εμπολή: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(11)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αμπολή]], η (AM [[ἐμπολή]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυλάκι]] με το οποίο διοχετεύεται το [[νερό]] για [[άρδευση]] ή σε [[δεξαμενή]] μύλου, [[χαντάκι]], [[οχετός]], [[λούκι]], κν. [[αμπολή]]<br /><b>2.</b> αρδευτικό [[φράγμα]]<br /><b>3.</b> [[πρόχειρο]] [[άνοιγμα]] τοίχου που χρησιμεύει ως [[διάβαση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εισαγωγή]] εμπορεύματος (<b>βλ.</b> και [[ἐμβολή]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπόλημα]], [[εμπόρευμα]], πραμάτειες, εμπορικά είδη<br /><b>2.</b> [[αποστολή]] εμπορευμάτων<br /><b>3.</b> [[εμπόριο]], [[συναλλαγή]], [[δοσοληψία]]<br /><b>4.</b> [[κέρδος]] από [[εμπόριο]], χρήματα<br /><b>5.</b> το [[κέρδος]] τών πορνών και τών πορνοβοσκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εμπολή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εντολή]]), αρκαδ. <i>ινπολά</i>, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>εμπέλω</i>, -<i>ομαι</i>. Συνήθως συσχετίζεται με το ρ. [[πέλομαι]] (με τη [[σημασία]] του «[[κινώ]], κινούμαι»), ενώ κατ' άλλους με το ρ. [[πωλώ]] (το δεύτερο δεν φαίνεται πολύ πειστικό, [[παρά]] τη σημασιολογική τους [[ομοιότητα]]). Με το προθηματικό <i>εν</i>- δηλώνεται η [[κίνηση]] η οποία περιλαμβάνεται στη [[σημασία]] της λέξεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εμπολώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπολεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εμπολαίος]], [[εμπόλημα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>απεμπολή</i>, [[παρεμπολή]]].
|mltxt=και [[αμπολή]], η (AM [[ἐμπολή]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυλάκι]] με το οποίο διοχετεύεται το [[νερό]] για [[άρδευση]] ή σε [[δεξαμενή]] μύλου, [[χαντάκι]], [[οχετός]], [[λούκι]], κν. [[αμπολή]]<br /><b>2.</b> αρδευτικό [[φράγμα]]<br /><b>3.</b> [[πρόχειρο]] [[άνοιγμα]] τοίχου που χρησιμεύει ως [[διάβαση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εισαγωγή]] εμπορεύματος (<b>βλ.</b> και [[ἐμβολή]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπόλημα]], [[εμπόρευμα]], πραμάτειες, εμπορικά είδη<br /><b>2.</b> [[αποστολή]] εμπορευμάτων<br /><b>3.</b> [[εμπόριο]], [[συναλλαγή]], [[δοσοληψία]]<br /><b>4.</b> [[κέρδος]] από [[εμπόριο]], χρήματα<br /><b>5.</b> το [[κέρδος]] τών πορνών και τών πορνοβοσκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εμπολή]] ([[πρβλ]]. [[εντολή]]), αρκαδ. <i>ινπολά</i>, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>εμπέλω</i>, -<i>ομαι</i>. Συνήθως συσχετίζεται με το ρ. [[πέλομαι]] (με τη [[σημασία]] του «[[κινώ]], κινούμαι»), ενώ κατ' άλλους με το ρ. [[πωλώ]] (το δεύτερο δεν φαίνεται πολύ πειστικό, [[παρά]] τη σημασιολογική τους [[ομοιότητα]]). Με το προθηματικό <i>εν</i>- δηλώνεται η [[κίνηση]] η οποία περιλαμβάνεται στη [[σημασία]] της λέξεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εμπολώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπολεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εμπολαίος]], [[εμπόλημα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>απεμπολή</i>, [[παρεμπολή]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

και αμπολή, η (AM ἐμπολή)
νεοελλ.
1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή
2. αρδευτικό φράγμα
3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση
μσν.
εισαγωγή εμπορεύματος (βλ. και ἐμβολή)
αρχ.
1. εμπόλημα, εμπόρευμα, πραμάτειες, εμπορικά είδη
2. αποστολή εμπορευμάτων
3. εμπόριο, συναλλαγή, δοσοληψία
4. κέρδος από εμπόριο, χρήματα
5. το κέρδος τών πορνών και τών πορνοβοσκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμπολή (πρβλ. εντολή), αρκαδ. ινπολά, πιθ. < εμπέλω, -ομαι. Συνήθως συσχετίζεται με το ρ. πέλομαι (με τη σημασία του «κινώ, κινούμαι»), ενώ κατ' άλλους με το ρ. πωλώ (το δεύτερο δεν φαίνεται πολύ πειστικό, παρά τη σημασιολογική τους ομοιότητα). Με το προθηματικό εν- δηλώνεται η κίνηση η οποία περιλαμβάνεται στη σημασία της λέξεως.
ΠΑΡ. εμπολώ
αρχ.
εμπολεύς
αρχ.-μσν.
εμπολαίος, εμπόλημα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απεμπολή, παρεμπολή].