εξετάζω: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(12) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξετάζω]]) [[ετάζω]]<br /><b>1.</b> [[ερευνώ]] [[λεπτομερώς]], [[ελέγχω]] («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποβάλλω]] σε [[ανάκριση]], [[ανακρίνω]] («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες»)<br /><b>3.</b> [[ελέγχω]] προσεκτικά για να διαπιστώσω την [[ποιότητα]] ή τη [[γνησιότητα]] («εξέτασε τα δείγματα τών τροφίμων», «ἐξετάζων τὸν χρυσόν»)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] πολύ [[επιφυλακτικός]] να αποδεχθώ [[κάτι]], [[λεπτολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με γραπτή ή προφορική [[δοκιμασία]] [[αξιολογώ]] την [[επίδοση]] τών εξεταζομένων<br /><b>2.</b> (για γιατρό) [[ερευνώ]] επιστημονικά τον οργανισμό για να [[κάνω]] [[διάγνωση]] για την [[κατάσταση]] της υγείας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξακριβώνω]]<br /><b>2.</b> [[μελετώ]], [[σχεδιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] κάποιον σε [[δοκιμασία]] για να εξακριβώσω το [[ήθος]], την [[αξία]] του («τοὺς χρησίμους τῷ δήμῳ ἐξετάζετε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]] με τη [[σειρά]], [[απαριθμώ]] («ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐξετάζειν», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι («[[μετὰ]] τῶν ἄλλων ἐξητάζετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> προσδιορίζομαι σε μια κοινωνική, επαγγελματική κ.λπ. [[κλάση]] («ἔχαιρε γὰρ ὁ [[δῆμος]] αὐτῷ [[μετὰ]] θρίαμβον ἐν | |mltxt=(AM [[ἐξετάζω]]) [[ετάζω]]<br /><b>1.</b> [[ερευνώ]] [[λεπτομερώς]], [[ελέγχω]] («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποβάλλω]] σε [[ανάκριση]], [[ανακρίνω]] («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες»)<br /><b>3.</b> [[ελέγχω]] προσεκτικά για να διαπιστώσω την [[ποιότητα]] ή τη [[γνησιότητα]] («εξέτασε τα δείγματα τών τροφίμων», «ἐξετάζων τὸν χρυσόν»)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] πολύ [[επιφυλακτικός]] να αποδεχθώ [[κάτι]], [[λεπτολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με γραπτή ή προφορική [[δοκιμασία]] [[αξιολογώ]] την [[επίδοση]] τών εξεταζομένων<br /><b>2.</b> (για γιατρό) [[ερευνώ]] επιστημονικά τον οργανισμό για να [[κάνω]] [[διάγνωση]] για την [[κατάσταση]] της υγείας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξακριβώνω]]<br /><b>2.</b> [[μελετώ]], [[σχεδιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] κάποιον σε [[δοκιμασία]] για να εξακριβώσω το [[ήθος]], την [[αξία]] του («τοὺς χρησίμους τῷ δήμῳ ἐξετάζετε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]] με τη [[σειρά]], [[απαριθμώ]] («ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐξετάζειν», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι («[[μετὰ]] τῶν ἄλλων ἐξητάζετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> προσδιορίζομαι σε μια κοινωνική, επαγγελματική κ.λπ. [[κλάση]] («ἔχαιρε γὰρ ὁ [[δῆμος]] αὐτῷ [[μετὰ]] θρίαμβον ἐν τοῖς ἱππικοῖς ἐξεταζομένῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> [[ἐξετάζω]] [[πρός]] [[τίνα]] ἤ [[πρός]] τι» — [[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 18 June 2022
Greek Monolingual
(AM ἐξετάζω) ετάζω
1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.)
2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες»)
3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε τα δείγματα τών τροφίμων», «ἐξετάζων τὸν χρυσόν»)
4. είμαι πολύ επιφυλακτικός να αποδεχθώ κάτι, λεπτολογώ
νεοελλ.
1. με γραπτή ή προφορική δοκιμασία αξιολογώ την επίδοση τών εξεταζομένων
2. (για γιατρό) ερευνώ επιστημονικά τον οργανισμό για να κάνω διάγνωση για την κατάσταση της υγείας
μσν.
1. εξακριβώνω
2. μελετώ, σχεδιάζω
αρχ.
1. υποβάλλω κάποιον σε δοκιμασία για να εξακριβώσω το ήθος, την αξία του («τοὺς χρησίμους τῷ δήμῳ ἐξετάζετε», Δημοσθ.)
2. αναφέρω με τη σειρά, απαριθμώ («ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐξετάζειν», Ισοκρ.)
3. παθ. συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι («μετὰ τῶν ἄλλων ἐξητάζετο», Δημοσθ.)
4. προσδιορίζομαι σε μια κοινωνική, επαγγελματική κ.λπ. κλάση («ἔχαιρε γὰρ ὁ δῆμος αὐτῷ μετὰ θρίαμβον ἐν τοῖς ἱππικοῖς ἐξεταζομένῳ», Πλούτ.)
5. παθ. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι
6. φρ. ἐξετάζω πρός τίνα ἤ πρός τι» — συγκρίνω, παραβάλλω.