδειπνος]], [[θυμβρεπίδειπνος]], [[κωλυσίδειπνος]], [[πυρίδειπνος]], [[σκοτόδειπνος]], [[τρεχέδειπνος]], [[φερέδειπνος]], [[φιλόδειπνος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:18, 11 August 2022
Greek Monolingual
το και δείπνος, ο (AM δεῖπνον, το και δεῖπνος, ο)
1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει»
«ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῖπνον ὀνειδισμένον»
«χωρεῖν ἐπὶ δεῖπνον»)
2. η ώρα του βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το δείπνο» β. «ἀπὸ δείπνου» — αμέσως μετά το βραδινό φαγητό)
3. φρ. «ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος»
α) το τελευταίο δείπνο του Ιησού με τους μαθητές του προ του Πάθους
β) το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
αρχ.
1. (στα Ομηρικά έπη) το κύριο φαγητό της ημέρας, άλλοτε μεσημεριανό, άλλοτε βραδινό
2. (στους Αττικούς συγγραφείς) απογευματινό ή βραδινό φαγητό
3. τροφή ή ζωοτροφή («ἵπποισι δεῖπνον δότε», «ὄρνισι δεῖπνον»)
4. φρ. «δεῖπνα Θυέστου», «Θυέστεια δεῖπνα» — το μυθικό δείπνο κατά το οποίο ο Θυέστης έφαγε εν αγνοία του κομμάτια από τις σάρκες τών παιδιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως (πρβλ. δαις, δαίτη), ενώ φαίνεται πιθανή η ετυμολογική σύνδεσή της με τη λ. δαπάνη (πρβλ. λατ. daps). Το δείπνον είναι στον Όμηρο το γεύμα που παρατίθεται στους αρχηγούς σε διάφορες ώρες (πρβλ. Ι, 578, όπου με τη λ. δείπνον χαρακτηρίζεται το 3ο κατά σειράν γεύμα του Οδυσσέα μέσα στην ίδια νύχτα). Στην Αττική ως δείπνον θεωρείται το βραδινό φαγητό. Τέλος, στον Ησύχιο αναφέρεται η διαφορά ανάμεσα στο δείπνον, άριστον (το πρωινό γεύμα) και δόρπον (το απογευματινό φαγητό).
ΠΑΡ. δειπνίζω
αρχ.
δειπνάριον, δειπνεύς, δειπνίον, δειπνίτις, δειπνοσύνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δειπνοθήρας
αρχ.
δείπνηστος, δειπνοκλήτωρ, δειπνολόγος, δειπνολόχος, δειπνομανής, δειπνοπίθηκος, δειπνοποιός, δειπνοσοφιστής, δειπνοφόρος
μσν.
δειπνογάμιο, δειπνοκλητόριο
νεοελλ.
δειπνογράφος
(Β' συνθετικό -δείπνον) αρχ. αριστόδειπνον, επίδειπνον, κατάδειπνον, λογόδειπνον, περίδειπνον, σύνδειπνον, ψευδόδειπνον
νεοελλ.
απόδειπνον, νεκρόδειπνον, πρόδειπνον
(Β' συνθετικό, -δειπνος) άδειπνος, ομόδειπνος, σύνδειπνος
αρχ.
αντίδειπνος,απόδειπνος, αυτόδειπνος, δωρόδειπνος, επιθυμόδειπνος, εύδειπνος, ηδύδειπνος, θυμβρεπίδειπνος, κωλυσίδειπνος, πυρίδειπνος, σκοτόδειπνος, τρεχέδειπνος, φερέδειπνος, φιλόδειπνος.