έριο: Difference between revisions
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
(14) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἔριον]]<br />Α ιων. τ. [[εἴριον]])<br /><b>1.</b> το [[τρίχωμα]] που καλύπτει το [[δέρμα]] τών ζώων και ιδιαίτερα του προβάτου, το [[μαλλί]]<br /><b>2.</b> (κατ’ επέκτ.) το φυτικό [[έριο]], το [[χνούδι]] μερικών [[φυτών]] που μοιάζει με το ζωικό [[έριο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α. <b>συνεκδ.</b> «[[ἔριον]] τῆς [[ἀράχνης]]» — ο [[ιστός]] της αράχνης<br />β. «τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια» — τα νημάτια με τα οποία προσκολλώνται [[κάπου]] [[μερικά]] [[μαλάκια]], όπως η [[πίννα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (AM [[ἔριον]]<br />Α ιων. τ. [[εἴριον]])<br /><b>1.</b> το [[τρίχωμα]] που καλύπτει το [[δέρμα]] τών ζώων και ιδιαίτερα του προβάτου, το [[μαλλί]]<br /><b>2.</b> (κατ’ επέκτ.) το φυτικό [[έριο]], το [[χνούδι]] μερικών [[φυτών]] που μοιάζει με το ζωικό [[έριο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α. <b>συνεκδ.</b> «[[ἔριον]] τῆς [[ἀράχνης]]» — ο [[ιστός]] της αράχνης<br />β. «τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια» — τα νημάτια με τα οποία προσκολλώνται [[κάπου]] [[μερικά]] [[μαλάκια]], όπως η [[πίννα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. <i>έριον</i> όπως και ο [[επικός]], ιων. τ. [[είριον]] και ο τ. <i>έρι</i> (με [[σύντμηση]]), που μαρτυρείται από τους ελληνιστικούς ποιητές, [[είναι]] παράγωγα του τ. [[είρος]], ο [[οποίος]] ανάγεται σε <i>ερF</i>-<i>ος</i> (με σίγηση του -<i>F</i>- και [[αντέκταση]]) <span style="color: red;"><</span> <i>FερF</i>-<i>ος</i>, με σίγηση του αρχικού -<i>F</i>- λόγω ανομοιώσεως. Συνδέεται με λατ. <i>vervex</i> «[[κριάρι]]» και πιθ. με τον τ. <i>αρήν</i> «[[αρνί]]». Ως β’ συνθετικό τόσο ο τ. [[είρος]] όσο και ο τ. <i>έριον</i> εμφανίζονται στα [[σύνθετα]] <i>εύ</i>-<i>ειρος</i> (Ιπποκρ., Απόστ. Παύλος), <i>εύ</i>-<i>ερος</i> και <i>έπ</i>-<i>ερος</i> <b>αττ.</b>. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συνηθέστερα ο τ. [[μαλλί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ερέα]], [[ερεούς]], [[ερίδιον]], [[εριηρά]], [[ερίνεος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εριουργός]], [[εριοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εριαχθής]], <i>εριέμπορος</i>, [[εριοκόμος]], [[εριόξυλον]], [[εριοπλύτης]], [[εριοπώλης]], <i>εριοραβδιοτής</i>, [[εριόστεπτος]], [[εριόστομα]], <i>εριοϋφάντης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εριούχος]], [[εριόφυλλα]], [[εριοχρώματα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (AM ἔριον
Α ιων. τ. εἴριον)
1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα του προβάτου, το μαλλί
2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο
αρχ.
φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» — ο ιστός της αράχνης
β. «τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔρια» — τα νημάτια με τα οποία προσκολλώνται κάπου μερικά μαλάκια, όπως η πίννα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. έριον όπως και ο επικός, ιων. τ. είριον και ο τ. έρι (με σύντμηση), που μαρτυρείται από τους ελληνιστικούς ποιητές, είναι παράγωγα του τ. είρος, ο οποίος ανάγεται σε ερF-ος (με σίγηση του -F- και αντέκταση) < FερF-ος, με σίγηση του αρχικού -F- λόγω ανομοιώσεως. Συνδέεται με λατ. vervex «κριάρι» και πιθ. με τον τ. αρήν «αρνί». Ως β’ συνθετικό τόσο ο τ. είρος όσο και ο τ. έριον εμφανίζονται στα σύνθετα εύ-ειρος (Ιπποκρ., Απόστ. Παύλος), εύ-ερος και έπ-ερος αττ.. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συνηθέστερα ο τ. μαλλί.
ΠΑΡ. αρχ. ερέα, ερεούς, ερίδιον, εριηρά, ερίνεος.
ΣΥΝΘ. εριουργός, εριοφόρος
αρχ.
εριαχθής, εριέμπορος, εριοκόμος, εριόξυλον, εριοπλύτης, εριοπώλης, εριοραβδιοτής, εριόστεπτος, εριόστομα, εριοϋφάντης
νεοελλ.
εριούχος, εριόφυλλα, εριοχρώματα].